Το καλοκαίρι του 2020 αναμέναμε την κυκλοφορία εμβολίων που θα έδιναν ένα οριστικό τέλος στον εφιάλτη της πανδημίας και των απαγορεύσεων και τώρα, το φθινόπωρο του 2021, εννέα μήνες μετά την επίσημη έναρξη του συστηματικού εμβολιασμού στη χώρα, ανακοινώθηκε η χορήγηση τρίτης ή αλλιώς ενισχυτικής δόσης. Μια τέτοια εξέλιξη, μετά από τόσους περιορισμούς και σχεδόν δύο χρόνια από την έναρξη της πανδημίας, προφανώς και διεγείρει προβληματισμούς σχετικά με την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων εμβολίων και τον τρόπο διαχείρισης της υγιεινομικής αυτής κρίσης.

Πώς προέκυψε η τρίτη δόση; Ποιους αφορά; Πότε θα χορηγηθεί και γιατί;

Η εμφάνιση της μετάλλαξης δέλτα έδωσε, ουσιαστικά, το έναυσμα στους ειδικούς να προτείνουν τη χορήγηση μιας επιπλέον δόσης για την αποφυγή ενός μελλοντικού κύματος εντός του χειμώνα και την προστασία των πολιτών που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Επομένως, πρόκειται για ένα ακόμα μέτρο πρόληψης που αφορά συγκεκριμένες ομάδες, για αρχή τουλάχιστον, και σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Βέβαια, η αποτελεσματικότητα παρακολουθείται συνεχώς, καθώς ο ιός μεταλλάσεται και εμφανίζονται νέες, πιο επιθετικές και μεταδοτικές εκδοχές του, όπως η δέλτα, που επικρατεί αυτήν τη στιγμή.

Γιατί, όμως, χρειάζεται συμπληρωματικά μία ακόμα δόση; Έχει παρατηρηθεί πως η ανοσία έναντι του ιού σταδιακά εξασθενεί με το χρόνο, ενώ το πόσο γρήγορα μετά τη 2η δόση συμβαίνει, αυτό ποικίλει από οργανισμό σε οργανισμό. Ισραηλινοί ερευνητές υποστηρίζουν, μάλιστα, πως ο κίνδυνος μόλυνσης είναι σημαντικά υψηλότερος ανάμεσα σε αυτούς που εμβολιάστηκαν νωρίτερα, στις αρχές του έτους σε σχέση με όσους ακολούθησαν.

Για το λόγο αυτό, οι ειδικοί συνιστούν τη χορήγηση τρίτης δόσης σε όσους είχαν προτεραιότητα κατά την έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος: προσωπικό δομών υγείας, φιλοξενούμενους σε οίκους υποστηριζόμενης διαβίωσης, άτομα μεγάλης ηλικίας ή με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα και γενικότερα, τα άτομα των ομάδων υψηλού κινδύνου όπως ήδη τα γνωρίζουμε.

Η τρίτη δόση αποτελεί μέρος του κυρίαρχου εμβολιαστικού προγράμματος για εκείνους που έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό (άτομα με λευχαιμία, προχωρημένο HIV κ.α.) και δεν πρέπει να παραλειφθεί και είναι σχεδόν απίθανο να αποβεί επιβλαβής για την ήδη επιβαρυμένη υγεία τους.

εμβολιασμός

Η πρόταση χορήγησης μιας ακόμα δόσης δεν υποδεικνύει πως τα διαθέσιμα εμβόλια δεν είναι αποτελεσματικά. Κλινικά δεδομένα επιβεβαιώνουν πως τα εμβόλια αποτρέπουν την εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων, τη νοσηλεία σε νοσοκομεία και ΜΕΘ και τον θάνατο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το σύνολο της κοινωνίας και για το εθνικό σύστημα υγείας.

Το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν ξεκινήσει τη χορήγηση τρίτης δόσης και πρόκειται, μέσα στους επόμενους μήνες, να ακολουθήσουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία και η Ελλάδα σύμφωνα με τα διεθνή μέσα. Ωστόσο, η απόφαση έχει παρθεί μόνο για τις συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών και δεν αφορά, προς το παρόν, τον πληθυσμό στο σύνολό του. Για παράδειγμα, η συμβουλευτική επιτροπή του FDA ενέκρινε το μέτρο για τους ανοσοκατασταλμένους και μόνο, ενώ κατά ψήφισε την γενικότερη χορήγηση σε άτομα άνω των 16. Οπότε αναμένονται περαιτέρω διευκρίνησεις για το τι θα ισχύσει και για τους υπόλοιπους.

Στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως το πότε ακριβώς θα χορηγηθεί η τρίτη δόση ποικίλει ανάμεσα στα άτομα και σχετίζεται με τον κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένοι. Ένα είναι σίγουρο, απαιτείται διάστημα τουλάχιστον 8 εβδομάδων ανάμεσα στις δύο τελευταίες δόσεις ενώ, όπως φαίνεται στους περισσότερους «υποψήφιους δικαιούχους» θα έχει μεσολαβήσει τελικά ένα διάστημα 6 – 8 μηνών ανάμεσα στη 2η και την 3η δόση.

Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως είναι αν τελικά θα επιτραπτούν οι «αναμείξεις» εμβολίων, όπως συνέβη πριν μερικούς μήνες με το εμβόλιο της AstraZeneca. Οι ΗΠΑ, συγκεκριμένα, αποφάσισαν να χορηγήσουν τρίτη δόση του ίδιου εμβολίου. Τέλος, οι εμβολιασμένοι με Johnson & Johnson, προς το παρόν, δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα χορήγησης ενισχυτικής (για αυτούς 2ης ) δόσης, καθώς δεν επαρκούν τα διαθέσιμα κλινικά δεδομένα, ενώ για αυτούς που έλαβαν μία δόση AstraZeneca προτείνεται η ενισχυτική δόση να είναι του εμβολίου που χορηγήθηκε συμπληρωματικά για τη 2η.

Ωστόσο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) δεν συμφωνεί με όσα αναφέρονται παραπάνω και υποστηρίζει πως η χορήγηση μιας ακόμα δόσης στους ήδη εμβολιασμένους δεν μπορεί να υπερτερεί της αναγκαιότητας του εμβολιασμού των ανεμβολίαστων, ακόμα και αν μπορεί να παρέχει μία σημαντική ενίσχυση στο ανοσοποιητικό. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιεύματά του, μόνο το 1,3% των ατόμων από χώρες χαμηλού εισοδήματος  έχουν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου.

Συνεπώς, δεν μπορεί να εγκρίνει ένα τέτοιο μέτρο όταν οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί του κόσμου παραμένουν απροστάτευτοι έναντι του ιού και προτείνει αυτές οι επιπλέον δόσεις να χορηγηθούν δωρεάν στις φτωχότερες χώρες και ύστερα σε εκείνες που ήδη έχουν χρησιμοποιήσει μεγάλο ποσοστότων διαθέσιμων παγκοσμίως αποθεμάτων.