Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Κωστή Μυλωνά,

Ο ελληνικός, μουσικός πολιτισμός είναι ανεξάντλητος και μεγάλος, ποσοτικά και ποιοτικά. Οπωσδήποτε ένα σημαντικό του μέρος κατέχει το λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι έχει τις απώτατες ρίζες του στην αρχαιότητα, διαθέτοντας αφενός κάποια παραδοσιακά όργανα και ιδιαιτερότητες στη γλώσσα και αφετέρου εμπλουτίζεται με το ρεμπέτικο τραγούδι και τη μετεξέλιξή του, το σύγχρονο, λαϊκό, αστικό τραγούδι.

Ξεκινώντας από το ρεμπέτικο τραγούδι, θα λέγαμε ότι το βρίσκουμε πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη (τα πρώτα ηχογραφημένα τραγούδια είναι περί τα 1912-1913) και καταλήγει στην τελική του μορφή μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Το ρεμπέτικο τραγούδι, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη συνακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών, ανθίζει στα λιμάνια των σημαντικότερων πόλεων (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη) και βρίσκει απήχηση στις εργατικές τάξεις, αλλά και σε ένα περιθωριακό κοινό, λούμπεν και αποξενωμένο από την όποια αστική απόχρωση των πόλεων εκείνη την εποχή.

Εκείνη την περίοδο, ασκείται μια μεγάλη κριτική στο ρεμπέτικο τραγούδι, εξαιτίας του «ακραίου» για τις αντιλήψεις της εποχής στίχου που περιλαμβάνει. Επίσης επικρατούσε μια άποψη περί τραγουδιών που παραπέμπουν σε τούρκικα ακούσματα. Όλα αυτά τα περιστατικά οδήγησαν στη λογοκρισία και την απαγόρευσή πολλών εξ αυτών με τη δικτατορία του Μεταξά το 1936 ή τουλάχιστον στην απάλειψη φράσεων και στίχων που παραπέμπουν σε ναρκωτικά ή επανάσταση. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της εποχής ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Μανώλης Χιώτης, η Στέλλα Χασκίλ, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και άλλοι. Βέβαια, να σημειώσουμε πως τέτοιου είδους ακούσματα συναντάμε και λίγο μετά την Επανάσταση του 1821, τα οποία έχουν μείνει κυρίως γνωστά ως σεβνταλήτικα ή μουρμούρικα. Δυστυχώς γι’ αυτά τα τραγούδια, σήμερα δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, για να ασχοληθούμε με αξιώσεις μαζί τους και με τους εκπροσώπους τους, ωστόσο τα χρώματα των μουσικών, οι επιρροές τους και το ελεύθερο πνεύμα τους βρίσκονται μέσα στα μεταγενέστερα τραγούδια και αυτό μας αρκεί.

Από τη δεκαετία του  1950 και έπειτα το ρεμπέτικο εξελίσσεται στο επονομαζόμενο αρχοντορεμπέτικο. Το αρχοντορεμπέτικο πλέον κυριαρχεί στα ακούσματα ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και μπορούμε να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι μέχρι και τη δεκαετία του 60’ είναι πλέον η μόδα της εποχής. Βασικός εμπνευστής αυτής της παραλλαγής του ρεμπέτικου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει την παλιά «βαριά» μουσική φτιαξιά των τραγουδιών, εισάγοντας, όμως, ταυτόχρονα έναν πιο αποδεκτό αστικό στίχο.

Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι εξωφρενικά ευρεία: από τον έρωτα και την καθημερινότητα, μέχρι την παρανομία, τις φυλακές, την επανάσταση και τα ναρκωτικά. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών, με τίτλο «Χωρίσαμε ένα δειλινό», που κυκλοφόρησε το 1947, σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ από την άλλη από τον ίδιο συνθέτη έχουμε έναν μικρό, εθνικό ύμνο, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», με εμφανές, κοινωνικό και πολιτικό νόημα. Κοινός παρονομαστής αυτής της ευρύτητας ήταν ένας: η αλήθεια. Οι ρεμπέτες συνθέτες δεν έγραφαν τα τραγούδια τους κατά παραγγελία των δισκογραφικών εταιριών. Αποτύπωναν στο χαρτί τις σκέψεις τους, τις ανάγκες τους, τα προβλήματά τους, τα πάθη τους, όταν και αν το ένιωθαν.

