Σφοδρή κριτική δέχτηκε η διοργάνωση του συνεδρίου υπογεννητικότητας, ένα «συνέδριο» «ιατρικού» και «επιστημονικού» περιεχομένου του οποίου η συμμετέχοντες ήταν κυρίως ιερείς.
Ένα συνέδριο που δήθεν στοχεύοντας στην ενημέρωση ενός πράγματι υπαρκτού προβλήματος, το μόνο που θα έκανε θα ήταν κριτική στην επιλογή μιας γυναίκας για γονιμοποίηση. Ένα συνέδριο που πέραν του ότι θεωρούσε πως όλες οι γυναίκες πρέπει να κάνουν παιδία, πρέπει να το κάνουν σε συγκεκριμένη ηλικία. Και όσες θέλουν και δεν το κάνουν, είναι εξ’ αιτίας της «προτεραιοποίησης της καριέρας τους», μη αναφερόμενοι σε υπαρκτά προβλήματα, όπως η οικονομική κρίση.
Ποιο ήταν λοιπόν το πρόβλημα; Ήταν η επιλογή των γυναικών, ή μήπως ήταν η αντιμετώπιση της γυναίκας αποκλειστικά σαν σκεύος αναπαραγωγής; Και εάν ήταν τόσο θετικό το πρόσημο, γιατί απέσυραν τη συμμετοχή τους τόσα δημόσια πρόσωπα;
Για άλλη μια φορά, μέσα στην παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης, προβάλλει ένα φως, όπως έγινε και στην περίπτωση του #MeToo, και αυτό είναι η δύναμη των socialmedia. Αμφιβάλλω εάν θα είχε πραγματοποιηθεί η ακύρωση του συνεδρίου εξ’αρχής, εάν δεν είχε ενσυναίσθητα συσπειρωθεί η κοινή γνώμη εναντίον τους. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τι θα είχε συμβεί υπό διαφορετικές συνθήκες, αλλά το πόση δύναμη μπορεί να έχει κανείς ατομικά και έπειτα μαζικά, με ένα post, με μια μορφή διαμαρτυρίας.
Σε τελική ανάλυση, το δάσος που αγνοούμε να δούμε εστιάζοντας στο δέντρο είναι αυτό. Το θετικό μήνυμα, η άλλη πλευρά του νομίσματος ανάμεσα στις σεξιστικές φωνές. Ότι πλέον, ίσως, είναι πιο εύκολο να καταρρίπτονται.