Άρθρο του αναγνώστη μας, Φώτη Κάσδαγλη*,
Διαχρονικός σκοπός της επένδυσης ήταν η μελλοντική πρόσοδος, την οποία θα λάμβανε ο επενδυτής.
Πάντοτε ο επιχειρηματικός κόσμος ενδιαφερόταν για την απόδοση της επένδυσης και όχι για τις επιπτώσεις της τελευταίας στο κοινωνικό σύνολο. Πράγματι η σύνδεση κερδοφορίας – επένδυσης , μέσα στα χρόνια, ήταν τόσο έντονη, που βασικό κριτήριο ανάληψης μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας αποτελούσε το κόστος ευκαιρίας της, τα κέρδη τα οποία θα απέφερε (μεταφρασμένα σε χρήμα στο παρόν), καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αυτά θα εισπραχθούν.
Ωστόσο οι αλλεπάλληλες οικονομικές και ενεργειακές κρίσεις και η όξυνση του προβλήματος μόλυνσης του πλανήτη έχουν οδηγήσει τον επιχειρηματικό κόσμο να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της οικονομικής πραγματικότητας, αποκτώντας μία νέα, πιο «ηθική» διάσταση και αποβάλλοντας αργά αλλά σταθερά τη «ρετσινιά» των παλαιακών επενδυτικών προτύπων.
Γέφυρα για τη μετάβαση στην πράσινη αυτή επανάσταση αποτελούν οι επενδύσεις αντικτύπου (Impact Investing).
Το Impact investing εκφράζει κάθε επένδυση που αποσκοπεί σε ουσιώδες, θετικό, περιβαλλοντικό ή κοινωνικό αποτύπωμα, παράλληλα με το επιθυμητό οικονομικό όφελος του επενδυτή. Έτσι λοιπόν ένας εν δυνάμει επενδυτής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να επενδύσει υπέρ της κατασκευής ανεμογεννητριών για την παραγωγή αιολικής ενέργειας έναντι μιας κατά τα άλλα κερδοφόρας καπνοβιομηχανίας, συντελώντας με το τρόπο αυτό στην μείωση της θνησιμότητας που προκαλεί το κάπνισμα.
Πώς έγινε η αρχή;
Οι επενδύσεις αντικτύπου συναντώνται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης (17ος-18ος αι) υπό τη μορφή της εταιρικής ευθύνης (ΕΚΕ), όπου Άγγλοι βιομήχανοι υιοθέτησαν τον ρόλο του κοινωνικού αρωγού, αυξάνοντας τη φιλανθρωπική τους δράση.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) οι επιχειρήσεις παρέδωσαν την «φιλανθρωπική» σκυτάλη στο κοινωνικό κράτος του Keyns και Beveridge, το οποίο κρίθηκε καταλληλότερο να σηκώσει στους ώμους του το δυσβάσταχτο κοινωνικό κόστος (ανεργία, έλεγχος τιμών της Αγοράς, κτλπ).
Μετά από δυο πετρελαϊκές κρίσεις, την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, τις κρίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις, η εικόνα αυτή άλλαξε. Τα χρόνια που ακολούθησαν στιγματίστηκαν έντονα από το δόγμα Reagan – Thatcher (19ος αι.), σύμφωνα με το οποίο το κράτος έπρεπε να τεθεί σε αδράνεια, σαν ένα «κουτσό άτι του ιπποδρόμου», ανίκανο πια να επιτελέσει τον σκοπό του.
Συνεπώς το πρότυπο της Ελεύθερης Αγοράς αναδύθηκε για άλλη μία φορά από τις στάχτες του παρελθόντος, έτοιμο να πάρει τη θέση του άλλοτε ενεργού κράτους πρόνοιας. Ως αποτέλεσμα παρατηρείται η αυστηροποίηση των όρων λειτουργίας του καπιταλισμού, η αδιάκοπη αναζήτηση περισσότερων βραχυπρόθεσμων κερδών από τις επιχειρήσεις, οι ακραίες στρατηγικές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η όξυνση των ταξικών διαφορών και ο παραγκωνισμός του προτύπου της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Τα τελευταία 30 χρόνια αυτό το πρότυπο (του καπιταλισμού), έχει επιφέρει καταστροφικές συνέπειες, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Ωστόσο, η πανδημία της COVID-19 ήρθε, για να αλλάξει τη ροή της ιστορίας, αφού έμελλε να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη αφύπνισης των επιχειρήσεων και της ευαισθητοποίησής τους γύρω από τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό τους ρόλο.
Έδωσε έτσι και μια νέα πνοή στην οικονομική σχεδία της παγκόσμιας Αγοράς, οδηγώντας τη σε μία πραγματική και αειφόρο, πράσινη ανάπτυξη.
* Ο Φώτης Κάσδαγλης είναι τελειόφοιτος του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.