Το εξώφυλλο του δίσκου του Βασίλη Τσιτσάνη, «Συννεφιασμένη Κυριακή»

Το 1965 η «Συννεφιασμένη Κυριακή» «βάφτισε» τον πασίγνωστο μεγάλο δίσκο της Columbia, με το γραμμόφωνο στο εξώφυλλο. Πηγή: toogdoo.gr

Επίσης, στα κέντρα διασκέδασης, ενυπήρχε ένα minimum αισθητικής. Τραγουδιστές και κοινό διέθεταν πλήρη συντροφικότητα, ωστόσο, είχαν και μια ελάχιστη ενσυναίσθηση των ρόλων τους: ο ένας σέβεται τον άλλον και διακρίνεται από αυτόν. Έχει ειπωθεί και σωστά, ότι ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, έβγαλαν την ελληνική μουσική «έξω» από τα σύνορά της. Είναι, όμως, εξίσου ακριβές ότι οι ρεμπέτες κατάφεραν και έβαλαν τη μουσική της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης «μέσα» στα σύνορά μας, στοιχείο το οποίο είναι ανυπολογίστου αξίας.

Από την άλλη, έχουμε το αμιγώς λαϊκό τραγούδι, το οποίο αρχίζει να αναπτύσσεται παράλληλα και αυτό τη δεκαετία του 1950. Η μετανάστευση πολλών Ελλήνων στη Γερμανία και την Αμερική, αφήνοντας πίσω τις οικογένειές τους και οι πενιχρές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας,  αποτέλεσαν το έρεισμα και τη βάση αυτής της μουσικής. Κυριαρχούν ως θέματα η ξενιτιά, η νοσταλγία της πατρίδας, η φτώχεια και η εξαθλίωση του πληθυσμού, αλλά και ο πάντα διαχρονικός έρωτας που δεν σβήνει ούτε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ανέχειας. Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της γενιάς ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού, η Ρίτα Σακελλαρίου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Στα νεότερα χρόνια (δεκαετίες 70′ – 80′) εμφανίζονται και κυριαρχούν, επίσης, ίσως οι δυο μεγαλύτεροι ερωτικοί λαϊκοί τραγουδιστές όλων των εποχών: ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Γιάννης Πάριος. Μια κατηγορία μόνος του είναι ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος δεν εντάσσεται μόνο στο λαϊκό τραγούδι, αλλά και σε άλλα μουσικά είδη.

Η διαπίστωση, στην οποία οδηγούμαστε, είναι ότι από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα βεβαίως και έχουν βγει πολύ καλοί λαϊκοί τραγουδιστές, αλλά η θεματολογία περιορίζεται μόνο στον έρωτα και την αγάπη. Αυτή η πλέον μονόπλευρη κατεύθυνση του λαϊκού τραγουδιού εμφανίζεται πρώτον στο στίχο, με μια απίστευτα βαρετή επαναληπτικότητα συγκεκριμένων φράσεων, λες κι ο έρωτας μόνο έτσι μπορεί να εκφραστεί και όχι με άλλο τρόπο. Επειδή, όμως, μιλάμε για μουσική σ’ αυτό το άρθρο πρωτίστως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η μουσική καταλήγει να μην αποτυπώνει λαϊκά τραγούδια: πολλά τραγούδια δεν εμπεριέχουν καν μπουζούκι ή μπαγλαμά, κεντρικά όργανα του λαϊκού τραγουδιού, ενώ εισάγουν ηλεκτρονικά backround, που δεν χρειάζονται κανένα, μουσικό έστω, ταλέντο.

Νομίζω ότι αυτά τα προβλήματα είναι απόρροια της επιδίωξης των δισκογραφικών εταιριών να εκδίδουν μόνο επιτυχίες, έχοντας μάλιστα και την τάση να δίνουν με μεγάλη συχνότητα pop τραγούδια σε λαϊκούς κατά τα άλλα τραγουδιστές.

