Του εξωτερικού  συνεργάτη, Γιώργου Σμαΐλη

Σε μία Ευρώπη η οποία προσπαθεί να συνέλθει από το χρηματοοικονομικό σοκ του 2007-8 και να αντιμετωπίσει τα ακόμη βαθιά προβλήματά της (ανεργία, ανισότητες, υπογεννητικότητα), ήρθε να προστεθεί και η υγειονομική κρίση του νέου κορωνοϊού. Αυτή η αναπάντεχη μεταδοτικότητα της νόσου που ξεκίνησε από την Κίνα, τελικά έφτασε στις πύλες της ανυποψίαστης και, όπως αποδείχθηκε, απροετοίμαστης ΕΕ, τα κράτη και τα όργανα της οποίας διακαώς επεξεργάζονται σχέδια και προτάσεις αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας, τόσο σε ιατρικό – υγειονομικό επίπεδο, όσο και σε οικονομικό – κοινωνικό. Ας μη λησμονήσουμε πως, για δεκαετίες, τα πλούσια κράτη του Βορρά, προεξαρχούσης της Γερμανίας, προκρίνουν μία οικονομική πολιτική απορρύθμισης των αγορών, ελάττωσης του προνοιακού κράτους και περιορισμού των δημοσίων δαπανών εντός της Ευρωζώνης,  ο οποίος προωθεί τα οικονομικά της συμφέροντα, εις βάρος του γενικού συμφέροντος και της ανάπτυξης των κρατών – μελών της Ένωσης, η οποία τύποις προάγει την αλληλεγγύη, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, τον ανθρωπισμό και τον σεβασμό. Αν και η πρωτοβουλία των 9 κρατών μελών υπό την αιγίδα της Γαλλίας να προτείνουν διαμοιρασμό των βαρών μέσω έκδοσης ευρωπαϊκού ομολόγου συνάντησε την άρνηση της Αυστρίας, της Δανίας και της Ολλανδίας, φαίνεται πως η ΕΕ επεξεργάζεται μία λύση συμβιβασμού μεταξύ των χωρών του ταλαιπωρημένου Νότου και του πλούσιου – άτεγκτου Βορρά.

Στον απόηχο της αναστολής του περιοριστικού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του νέου προγράμματος της ΕΚΤ για αγορά περιουσιακών στοιχείων (PEPP) ύψους 750 δις ευρώ, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν πρότεινε στην Καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ , η οποία τελικά και δέχθηκε, τη δημιουργία ενός εκτάκτου ταμείου διάσωσης και ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας με άντληση δανειακών κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ύψους 750 δις ευρώ, από την ίδια την Ένωση και εξ ονόματος των κρατών-μελών. Το εν λόγω ποσό στα πλαίσια της πρότασης Μακρόν, η οποία βρήκε τη θετική ανταπόκριση και έγκριση της Επιτροπής, πρόκειται να κατανεμηθεί στα κράτη υπό τη μορφή επιχορηγήσεων ύψους 550 δις και υπό τη μορφή δανείων ύψους 250 δις. Στη συνέχεια, τα κράτη – μέλη θα πρέπει να καταθέσουν εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα οποία θα συμφωνηθούν με την Επιτροπή και στα οποία θα θέτουν συγκεκριμένα ορόσημα για την εκταμίευση των δόσεων της χρηματοδότησης. Η όλη διαπραγμάτευση που διεξάγεται στα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών συναντά κάποιες ενστάσεις που εγείρουν κάποια κράτη, πχ Γερμανία, Ολλανδία, Δανία, Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία, καθώς επιθυμούν το ποσό των 750 δις να κατανεμηθεί κυρίως με τη μορφή δανείων υπό όρους, ώστε να μην επιβαρυνθεί πολύ ο κοινός προϋπολογισμός με αυξημένες τις εθνικές εισφορές σε αυτόν. Σε ένα πιο συμβιβαστικό πνεύμα κινούνται οι Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα.

