Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Σταύρου Κοροβέση.

Αναμφίβολα, η έναρξη της αντιπυρικής περιόδου στιγματίστηκε από την καταστροφική πυρκαγιά στα Γεράνεια Όρη, «λαβώνοντας» έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες πράσινους πνεύμονες όλης της Αττικής. Όπως προκύπτει από τις νεότερες χαρτογραφικές απεικονίσεις του Emergency Mapping Service της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Copernicus, η πυρκαγιά έκαψε περίπου 70.000 στρέμματα δασών, δασικών εκτάσεων και αγροτικών καλλιεργειών.

Σύμφωνα με τη WWF-Ελλάς, αρκετές από τις εκτάσεις αυτές ανήκουν σε δύο προστατευόμενες περιοχές, την περιοχή Natura GR2530005 «Γεράνεια Όρη» και το Καταφύγιο Άγριας Ζωής «Περιοχή Γερανείων Δήμου Μεγάρων». Πρόκειται κυρίως για μια πευκόφυτη περιοχή, με κυρίαρχο είδος αυτό της χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis), ένα είδος πεύκου με σημαντική δασοπονική και οικονομική σημασία, όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Ως προς την πανίδα, πυρκαγιές που συμβαίνουν νωρίς το καλοκαίρι έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα και κυρίως στους νεοσσούς που βρίσκονται ακόμα στις φωλιές τους.

Η τεράστια οικολογική καταστροφή έρχεται να προστεθεί σε ένα φαύλο κύκλο καταστροφών που αποδεικνύουν το αυτονόητο, ότι δηλαδή ούτε οι καταστροφές του 2007, ούτε οι ανθρώπινες απώλειες του 2018 δε στάθηκαν ικανές να αλλάξουν το βασικό δόγμα δασοπυρόσβεσης στη χώρα μας, που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πυρκαγιάς μόνο όταν αυτός συμβεί. Πώς συνδέεται όμως η υιοθέτηση μιας προληπτικής πολιτικής με τη ρητινοκαλλιέργεια;

Ορισμένα κωνοφόρα δένδρα, μεταξύ των οποίων και η χαλέπιος πεύκη όταν τραυματιστούν από διάφορες αιτίες (άνεμο, φωτιά, κεραυνό ή κ.ά.) εκκρίνουν ένα πυκνόρρευστο, κολλώδες, άχρωμο υγρό, τη ρητίνη, η οποία καλύπτει την πληγή και προστατεύει το δένδρο από προσβολές. Τη συγκεκριμένη ιδιότητα εκμεταλλεύονται και οι καλλιεργητές όπου ακολουθώντας συγκεκριμένα πρωτόκολλα εξαγωγής και συγκομιδής της ρητίνης από το δέντρο εμπορεύονται το τελικό εξαγόμενο προϊόν. Η ρητινοκαλλιέργεια είναι γνωστή στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων, ενώ αργότερα, στην εποχή του Βυζαντίου στη ρητίνη βασίστηκε το υγρό πυρ και στον αγώνα του ’21 το προϊόν πυρπόλησης του τουρκικού στόλου.

Σήμερα, τα βασικά παράγωγα της ρητίνης είναι το νέφτι και το κολοφώνιο, δύο άκρως περιζήτητα υλικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή χρωμάτων, καλλυντικών, φαρμάκων, ελαστικών αυτοκινήτων, ακόμη και για παρασκευή τσίχλας. Παρά την ευρεία χρήση της ρητίνης που παράγεται από ζώντα δένδρα η παραγωγή της στην Ελλάδα μειώνεται συνεχώς. Στα μεταπολεμικά χρόνια η μεγαλύτερη παραγωγή ρητίνης έγινε το 1961 όπου έφτασε τους 41.000 τόνους και η ποσότητα αυτή αντιπροσώπευε το 3% της παγκόσμιας παραγωγής, με πάνω από 30 εργοστάσια μεταποίησης της ρητίνης να δραστηριοποιούνται στη χώρα. Έκτοτε εμφανίζει πτωτική τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την μέση ετήσια παραγωγή στις μέρες μας να ανέρχεται σε 5.500 τόνους, ενώ στη χώρα μας δραστηριοποιείται μόλις 1 εργοστάσιο μεταποίησης, δημιουργώντας συνθήκες μονοπωλίου στην ελληνική αγορά.

