Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Εμμανουήλ Πανανά,

«Γίναμε Κολομβία». Μία έκφραση, υποτιμητικής χροιάς, που έχει διατυπωθεί κατά καιρούς, τόσο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της χώρας, από το βήμα της Βουλής σε επίσημες τοποθετήσεις μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού, όσο και στην καθημερινότητα από τους απλούς πολίτες στις διαπροσωπικές τους συζητήσεις.

Τι συνέβη, όμως, ώστε μία τροπική χώρα της Λατινικής Αμερικής να φτάσει να γίνει συνήθης έκφραση στα χείλη των κατοίκων ενός κράτους σχεδόν 10 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά;

Η λέξη κρίση, από τα μέσα του εικοστού αιώνα, μέχρι και τις μέρες μας, είναι σχεδόν ταυτόσημη για την Κολομβία, όπως και για τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Από τις 27 Μαΐου του 1964, μέχρι και πρόσφατα, με μικρά διαλείμματα και εκεχειρίες, η Κολομβία έχει βυθιστεί σε έναν, ενίοτε άτυπο, και ενίοτε στα όρια του επίσημου, Εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος έχει λάβει την ονομασία «Κολομβιανή Διαμάχη» (“Colombian Conflict”) ή «Ένοπλη Εσωτερική Διαμάχη της Κολομβίας» (“Conflicto armado interno de Colombia”).

Η «Κολομβιανή Διαμάχη», αποτελεί κατά κύριο λόγο έναν, χαμηλής έντασης, ασύμμετρο πόλεμο, μεταξύ των επίσημων κυβερνητικών αρχών της χώρας, εγκληματικών οργανώσεων, που έχουν ως κύρια δράση την εμπορεία ναρκωτικών ουσιών και πυροβόλων όπλων, ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων και ακροαριστερών αντάρτικων ομάδων, με βασικότερες τις «Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας» (“FARC”), τον «Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό» (“ELN”) και τον «Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό» (“EPL”).

Όλα αυτά τα αντιμαχόμενα μέρη συγκρούονται εδώ και δεκαετίες μεταξύ τους, προκειμένου να αυξήσουν, όσο δύναται περισσότερο, την επιρροή και κυριαρχία τους στο εσωτερικό του κράτους. Επιπρόσθετα, πέρα από τους εσωτερικούς δρώντες, γίνονται εμφανείς και μερικοί εξωγενείς παράγοντες που έχουν συμβάλει στην όξυνση ή άμβλυνση της κρίσεως κατά καιρούς.

επεισόδια στην Κολομβία το 2019

Πηγή: AP Photo/Fernando Vergara

Οι σημαντικότεροι από αυτούς αποδεικνύονται διάφορες πολυεθνικές εταιρίες, με συμφέροντα είτε εντός της Κολομβίας είτε σε ευρύτερους περιφερειακούς ή διεθνείς τομείς που επηρεάζονται από την κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με έντονη δράση ειδικά κατά την περίοδο ακμής του γνωστού μεγαλέμπορου ναρκωτικών, και ηγέτη ενός από τα σκληρότερα καρτέλ που έχουν υπάρξει, Pablo Escobar, η Κούβα μέσω της υποστήριξης των ποικίλλων ακροαριστερών αντάρτικων ομάδων και, φυσικά, η εκτεταμένη βιομηχανία διακίνησης ναρκωτικών, με κυριότερο εμπορεύσιμο προϊόν την κοκαΐνη.

Η αιματηρή διαμάχη αυτή, η οποία κρατεί εδώ και σχεδόν 57 χρόνια ακατάπαυστα, σύμφωνα με επίσημες πηγές και έρευνες έχει στοιχίσει την ζωή σε περισσότερους από 220 χιλιάδες ανθρώπους (εκτίμηση Εθνικού Κέντρου για την Ιστορική Μνήμη της Κολομβίας για την περίοδο 1958-2013), εκ των οποίων τη συντριπτική πλειονότητα (81%) αποτελούν άμαχοι.

