Ο Πήτερ Σάφερ το 1979 εκμεταλλεύεται μια φήμη περί δολοφονίας του Μότσαρτ από τον Ιταλό μουσικοσυνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, ο οποίος δε μπορούσε να δεχτεί πως το ταλέντο του νεαρού Αμαντέους θα μείνει για πάντα στην ιστορία, επισκιάζοντας τη δική του τέχνη.
Τι πιο πανούργο λοιπόν, από το να τον αφήσει στην αφάνεια, να του κλείσει κάθε πόρτα εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως αρχιμουσικός στην αυτοκρατορική αυλή, να τον υπονομεύσει, ακόμα και να τον φονεύσει. Δημιουργεί έτσι, το έργο του ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ.
πηγή εικόνας: LadyLike
Στην παράσταση παρακολουθεί κανείς έναν Σαλιέρι, να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, με τους προσωπικούς του δαίμονες. Να θέλει να αποδεχτεί τη μετριότητα της μουσικής του και τις προσωπικές του αποτυχίες για την ερωτική του ζωή, αλλά να μη τα καταφέρνει. Την ίδια στιγμή παρατηρούσε ένα χυδαίο και υπερσεξουαλικό νεαρό με τα μισά του χρόνια, να μεγαλουργεί, να συνθέτει το ένα αριστούργημα μετά το άλλο και να κάνει ακόμα και το βασιλιά να αλλάζει τα όσα μέχρι τώρα είχε θεσπίσει για την όπερα και τη δομή της.
Αν η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου είχε σκοπό να ρίξει φως στις σκοτεινές πτυχές της εσωτερικότητας μας και των ζοφερών μας σκέψεων και να πέρασει βαθιά μηνύματα αποδοχής του εαυτού μας, δυστυχώς ο στόχος δεν επιτεύχθηκε πλήρως.
Η όλη προσπάθεια φάνηκε τουλάχιστον επιφανειακή, καθώς δεν κατάφερε να κάνει το θεατή να συναισθανθεί, να κατανοήσει βαθιά την εν λόγω ταλάντευση μεταξύ καλού με κακό, «Εαυτού με Εαυτό», όπως ο ίδιος υπογραμμίζει.
πηγή εικόνας: elculture
Ο N. Ψαρράς στο ρόλο του Σαλιέρι, αλλά και το συνολικό χτίσιμο του συγκεκριμένου ρόλου, επισκιάζει τελικώς, το χαρακτήρα του Μότσαρτ, κάνοντας τον τελευταίο να ξεχωρίζει περισσότερο στα μάτια του κοινού για την ικανότητα του στο πιάνο, παρά για την υποκριτική του δεινότητα.
Το σκηνικό οικοδόμημα υπερέλαμψε ως προς την παρουσία της ορχήστρας (2 βιολιά, 1 τσέλο, 1 βιόλα, 1 κοντραμπάσο), η οποία είχε πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της παράστασης. Οι μουσικοί ανταπεξήλθαν εξαιρετικά, ντύνοντας το θεατρικό κείμενο με ανατριχιαστικές μελωδίες του Αυστριακού συνθέτη, κάνοντας στιγμές – στιγμές τη μουσική περισσότερο ενδιαφέρουσα από την πρόζα.
Ο έμπειρος πια Ν. Ψαρράς, ξεπέρασε για ακόμη μια φορά τις προσδοκίες μας, με τη σταθερότητα του λόγου του και την υιοθεσία της «πονηριάς», για τον ζηλόφθονο χαρακτήρα που κλήθηκε να υποδυθεί, ισορροπώντας ανάμεσα σε σκοτεινές και κωμικές πτυχές του ρόλου.
πηγή εικόνας: in2life
Ο Γιάννης Νιάρρος εντυπωσίασε τόσο με τις μουσικές του γνώσεις, όσο και με την απλότητα με την οποία «έντυσε» τον Αμαντέους, φροντίζοντας να μην παρουσιάσει λανθασμένα μια λαϊκότροπη φιγούρα. Φαίνεται ωστόσο, να μένει δίχως την εξέλιξη που ζητάει από το πρόσωπο το κείμενο, γεγονός για το οποίο φέρει ευθύνη και ο σκηνοθέτης.
Ικανοποιητικοί ως προς την απόδοση των ρόλων τους υπήρξαν η Μαίρη Μηνά ως Κωστάνς και ο Γιάννης Κότσιφας ως Αυτοκράτορας, με μόνη ίσως αδυναμία του τελευταίου την απρόσεκτη διαχείριση της έντασης της φωνής του, σε σκηνές που απαιτούσαν μεγαλύτερη επιβλητικότητα.
Ευρηματικές και αναπόσπαστες από το σύνολο της παράστασης τόσο οι ενδυματολογικές επιλογές της Όλγας Μπρούμα, όσο και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, ειδικότερα στις σκηνές μονολόγου του –ντυμένου στα χρυσά– Σαλιέρι.
Από το Αμαντέους μπορεί κανείς να κρατήσει το πως οι ανθρώπινες αδυναμίες μπορούν να γίνουν καταστροφικές για τους γύρω μας, και ακόμη χειρότερα δηλητηριώδεις για εμάς τους ίδιους …