Του εξωτερικού συνεργάτη, Σταύρου Κοροβέση,

Το δίκτυο Natura 2000 ιδρύθηκε τον Μάιο του 1992 με την υιοθέτηση της Οδηγίας για τους Οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ) η οποία συμπληρώνει την Οδηγία για τα Πουλιά (79/409/ΕΟΚ).

Σήμερα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ε.Ε. για τη διατήρηση της φύσης, ενώ το δίκτυο αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών:

  • Τις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» (Special Protection AreasSPA), για τη διατήρηση των άγριων πτηνών.
  • Τις «Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ)» (Special Areas of Conservation), που στόχο έχουν να διασφαλίσουν την αξιόλογη κατάσταση διατήρησης τόσο των οικοτόπων, όσο και των ειδών (φυτών και ζώων) που βρίσκονται στη λίστα των παραρτημάτων της Οδηγίας για τους Οικοτόπους.

Οι παραπάνω  ζώνες στη χώρα μας καλύπτουν επιφάνεια ίση με 36.000 km2 -27.3% της χερσαίας έκτασης της χώρας – με το αντίστοιχο ποσοστό χωρικής κάλυψης των περιοχών Natura να κυμαίνεται από 8.4% έως 37.8% μεταξύ των διάφορων ευρωπαϊκών χωρών. Σε επίπεδο παροχής προστασίας στην Ελλάδα, στις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας» συγκαταλέγονται το 33.4% των απειλούμενων ειδών (άγριων πτηνών), και στις «Ειδικές Ζώνες Διατήρησης» όπου συγκαταλέγονται το 38.1% των απειλούμενων ειδών (ζώων και φυτών). Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι παρόλο το σχετικά μικρό μέγεθος της χώρας μας που αποτελεί μόλις το 3% της συνολικής έκτασης της Ε.Ε, η Ελλάδα συμβάλει σημαντικότατα στην ευρωπαϊκή βιοποικιλότητα, με το 32% των γνωστών ευρωπαϊκών ειδών να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στη χώρα μας (Αραβανόπουλος 2010), έχοντας παράλληλα το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό απειλούμενων ειδών σε όλη την Ευρώπη, μετά την Ισπανία.

Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι οι νότιες ευρωπαικές χώρες και ειδικότερα οι μεσογειακές χαρακτηρίζονται από υψηλότερο επίπεδο απειλών και κινδύνων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, έχοντας και τα υψηλότερα φαινόμενα ενδημισμού σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στη βιολογία, ενδημικό ονομάζεται ένα είδος, είτε του ζωικού βασιλείου είτε του φυτικού, που ζει σε έναν οριοθετημένο (ή και απομονωμένο) γεωγραφικό χώρο. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό ”Biodiversity & Conservation”, αναφέρεται ότι μια χωρική επέκταση των προστατευόμενων δικτύων κατά 4,8% θα ενισχύσει το δίκτυ προστασίας τουλάχιστον των 10% των απειλούμενων ειδών στη χώρα μας.

Σε τοπικό επίπεδο η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές της χώρας με τα υψηλότερα ποσοστά απειλούμενων ειδών με το δίκτυο Natura 2000 να επικαλύπτει στην πρώτη κατά μέσο όρο το 62.3% των απειλουμένων ειδών, ενώ στην τελευταία μόλις το 30.6% αυτών. Επιπλέον, συγκεκριμένες περιοχές της Νότιας Ελλάδας φέρουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά απειλούμενων ειδών, σε σύγκριση με τη Βόρεια Ελλάδα, λόγω του αυξημένου ενδημικού χαρακτήρα αυτών. Άρα όπως γίνεται αντιληπτό δεν είναι επαρκής απλά και μόνο μια επέκταση του δικτύου Natura 2000 στη χώρα μας, απλά για να εξυπηρετήσει μια ακόμη επικοινωνιακή φιέστα, αλλά θα πρέπει να υπάρξει μια τοπική στοχευμένη επέκταση, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν υπό τη σκέπη του δικτύου και τα ιδιαιτέρως ευαίσθητα οικοσυστήματα περιοχών της Ανατολικής και Νότιας Ελλάδας, όπως της Εύβοιας και της Πελοποννήσου. Άλλωστε Υπάρχουν 27 απειλούμενα είδη, ενδημικά μάλιστα της χώρας μας, των οποίων το εύρος εξάπλωσης δεν επικαλύπτεται ούτε κατά ένα μικρό ποσοστό από το δίκτυο Natura 2000 (παρουσιάζονται στην Εικόνα).

Χάρτης βιοποικιλίας Ελλάδος

Oι περιοχές των απειλούμενων ειδών (κόκκινο) που δε φέρουν καμία επικάλυψη με το δίκτυο Natura 2000 

Η έρευνα αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο για τη χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής στη χώρα μας. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα προσφέρουν κατευθυντήριες γραμμές για την διεύρυνση του δικτύου Natura 2000, με σκοπό την ενσωμάτωση απειλούμενων ειδών που μέχρι σήμερα οι περιοχές που καταγράφονται δεν προστατεύονται. Μια περιβαλλοντική πολιτική η οποία δε θα πρέπει να συμπυκνώνεται γύρω από την άναρχη αδειοδότηση αιολικών πάρκων, που θα μετατρέψουν τις κορυφογραμμές των ελληνικών οροσειρών σε βιομηχανικές ζώνες στο όνομα της νέα «πράσινης ανάπτυξης». Σύμφωνα με τις Κοινοτικές Οδηγίες μέχρι το 2050 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πλήρως η απολιγνιτοποίηση της χώρας, με αποτέλεσμα η ηλεκτροδότηση μας να βασίζεται κατά 100% από ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας). Μέχρι τότε μας δίνεται η δυνατότητα να ξεδιπλώσουμε ένα εθνικό και ευρωπαικό σχέδιο δράσης, ώστε η πράσινη ανάπτυξη να μην αποκτήσει μια «κοινότοπη» έννοια στο βωμό βραχύβιων επιχειρηματικών συμφερόντων.

Το άμεσο θεσμικό αντίβαρο που έχουμε στα χέρια μας δεν είναι άλλο από το δίκτυο Natura 2000, ώστε να καμφθούν οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις και μαζί με αυτές να καταργηθεί κάθε είδους νομοσχέδιο που αντιμετωπίζει a la carte τις προστατευόμενες περιοχές, αντιμετωπίζοντας τες ως πεδίο ανάπτυξης αχαλίνωτης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η τόνωση λοιπόν των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ως κυρίαρχη προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας πράσινης επένδυσης και η αναλογική ανακατανομή των αιολικών πάρκων σε όλη την επικράτεια (δε θα πρέπει να παραβλέψουμε πως αυτή τη στιγμή το 50% της πανελλήνιας παραγόμενης ισχύος ρεύματος από ΑΠΕ παράγεται στην Εύβοια) θα μας δώσει το ηθικό πλεονέκτημα να κοιτάμε κατάματα τις επόμενες γενιές, παραδίδοντας τους ένα βιώσιμο περιβάλλον, στο όνομα μιας αυθεντικής και καλοπροαίρετης «πράσινης ανάπτυξης».