Εν μέσω λοιπόν αυτής της κατάστασης αντιθέσεων και ενστάσεων, ενώ η οικονομική, κοινωνική και ίσως πολιτική σταθερότητα (βλ. Ιταλία) απειλείται με κλυδωνισμούς, διεξήχθη τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων ηγετών στις 19 Ιουνίου 2020, ενώ στα μέσα Ιουλίου αναμένεται να συναντηθούν δια ζώσης οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες, με στόχο να καταλήξουν σε συνολική συμφωνία για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) της περιόδου 2021-2027, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης της οικονομίας.  Θέλοντας να κατευνάσει τα πνεύματα, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, εξέφρασε την αισιοδοξία του για την αναδυόμενη συναίνεση, χωρίς να υποτιμά τις όποιες ενδοενωσιακές διαφωνίες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν,  η οποία χαιρέτισε τη βούληση των ηγετών για συμφωνία, ενώ επισήμανε ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε τις διαφωνίες και να φτάσουμε σε συμφωνία, αρκεί να μην χάσουμε, όπως είπε, τη μεγάλη εικόνα. Επιπλέον, στην τηλεδιάσκεψη έλαβε μέρος και η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία έκανε έκκληση στους ηγέτες να λάβουν αποφάσεις το συντομότερο. Η οικονομία βιώνει μια δραματική συρρίκνωση, με υποχώρηση του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο της τάξης του 13%, ενώ η συνολική ύφεση το 2021 θα κυμανθεί στο 8,7%, ανέφερε, προσθέτοντας ότι όσο πιο γρήγορα ληφθούν οι αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, τόσο νωρίτερα θα ξεκινήσει η αναθέρμανση της οικονομίας.

Όσον αφορά την Ελλάδα, το σχέδιο της Επιτροπής προβλέπει την καταβολή 22 περίπου δις επιχορηγήσεων και 10 δις  περίπου δανείων υπό όρους, όπως διεμήνυσε ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις. Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στους Financial Times, χαιρέτισε την πρόταση της Επιτροπής και το κομμάτι που αφορά τη χώρα μας, αλλά  τόνισε πως δε θα δεχθεί την επιβολή αυστηρών όρων, καθώς νωπές είναι οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια των προγραμμάτων λιτότητας στα οποία υπάχθηκε η Ελλάδα. Η εν λόγω επισήμανση του Αντιπροέδρου ώθησε κάποιες πολιτικές δυνάμεις της Χώρας (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΜΕΡΑ25) να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην επιβολή όρων και ενισχυμένης εποπτείας στην πρόσβαση στο ποσό των 32 δις, ενώ ο Γιάνης Βαρουφάκης με την ιδιότητα του οικονομολόγου προειδοποίησε στη Βουλή την κυβέρνηση πως θα υπάρξει κρατικό έλλειμα 24 δις στους επόμενους 18 μήνες και θα επιβληθεί αναγκαίο πακέτο λιτότητας για 2 με 3 έτη 5 δις ανά έτος.

Συμπερασματικά, η κρίση του COVID-19 φέρνει στην επιφάνεια δομικά, λειτουργικά, θεσμικά και οικονομικο – κοινωνικά προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί πολλά χρόνια. Η συμφεροντολογική αδιαλλαξία του Βορρά, η μονολιθικότητα της Γερμανίας στη λιτότητα, η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κυρίως του Νότου, από τη σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία και έλεγχο και η περιθωριοποίηση της βούλησης και των συμφερόντων κάποιων κρατών, που έπαιξαν κομβικό ρόλο στο ενοποιητικό εγχείρημα, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας, οδηγούν την ΕΕ σε μία άνευ προηγουμένου κρίση ζωτικής σημασίας για την ίδια, καθώς όσο και αν φοβάται την άνοδο των καλουμένων «ευρωσκεπτικιστικών» δυνάμεων, τελικά δια της γραφειοκρατικής απραγίας και της θεσμικοπολιτικής της δυσλειτουργικότητας διακινδυνεύει τη σταθερότητα και τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών και κρατών, ενώ η επιβίωση της ίδιας τίθεται εν αμφιβόλω, σε μέρες, που η εμπιστοσύνη των λαών προς το όραμα και τη δομή της ενωμένης Ευρώπης όλο και ταχύτερα διαρρηγνύεται.