Της Μαρίας Νοφκίδου,

Εεει…

Σου μιλάω, με ακούς;

– Όχι δεν ακούω, αλλά μην με κατηγορείς. Είναι, επειδή κανένας δεν μου το έμαθε. Άλλωστε, εσύ δεν θα έπρεπε να με ακούς; Μάλλον αυτό είναι το σωστό… Αφού κι εμένα κανείς δεν με άκουσε ποτέ. Μην το παίρνεις προσωπικά.

– Σου μιλάω, με ακούς;

– Όχι, βέβαια. Μα ακόμα να καταλάβεις ότι έγνοια μου είναι μόνο να απαντήσω; Δύσκολα συγκρατούμαι μέχρι την ολοκλήρωση της πρότασής σου για να επέμβω και να σε καθοδηγήσω, να σου δείξω τον σωστό δρόμο, να επιβάλω ακόμα κι αν δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως, να σου πω τη γνώμη μου κι ας μη με ρωτάς. Μα κι αυτό έτσι μου το έμαθαν, να κουνώ συγκαταβατικά το κεφάλι ΣΑΝ να καταλαβαίνω και αμέσως να εμφανίζω λύσεις, έτσι ρομποτικά, χωρίς συναίσθημα, αλλά τις περισσότερες φορές δίχως και λογική.

– Σου μιλάω, με ακούς;

– Όχι, γιατί μάλλον δεν με ενδιαφέρει τι λες. Φανατικός οπαδός των δικών μου μονολόγων, κάνω διάλογο, μόνο όταν θα με εξυπηρετήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Μιλάς, αλλά τα λόγια σου ξυπνούν χιλιάδες αναμνήσεις, ταξιδεύω στους δικούς μου κόσμους και όνειρα. Κι αν κάτι τελικά επιθυμώ παραπάνω, αυτό είναι να σου περιγράψω τη δική μου ιστορία και τα δικά μου βιώματα. Αχ και να ήξερες πόση ανάγκη έχω να μιλήσω. Είμαι δυστυχώς ο ακροατής που μιλάει ακατάπαυστα. Πω πω, τι θυμήθηκα τώρα… Για άκου!

– Σου μιλάω, με…

– Άκου… Είναι αδύνατο να επικοινωνήσω με ανθρώπους με τους οποίους διαφωνώ. Δεν είμαι σε θέση να προβάλω επιχειρήματα. Νιώθω αμήχανα και ευάλωτα. Νιώθω μειονεκτικά. Γι’ αυτό υπεκφεύγω, γι’ αυτό αλλάζω συνεχώς θέμα, γι’ αυτό είμαι νευρικός και θυμώνω. Αν δεν σε ακούσω καν δεν υπάρχει περίπτωση να δικαιωθείς, να με «νικήσεις». Έτσι δεν είναι; Έτσι κι αλλιώς με μια και μόνο φωνή, με ένα απειλητικό βλέμμα η συζήτηση λήγει. Η τσιρίδα μου έναντι της λογικής σου.

– Σου μιλάω, με ακούς;

– Μα πώς να προλάβω στην κοινωνία του σήμερα; Αφού ξυπνώ τα χαράματα, τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνώ στο γραφείο, το φαγητό το προλαβαίνω – δεν το  προλαβαίνω στο διάλειμμα, το απόγευμα γεμάτο με υποχρεώσεις και το βράδυ προετοιμασία για την επόμενη μέρα. Πού χρόνος;

– Σου μιλάω, δεν με ακούς. Πόσες φορές παραπονέθηκα για τη στάση σου; Πότε μοιράστηκες τη χαρά ή τη λύπη μου; Πότε με έκανες να νιώσω πως πάνω απ’ όλα είμαι άνθρωπος; «Κλειστή ήταν πάντοτε η πόρτα της καρδιάς σου, κλειστά ήταν πάντα τα μάτια σου, τα αυτιά σου κι όλες σου οι αισθήσεις.» Και τελικά νομίζεις πως με ξέρεις. Κάνεις λάθος. «Πες μου πότε έψαξες να βρεις το κλειδί της δικής μου καρδιάς;  Πότε μπήκες στον κόπο να την ξεκλειδώσεις και να διαβάσεις αυτά που γράφει επάνω; Ξέρεις πόσο πολύ έχει πονέσει;  Πού να ξέρεις;  Πότε σε ένοιαξε;» Η γλώσσα του σώματος σε πρόδωσε. Το ίδιο και οι πράξεις σου. Αυτές είναι που αποδεικνύουν τα πάντα. Οι λέξεις χάνονται… οι πράξεις, όμως, επιβεβαιώνουν ή αναιρούν, καθησυχάζουν ή αναστατώνουν, απογειώνουν ή χαντακώνουν. Θα πεις ότι υπερβάλλω, το ξέρω. Όμως δεν είναι έτσι… Πρόκειται για γυμνές αλήθειες που τόσο καιρό έθαβα στη σήψη μιας ωμής πραγματικότητας. Αν θέλεις να ξέρεις , λοιπόν, « η  καρδιά ξεκλειδώνει, μόνο όταν χτυπήσει δυνατά.  Ανοίγει όπως τα βελούδινα ροδοπέταλα, όταν ξεδιψάνε από τις στάλες της βροχής. Πιο σημαντικό πράγμα από την αγάπη δεν υπάρχει.  Είναι το μόνο συναίσθημα που κουβαλάει τόση ευλογία, τόση δύναμη, τόση μεγάλη αξία.  Είναι αυτό που οριοθετεί τους κανόνες της ζωής μας, προσφέροντάς μας απίστευτες συγκινήσεις και στιγμές ανεκτίμητης αξίας, ισοδύναμες με όλους τους θησαυρούς αυτού του πλανήτη». Αυτό είναι που ζητώ, αγάπη. Κι αυτή μαζί της θα φέρει την προσοχή, την κατανόηση, τη βαθιά και ουσιαστική επικοινωνία.

– Σαν να έχεις δίκιο. Τώρα που το λες, συνειδητοποιώ ότι τόσο καιρό δεν ακούω εσένα. Σε ακούω, αλλά δεν σε προσέχω. Κρεμιέμαι από μια λέξη σου και πλέκω τη δική μου ιστορία, εκείνη που ανταποκρίνεται στις προκαταλήψεις και στις ταμπέλες που μόνος μου ή και με την ελαφριά συνδρομή των συμπολιτών μου δημιούργησα. Βγάζω τα δικά μου συμπεράσματα και διαστρεβλώνω το νόημα των λέξεων που εσύ χρησιμοποιείς. Ίσως χάνομαι κάπου στη μετάφραση. Η σιωπή, τελικά, είναι χρυσός και το αληθινό ενδιαφέρον μπορεί να φανεί και από μια μεγάλη αγκαλιά. Ήμουν κακός ακροατής, ναι. Υπόσχομαι, για το μέλλον, να το αλλάξω.

– Σου μιλάω, με ακούς;

– Ναι, σε ακούω στα’ αλήθεια και χαίρομαι πολύ που μιλάμε. Συγγνώμη που ήμουν απών ως τώρα. Για πες μου, σε προσέχω!