Οι εκλογές αποτελούν το θεμέλιο της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Μέσω της εκλογικής διαδικασίας ο λαός επιλέγει τους αντιπροσώπους, τους ηγέτες του, ενώ αυτοί λογοδοτούν σε αυτόν. Οι υποψήφιοι ανταγωνίζονται , προκείμενου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, καταρτίζουν προγράμματα, εξαγγέλλουν υποσχέσεις, ανακοινώνουν την ικανοποίηση αιτημάτων και δεσμεύονται στην υπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.
Και ενώ πολλοί είναι εκείνοι που μάχονται να πείσουν τους πολίτες ότι είναι οι καταλληλότεροι για την κατάληψη αξιώματος και συνεπώς κρίνονται από το όραμα τους και την επιτυχημένη μετάδοση και πρόσληψη των ιδεών τους, οι υποψήφιοι που επιδιώκουν την επανεκλογή τους, λογοδοτούν και αξιολογούνται για το έργο τους.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση των ηγετών κρατών, πρωθυπουργών ή προέδρων, θεωρείται ότι ευνοείται η ανανέωση της θητείας λόγω της προβολής και του κύρους που προσδίδει η θέση, αλλά και διότι η παραμονή τους στην εξουσία εκλαμβάνεται ως μέσο διατήρησης της κανονικότητας που έχει εδραιωθεί. Τι μπορεί, όμως, να εγγυηθεί την επανεκλογή τους;
Μία πιθανή απάντηση που θα μπορούσαμε να τεκμηριώσουμε, έστω σε θεωρητικό επίπεδο, είναι η επιτυχής έκβαση πολέμου. Ηγέτες που οδήγησαν στη νίκη τα κράτη τους και θριάμβευσαν με την εξωτερική πολιτική τους, θα μπορούσαν, ίσως, να νιώθουν σίγουροι για την αποδοχή του λαού τους, αφού τον υπηρέτησαν και τον δικαίωσαν στις πιο κρίσιμες στιγμές και συνεπώς, να περιμένουν την έμπρακτη απόδειξη της εμπιστοσύνης τους στις επόμενες εκλογές. Η ιστορία, ωστόσο, μας έχει αποδείξει πως κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο.
Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα ηγετών οι οποίοι παρά την επιτυχημένη διαχείριση εξωτερικών στρατιωτικών κρίσεων, στις εκλογές που ακολούθησαν, έχασαν το αξίωμά τους.

Πηγή Εικόνας: Britannica
Ο George HW Bush είναι ο τελευταίος (προς το παρόν) Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που έμεινε στο Οβάλ Γραφείο για μία μονάχα τετραετία. Έχοντας υπάρξει μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα και στον ΟΗΕ, διευθυντής της CIA και αντιπρόεδρος του Προέδρου Ρήγκαν, ο Bush κατέλαβε το υπέρτατο αξίωμα του αμερικανικού πολιτεύματος το 1989. Δύο χρόνια αργότερα, καθοδήγησε τη μεγαλύτερη συμμαχία που συγκροτήθηκε από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την εξουσιοδότηση των Ηνωμένων Εθνών εναντίον του Ιράκ, μετά την εισβολή και την κατάληψη του Κουβέιτ. Ο Πόλεμος του Κόλπου ολοκληρώθηκε με τη θριαμβευτική νίκη των συμμάχων, οι οποίοι απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και έβαλαν τέλος στις βίαιες επεκτατικές βλέψεις του Saddam Hussein, ηγέτη του Ιράκ. Το στάτους των ΗΠΑ ως υπερδύναμη επιβεβαιώθηκε. Σε μια εποχή, όμως, που το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την εξωτερική πολιτική είχε μειωθεί δραστικά μετά την κατάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το συνακόλουθο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Bush ταυτίστηκε περισσότερο με την οικονομική δυσχέρεια που χαρακτήριζε την περίοδο της προεδρίας του και ανέλαβε την ευθύνης της, παρά με τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου, την οποία δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί υπέρ του. Στις εκλογές του 1992, ο χαρισματικός υποψήφιος των Δημοκρατικών Bill Clinton αναδεικνύεται ο 42ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πηγή Εικόνας: Wikipedia
