Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μαρίας Νοφκίδου,
«Τι κι αν εσύ είσαι εκεί ψηλά, Κι εγώ στη γη εδώ κάτω, Δική μου είναι η ζωή, Την κάνω άνω- κάτω».
Λίγο η μελαγχολία του Σεπτέμβρη, λίγο η φύση των ανθρώπων να αναλύουν υπαρξιακά ζητήματα, λίγο οι συγκυρίες και τα βιώματα του καθενός. Είναι τελικά όλα αυτά μαζί που σε κάνουν κάποια στιγμή να σκεφτείς ότι ήρθε η ώρα να πεις «αντίο», ενώ εσύ είχες μείνει στο «καλωσόρισμα».
Είναι αντιληπτό ότι πολλές φορές η πραγματικότητα είναι σκληρή. Άλλοι αγωνίζονται για την επιτυχία, άλλοι για την επιβίωση και οι δυο όμως με πολύωρη εργασία στην οικοδομή, στο γραφείο και στο σπίτι -πολλές φορές μάλιστα μια απασχόληση δεν είναι αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες μιας οικογένειας-, ελάχιστος προσωπικός χρόνος και ατέλειωτες υποχρεώσεις. Υπάρχουν μέρες που επισκέπτεσαι το σπίτι μόνο για να αλλάξεις ρούχα ή για να ετοιμάσεις νέα βαλίτσα για το επόμενο επαγγελματικό ταξίδι ή μονάχα για τη βραδινή ξεκούραση.
Πνίγεσαι στις δοκιμασίες της καθημερινότητας και εθελοτυφλείς σε ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω σου. Συχνά, μάλιστα, δίνεις σημασία σε καταστάσεις που δεν αξίζουν την προσοχή σου.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πίεσης, λοιπόν, εύκολα ξεχνάς τους δικούς σου ανθρώπους, αυτούς που σε νοιάζονται, που σε στηρίζουν, κοπιάζουν και κάνουν θυσίες για σένα. Αυτούς που δεν θα σε ξεχάσουν ποτέ στα γενέθλιά σου, που πάντα θα ρωτήσουν τα νέα σου και θα σου μιλήσουν με τα πιο γλυκά λόγια. Εκείνα της καρδιάς. Αυτούς που χαίρονται με την πρόοδό σου και ας αισθάνονται παραμελημένοι ή μόνοι, κι ας μη τους πάρεις τηλέφωνο όταν είναι άρρωστοι, κι ας τους επισκέπτεσαι κάθε φορά στα πεταχτά, κι ας τους κλείνεις το τηλέφωνο, γιατί «δεν έχεις χρόνο για κουβέντες» ή λέγοντας ότι θα πάρεις αργότερα, κι όμως δεν παίρνεις ποτέ.
Πρόσεξε όμως, γιατί καθετί λαμβάνει το νόημα και τη βαρύτητα που εσύ του δίνεις, ο χρόνος όμως είναι αμείλικτος. Και ίσως κάποια στιγμή, εκείνος ο αριθμός να μην ξαναεμφανιστεί στην οθόνη του κινητού σου. Και όσο δυνατά κι αν κλάψεις δεν θα ακουστείς, γιατί θα είναι πια αργά. Και τότε είναι που αναρωτιέσαι τι έχεις «χάσει». Ξέρεις, όσο και αν το νομίζεις, δεν είναι άτρωτοι, ούτε διαθέτουν υπερφυσικές ιδιότητες-κι ας είναι οι δικοί σου ήρωες –.Μεγαλώνουν μαζί σου, γίνονται πιο ευάλωτοι. Τα σημάδια του χρόνου είναι εκεί κι ας τα αγνοείς. Το σώμα κουράζεται πια, οι κινήσεις γίνονται πιο αργές, οι αντοχές μειώνονται.
Όμως δεν είναι μόνο ο θάνατος που χωρίζει τους ανθρώπους. Κάθε μεγάλος αποχωρισμός είναι αυτό που εγώ ονομάζω «μικρό θάνατο». Μεγαλώνεις με ανθρώπους γύρω σου, δημιουργείς μια πλημμύρα αναμνήσεων, ονειρεύεσαι και κάνεις σχέδια για το μέλλον, καμιά φορά ίσως και να θεωρείς δεδομένη την ύπαρξή τους στη ζωή σου
Όμως πάλι ξεχνάς τα απρόοπτα της ζωής. Και αυτή η κοινότυπη, πλέον, έκφραση «να βρεθούμε να πιούμε έναν καφέ», ίσως τελικά είναι μόνο μια ευχή παρά πραγματική πρόταση. Ίσως και να είναι το πρακτικό αντίκρυσμα της αντίληψης «έλα μωρέ, αφού έχουμε καιρό». Ώσπου κάποια στιγμή έρχεται εκείνη η συνάντηση στο αεροδρόμιο, εκείνες οι ευχές για ένα νέο ξεκίνημα, τα συγκινημένα μάτια, η σφιχτή αγκαλιά. Ίσως η τελευταία αληθινή αγκαλιά, η τελευταία φορά που βρίσκεσαι κοντά σε έναν από τους πρωταγωνιστές των παιδικών σου χρόνων.
Αν κάτι, λοιπόν, αξίζει να συγκρατήσεις, αυτό θα ήταν να μη χάνεις την ευκαιρία να δείχνεις τα συναισθήματά σου σε αυτούς που αγαπάς. Πριν να είναι αργά, πριν χτυπήσει εκείνο το ξαφνικό τηλέφωνο, πριν ακούσεις το «φεύγω», πριν μετανιώσεις για κάτι που ήθελες, αλλά δεν πρόλαβες να εκφράσεις. Γιατί θέλουμε και οφείλουμε να δίνουμε αγάπη σε όλους.
Και επειδή ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτούς που μας πρόσφεραν την δική τους. Κάνε το πράξη στην ζωή σου. Συνειδητά, κάτσε και σχεδίασε. Θυμήσου που έχεις αφήσει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, σε ποιους χρωστάς μια συγνώμη, σε ποιους ένα φιλί, ένα ευχαριστώ. Μην το αναβάλεις. Σήμερα είμαστε, αύριο όχι.