Την δεδομένη στιγμή η κρίση της πανδημίας Covid-19 έχει μονοπωλήσει την ανησυχία των παγκόσμιων κυβερνητικών και μη οργάνων για την άμεση επίλυση και διαχείριση της. Αυτή όμως η κατάσταση  έχει προς το παρόν επιβραδύνει την αναγκαία εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Ο ρυθμός μεταβολής του κλίματος κινείται τα τελευταία χρόνια με ιδιαίτερα ανησυχητική ταχύτητα, με τις επιπτώσεις στον πλανήτη να είναι πλέον αισθητές. Πιο συγκεκριμένα, η υπερθέρμανση έχει αυξήσει σε ρυθμό και ένταση τις καταιγίδες, παρατηρούμε να ξεσπούν πυρκαγιές σε διαφορετικά χρονικά σημεία μέσα στο έτος πολύ μακριά και από την περίοδο του καλοκαιριού, ενώ και οι ωκεανοί έχουν τάση αύξησης της θερμοκρασίας και της οξύτητας τους. Τα φαινόμενα που καταγράφονται τις τελευταίες δεκαετίες είναι απόρροια των αλόγιστων εκπομπών διοξείδιού του άνθρακα, αλλά και της άκριτης εξάντλησης των πόρων. Οι κάποτε απλές παροτρύνσεις για υιοθέτηση κανόνων σχετικά με την διαφύλαξη των περιβαλλοντικών αλλαγών σε χαμηλά επίπεδα δεν αρκούν. Πλέον αποτελούν μοναδική λύση, εφόσον βρισκόμαστε σε άμεσο και οικουμενικό κίνδυνο.

Την εμφανέστατη αυτή ανάγκη έχει εντοπίσει η παγκόσμια κοινότητα, η οποία πλέον κατευθύνει και εστιάζει τις ατζέντες των επόμενων δεκαετιών στο περιβαλλοντικό ζήτημα. Για τον περιορισμό του προβλήματος και την διακοπή της κλιματικής κρίσης, τίθεται απαραίτητη η συλλογική συνεργασία ως προς το ζήτημα, κάτι που θα παρακολουθήσουμε να εφαρμόζεται μέσα από την Συμφωνία του Παρισιού, μία άνευ προηγουμένου ομοφωνία των εθνών.

Γνωρίζουμε όμως ποια είναι ουσιαστικά η Συμφωνία του Παρισιού;

Η συμφωνία αποτελεί την πρώτη σημαντική παγκόσμια δέσμευση για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Υπογράφηκε το 2015 από 195 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχοντας ως στόχο την διατήρηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2 ° C συγκριτικά με τα προ-βιομηχανικής επανάστασης επίπεδα ή σε ένα ακόμα πιο ενθαρρυντικό σενάριο την μη υπέρβαση των 1,5 ° C.

Ο λόγος που την καθιστά ιδιαίτερα αποτελεσματική σε σχέση με προηγούμενες ανάλογες προσπάθειες, είναι η ευελιξία που επιτρέπει στα μέρη που υπέγραψαν, να οργανώσουν και να υλοποιήσουν ξεχωριστές πολιτικές γραμμές ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες τους. Κάθε χώρα θα έχει την δυνατότητα να υιοθετήσει τις δικές τις στρατηγικές για την μείωση των εκπομπών, καθώς και να αναλάβει την καταγραφή για την πορεία των στόχων της, ώστε να μορφοποιήσει τις τακτικές της σε μονομερές επίπεδο.

Η Συμφωνία του Παρισιού παρέχει ρητή αναγνώριση στον ρόλο των τοπικών κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων, των επενδυτών, της κοινωνίας των πολιτών, των συνδικάτων και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων ως αναγκαίων για την επίτευξη του στόχου των 1,5 ° C.

Μέσω της συμφωνίας δεν καθορίστηκαν νέοι στόχοι χρηματοδότησης, όμως στις διατάξεις αναφέρεται ρητά η παροχή οικονομικών πόρων από τις ανεπτυγμένες χώρες, για την υποστήριξη της προσπάθειας των αναπτυσσόμενων χωρών. Η χρηματοδότηση σχεδιάζεται να προέρχεται από διάφορους μηχανισμούς, οι οποίοι πιθανώς να περιλαμβάνουν επιχορηγήσεις, εξοπλισμό και τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

Στιγμιότυπο από την 21η Διάσκεψη των μερών στο Παρίσι. Πηγή εικόνας: Carbon Brief

Υπήρξαν προηγούμενες δράσεις;

Παρόμοιες προσπάθειες για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν χωρίς όμως να επιτευχθεί συνολική παγκόσμια συνεργασία, κάτι το οποίο αντικατέστησε η Συμφωνία του Παρισιού. Πιο αναλυτικά, η ανάγκη ενίσχυσης μείωσης των εκπομπών, οδήγησε το 1997 τις χώρες στην υιοθέτηση του Πρωτοκόλλου του Κιότο.  Η παρούσα σύμβαση δέσμευε νομικά τις ανεπτυγμένες χώρες να οργανώσουν και να υλοποιήσουν πολιτικές  για την μείωση των εκπομπών. Η κύρια αιτία για την αναποτελεσματικότητα της συμφωνίας ήταν η άρνηση συμμετοχής της Κίνας και των ΗΠΑ.

Σε μια επιπλέον απόπειρα επέκτασης των προσπαθειών λύσης του περιβαλλοντικού κινδύνου, το 2012 στην Ντόχα του Κατάρ, οι εκπρόσωποι συμφώνησαν την παράταση του Πρωτοκόλλου έως το 2020.

Ποια είναι η θέση της Ελλάδας;

Η Ελληνική Κυβέρνηση εξ αρχής κατανόησε την αδυναμία άμεσης μετάβασης σε καθαρές πηγές ενέργειας παραγωγικών δομών ορυκτών καυσίμων (πχ. Στην Πτολεμαΐδα) για να παραμείνουν οικονομικά βιώσιμες, με αποτέλεσμα να κατορθώσει να εξασφαλίσει από την Επιτροπή Βιομηχανίας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμβατική τροπολογία. Σύμφωνα με αυτήν, παρείχαν την δυνατότητα στην Ελλάδα να διαθέτει δωρεάν έως και 40% των δικαιωμάτων δημοπράτησης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, κατά το αναθεωρημένο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, καθώς και την συνέχιση παραγωγής λιγνίτη έως το 2060.

Παρά το γεγονός της πρώτης επιφυλακτικότητας του κράτους προς τις αναγκαίες αλλαγές, ιδιαίτερα φιλόδοξες είναι οι τροποποιήσεις στα τελικά Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που αύξησαν τους στόχους για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έως το 2030. Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για θεαματική μείωση στον πρωτογενή τομέα και την κατανάλωση ενέργειας συγκριτικά με τα επίπεδα του 2017. Επιπλέον στον σχεδιασμό του πλάνου επίτευξης στόχων, τέθηκε πλέον και η προσπάθεια πλήρους απεξάρτησης από λιγνίτη και λιθάνθρακα έως το 2028, κάτι το οποίο προβλέπεται να καλυφθεί από ορυκτό αέριο.

Η Συμφωνία του Παρισιού αποτελεί την πλέον απαραίτητη και μοναδική, συνεργατική λύση σε έναν κίνδυνο που απειλεί την ζωή ολόκληρου του πλανητικού οικοσυστήματος. Μένει να καταγραφούν τα αποτελέσματα στην πράξη τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία αναμένονται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.