Ο Winston Churchill υπήρξε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου την πιο κρίσιμη στιγμή του σύγχρονου κόσμου. Πολιτικός και στρατιωτικός με ήδη μακρόχρονη πείρα και την τραγική εμπειρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Churchill ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1940 έως το 1945 και απολάμβανε τεράστια ποσοστά αποδοχής που άγγιξαν το 1945 το 83%. Ως αρχηγός της κυβέρνησης συνασπισμού της Μεγάλης Βρετανίας, ο Churchill πιστώθηκε με την ενορχήστρωση της συμμαχικής νίκης και τη διάσωση της ανθρωπότητας από τη φρίκη της ναζιστικής κατάκτησης και κυριαρχίας. Η στρατιωτική νίκη ήταν η απόλυτη «εμμονή» του και η στρατηγική ιδιοφυΐα του τον κατέστησε ήρωα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, ωστόσο, αποδείχθηκε και το σοβαρότερο μειονέκτημα του: ένας ηγέτης που διαπρέπει στον πόλεμο και ολοκληρώνει τον υπέρτατο σκοπό του, τι θέση μπορεί να έχει στην μεταπολεμική πολιτική; Παρ’ όλο που τα αιτήματα του βρετανικού λαού για κοινωνική μεταρρύθμιση γίνονταν ολοένα και εντονότερα, ο Churchill απέφευγε τη λήψη αποφάσεων πριν τη διεξαγωγή νέων εκλογών, για τις οποίες οι μελετητές προέβλεπαν άλλη μία διθυραμβική νίκη του «Πατέρα της Νίκης», Churchill, και των Συντηρητικών. Τελικώς, τον Ιούλιο του 1945, ο Clement Attlee των Εργατικών γίνεται πρωθυπουργός της μεταπολεμικής Μεγάλης Βρετανίας.

Πηγή Εικόνας: Wikipedia
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές. Διακρίθηκε για την πολιτική και επαναστατική του δράση στο Κρητικό Ζήτημα και προσκλήθηκε από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο να αναλάβει το αξίωμα του πρωθυπουργού στην Ελλάδα το 1910. Μέχρι το θάνατό του, στιγμάτισε την πολυτάραχη πορεία της χώρας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η οποία κλήθηκε να διαχειριστεί αλλεπάλληλες κρίσεις και προκλήσεις. Μετά τη νικητήρια έκβαση των δύο Βαλκανικών Πολέμων που ικανοποίησαν τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας, το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η χώρα, έφεραν το Βενιζέλο σε μετωπική κρίση με το βασιλιά Κωνσταντίνο Α’. Ο συνακόλουθος Εθνικός Διχασμός χώρισε τον ελληνικό λαό σε δύο παθιασμένα στρατόπεδα και την Ελλάδα σε δύο κράτη μετά τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους από το Βενιζέλο με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από την Αντάντ. Ο Βενιζέλος πέτυχε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων το 1917 και από την πλευρά των νικητών το 1919 δημιουργεί την Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» με τη Συνθήκη των Σεβρών. Ωστόσο, η τιτάνια διπλωματική επιτυχία που εκπλήρωσε τη Μεγάλη Ιδέα δεν μπορούσε να γεφυρώσει την πόλωση στην πολιτική ζωή της χώρας. Την 1η Νοεμβρίου του 1920, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου καταλαμβάνουν το 50,3% των ψήφων, οι οποίες λόγω του καθορισμού των εκλογικών περιφερειών αντιστοιχούσαν σε 118 έδρες από της 363. Η Παλιά Ελλάδα στήριξε με σθένος τους αντιβενιζελικούς και με το 49,36% των ψήφων, και τις αντίστοιχες 260 έδρες, ανέδειξε το Δημήτριο Γούναρη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης πρωθυπουργό.
Σήμερα, οι κρίσεις που καλούνται να διαχειριστούν οι ηγέτες σπάνια αφορούν στον πόλεμο, έστω με την «κλασική» μορφή του. Πάντα, ωστόσο, θα εμφανίζονται νέες απειλές, με τις οποίες τα κράτη θα πρέπει να αναμετρηθούν για να προστατεύσουν το λαό τους. Η επέλαση της πανδημίας του COVID-19 παγκοσμίως και η μάχη για την αντιμετώπισή της μπορούν να χαρακτηριστούν ένα νέο είδος πολέμου, ενάντια σε έναν αόρατο και, προς το παρόν, αήττητο εχθρό. Τι συνιστά τη νίκη απέναντι σε αυτήν την πρωτόγνωρη κρίση; Μικρός αριθμός κρουσμάτων; Νεκρών; Γρήγορο άνοιγμα της οικονομίας; Διαχειρίσιμη δημοσιονομική κρίση; Οι επόμενες εκλογές σε κάθε χώρα θα ορίσουν το περιεχόμενο της «νίκης» και θα καταδείξουν εάν αυτή αρκεί ή όχι για την παραμονή των ηγετών στην εξουσία.