Φυσικά, ένας τραγουδιστής έχει το δικαίωμα να στραφεί σε ένα άλλο μουσικό ύφος, αρκεί αυτό να γίνεται με ένα μέτρο, με ένα όριο. Δεν γίνεται να αυτοπροβάλλεσαι ως λαϊκός τραγουδιστής και τα ¾ των τραγουδιών που έχεις ερμηνεύσει να μην διαθέτουν λαϊκά όργανα και να κυμαίνονται σε pop ύφος.

Για να μην παρεξηγηθώ, θα πρέπει να διευκρινίσω δύο πράγματα: πρώτον δεν έχω κανένα θέμα με το pop μουσικό είδος. Έχοντας πλέον μεγαλώσει, έχω κατανοήσει ότι η μουσική έχει τις ώρες της και εξηγούμαι: μου αρέσουν πολύ τα «έντεχνα» τραγούδια. Τα ακούω, για να νοσταλγήσω, για να ερωτευτώ, για να κλάψω. Αλλά δεν μπορείς να είσαι όλη μέρα, κάθε μέρα με τον Αλκίνοο και τον Θηβαίο, μολονότι τους λατρεύω και τους έχω δει και τους δύο από κοντά. Έχεις την ανάγκη να ακούσεις λαϊκά τραγούδια (τα καλά λαϊκά τραγούδια όμως), pop, rock και ο,τιδήποτε άλλο. Ακούω τα πάντα. Δεν αποδέχομαι όμως με τίποτα να ευαγγελίζεσαι ότι ερμηνεύεις λαϊκά τραγούδια, ότι έχεις στις πλάτες σου τη φωνή του Καζαντζίδη, το μπουζούκι του Τσιτσάνη και τις ερωτικές μελωδίες των Πάριου – Πουλόπουλου και να διαθέτεις στο ενεργητικό σου ελάχιστα πραγματικά λαϊκά τραγούδια. Είναι σαν να με κοροϊδεύεις.

Δεύτερον, είναι αυτονόητο ότι από το 90’ και έπειτα έχουμε καλά λαϊκά τραγούδια: από τον καταπληκτικό και αγαπημένο Σταμάτη Κραουνάκη (που αρχίζει και νωρίτερα βέβαια), μέχρι τον Γιάννη Κότσιρα, τον Γιάννη Πλούταρχο, τον Αντώνη Ρέμο, τον Δημήτρη Μπάση και άλλους, υποκειμενικά μιλώντας πάντα. Μιλάω για την τάση απλά, για τη γενική ατμόσφαιρα. Για να καταλήξω, επομένως, δεν είμαι ένας άνθρωπος που μαρέσει η παρελθοντολαγνία. Υπάρχουν πολύ καλά σύγχρονα πράγματα, αλλά υπάρχει μια μονομέρεια στον στίχο και στη μουσική, που πρέπει να αλλάξει. Δηλαδή πόσες άλλες φορές πρέπει να ακούσουμε τη φράση «σ’αγαπώ» στα τραγούδια; Δεν ήταν πολύ ερωτευμένος ο Γιαννακόπουλος Γιώργος, όταν έγραφε στον «Πασατέμπο»: «Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα που αγαπάς, να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’είχες»; Έπρεπε να βάλει κάποιες συγκεκριμένες λέξεις μέσα; Δεν αρκεί αυτό που αισθάνεσαι; Χρειάζεσαι αυτό που κατευθείαν καταλαβαίνει ο άλλος;

Λαϊκό δεν σημαίνει εύκολο. Σημαίνει αληθινό. Ή μήπως δεν ήταν αρκετά εμπορικό το «Γιατί με ξύπνησες πρωί;»; Αναφέρω τραγούδια που αντέχουν και ακούγονται περίπου 50 – 70 χρόνια τώρα. Δύσκολα θα βρίσκαμε σημερινά λαϊκά τραγούδια που θα ακούγονται και μετά από μια δεκαετία. Πείτε μου ένα σημερινό, λαϊκό τραγούδι, που περιγράφει πιο αριστοτεχνικά το χωρισμό από «την Ταμπακιέρα» του Τσιτσάνη.

Εν τέλει το δίλημμα είναι: διαχρονικότητα και μουσική παρακαταθήκη ή πρόσκαιρη εμπορικότητα; Ας υπηρετήσουμε επιτέλους το πρώτο, όσοι ασχολούμαστε με την μουσική.