dash-meso-pyropristasias2

Όπως γίνεται αντιληπτό λοιπόν, η στήριξη της ρητινοκαλλιέργειας μπορεί να ενισχύσει την απασχόληση στον πρωτογενή τομέα ενώ ταυτόχρονα θα επέλθει και το ζωντάνεμα της υπαίθρου και των ορεινών περιοχών της χώρας, μετριάζοντας έτσι και το φαινόμενο της αστικοποίησης. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Eπιτροπή, μέχρι το 2050, οι 8 στους 10 πολίτες της Ε.Ε θα κατοικούν σε πόλεις, ένα ποσοστό που από μόνο του καθιστά δυσοίωνο το μέλλον της ελληνικής και ευρωπαϊκής υπαίθρου.

Βέβαια η πιο σημαντική συνεισφορά της ρητινοκαλλιέργειας έγκειται στην προστασία των δασών από την πύρινη λαίλαπα. Το έργο που επιτελούν οι ρητινοκαλλιεργητές είναι τεράστιο, η φυσική παρουσία τους μέσα στα δάση καθ’ όλη τη διάρκεια της ξηροθερμικής περιόδου λειτουργεί αποτρεπτικά για τους εμπρηστές, πολλές φορές δε πυρκαγιές έχουν σβήσει στο ξεκίνημά τους χάρη στη δική τους άμεση επέμβαση. Επιπλέον, για τη διευκόλυνση της εργασίας τους, οι ρητινοκαλλιεργητές αποψιλώνουν τα δέντρα από τον πυκνό υπώροφο και ανώροφό τους, διατηρούν καθαρά δασικά μονοπάτια και δρόμους, δημιουργώντας έτσι ζώνες πυροπροστασίας, μειώνοντας τις πιθανότητες εξάπλωσης της πυρκαγιάς και διευκολύνοντας την πρόσβαση σε απόμερα σημεία του δάσους.

Ως ανταπόδοση στις δασικές τους υπηρεσίες τους παρέχεται πενιχρή κρατική επιδότηση (για κάθε κιλό παραγώμενης ρητίνης), η οποία  όμως παρέχεται ολοένα και πιο μειωμένη και με ολοένα και μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Έτσι, μερικά από τα πάγια αιτήματα τους συμπυκνώνονται γύρω από την αύξηση της επιδότησης, καθώς και την απελευθέρωση της αγοράς που στόχο θα έχει την άμεση προώθηση της παραγόμενης πρώτης ύλης στην εσωτερική και εξωτερική αγορά, χωρίς τη συμβολή διαμεσολαβητών-εμπόρων.

H περίοδος της πανδημικής κρίσης κατά την οποία βιώνουμε την επανεκκίνηση του ρόλου του κράτους ως επενδυτή και ρυθμιστή, αποτελεί και το κατάλληλο momentum για την αύξηση της κρατικής επιχορήγησης στον δασοκομικό αυτό τομέα. Μια κίνηση με πολλαπλές προεκτάσεις, αφού θα προσφέρει την ψήφο εμπιστοσύνης στους νέους ανθρώπους κινητοποιώντας τους να ασχοληθούν με τη ρητινοκαλλιέργεια. Έτσι, εκτός από την τόνωση δυσπρόσιτων και «ξεχασμένων» μέχρι τώρα τοπικών οικονομιών και κοινωνιών, το κράτος θα έχει την ευκαιρία να θέσει τα θεμέλια ενός προληπτικού δόγματος δασοπροστασίας και πυρασφάλειας των ελληνικών δασών. Αυτή τη φορά θα είμαστε με τη σωστή πλευρά της ιστορίας άραγε;

Πηγή εικόνας: https://dasarxeio.com