Επιπλέον, πάνω από 6 εκατομμύρια πολίτες, εκ των οποίων 2,5 εκατομμύρια παιδιά έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους τα τελευταία 35 χρόνια, αριθμός που κατατάσσει την Κολομβία στην δεύτερη θέση σχετικά με τον αριθμό εσωτερικά εκτοπισμένων ανθρώπων (Internally Displaced Persons – “IDPs”), πίσω μονάχα από την Συρία. Σε απόλυτους αριθμούς υπολογίζεται πως σχεδόν το 20% του πληθυσμού έχει επηρεαστεί άμεσα από τις διαμάχες και τα αποτελέσματα του πολέμου.

Φτάνοντας στο σήμερα, δύο γεγονότα κρίνονται ως τα σημαντικότερα που εξύψωσαν ξανά την ισχύ των εχθροπραξιών.

Πρώτον, η σύλληψη του φερόμενου ως αρχηγού ενός από τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών, του «Καρτέλ του Κόλπου», νούμερο ένα καταζητούμενου των Κολομβιανών αρχών με επικήρυξη σχεδόν 24 εκατομμύρια ευρώ, Gustavo Adolfo Álvarez Téllez, στις 25 Απριλίου 2020 με αφορμή την διεξαγωγή ενός πολυτελούς πάρτι, σε αντίθεση με τα μέτρα αποτροπής της διασποράς και προστασίας κατά του COVID-19.

κολομβιανές αστυνομικές δυνάμεις

Δεύτερον, οι συνεχόμενες διαδηλώσεις που ξεκίνησαν να διαδραματίζονται στις 28 Απριλίου 2021, αποτελώντας οργανική συνέχεια των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων του 2019, και μαίνονται καθημερινά και ακατάπαυστα, τόσο στην πρωτεύουσα Μπογκοτά, όσο και σε πολλά ακόμα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Μεδεγίν.

Έναυσμα των διαδηλώσεων αποτελεί η αύξηση της φορολογίας σε βασικά αγαθά, αγαθά πρώτης ανάγκης και μικρομεσαία εισοδήματα, σε αντίθεση με την ελάφρυνση των μεγάλων εισοδημάτων, ενόψει της έξαρσης του τρίτου επιδημιολογικού κύματος διασποράς του COVID-19 στην χώρα. Παρά την απόσυρση του αμφιλεγόμενου αναθεωρητικού φορολογικού νομοσχεδίου οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν με περισσότερη ένταση, λόγω των φαινομένων βάναυσης καταστολής και της ολοένα αυξανόμενης αστυνομικής βίας που έχει παρατηρηθεί.

Κάτι περισσότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη των διαδηλώσεων το αποτέλεσμα της εκτεταμένης βίας και σύγκρουσης έχει επιφέρει ως απότοκο τον θάνατο 59 διαδηλωτών και τον ελαφρύτερο ή σοβαρότερο τραυματισμό σχεδόν 2.300 πολιτών και μελών των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας. Ακόμα, έντονη είναι η ανησυχία από την διεθνή κοινότητα εξαιτίας των αποκαλύψεων για δεκάδες σεξουαλικές κακοποιήσεις γυναικών από μέλη των αστυνομικών δυνάμεων και για εισβολές στρατευμάτων σε γειτονιές, κυρίως ταυτισμένες με αντικυβερνητικό στίγμα, των μεγάλων αστικών πόλεων, μετατρέποντάς τις σε πραγματικό πεδίο μάχης.

Φαίνεται πως η Κολομβία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, το οποίο πρέπει να διαβεί, το συντομότερο δυνατόν, προκειμένου να διασωθεί ό,τι περισσότερο γίνεται από την κοινωνική συνοχή και τις δημοκρατικές πτυχές της χώρας, προτού βυθιστεί πλήρως, ξανά, σε ένα κύκλο αιματηρής, τραγικής αβύσσου. Στο σημείο έντασης που φαίνεται να βρίσκονται οι αντιμαχόμενες πλευρές, μόνο το μέλλον και οι ορθολογικές, συμφέρουσες για το κοινωνικό σύνολο και όχι το ίδιον όφελος, αποφάσεις των εμπλεκομένων θα δείξουν την πορεία της κληρονομιάς του εθνάρχη και απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής, Σιμόν Μπολίβαρ.

Πηγή αρχικής εικόνας: Al Jazeera