Στιγμές δόξας και περηφάνειας απλώνονται στη χώρα μας μετά την ανακοίνωση των στατιστικών του 2020.

Διαχρονικά καταδικασμένη στην επιτυχία, αυτή η «φλούδα γης» είδε τους δείκτες της να φανερώνουν τον μαγικό αριθμό -8,2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Αδιαμφισβήτητα, φαντάζει ιδανική η κατάληξη. Πέρα από κάποιες δόσεις αλήθειας, το πρόβλημα ξεκινάει τη στιγμή που χρησιμοποιείται ένας φαινομενικός δείκτης ως μία απόλυτη πραγματικότητα, με μοναδικό στόχο την πολιτική καθοδήγηση των πολιτών σε λογικές τύπου: «Εντάξει, μπορεί να έχει καταστρατηγηθεί η πλειονότητα των κεκτημένων δικαιωμάτων μας, αλλά στην οικονομία πάμε πρίμα». Ο δείκτης, εντούτοις, δεν είναι τίποτα άλλο από μια φωτογραφία της στιγμής. Το τέλος του παραμυθιού κρύβει το χρέος, ένα αμιγώς πολιτικό εργαλείο για το οποίο η βούληση ενασχόλησης μαζί του είναι ξεκάθαρα ισχνή.

First things first. Πανδημία χωρίς οικονομικά προβλήματα είναι εκ των πραγμάτων μία έννοια επιστημονικής φαντασίας. Ως εκ τούτου, το αρνητικό πρόσημο του δείκτη ήταν αναμενόμενο. Το πραγματικό ζήτημα έγκειται στους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιούμε τους δείκτες. Η πραγματική μείωση του ΑΕΠ, λοιπόν, ήταν -8,2%. Αν το ερμηνεύσουμε από τη πλευρά της παραγωγής αυτό σημαίνει πως με σταθερές τιμές ανάμεσα στο 2019 και 2020 ο όγκος των αγαθών και υπηρεσιών που παρήγαμε μειώθηκε κατά 8,2%. Κάποιος που ασχολείται άμεσα με τη παραγωγή σίγουρα βρίσκει σημαντικές πληροφορίες στο εν λόγω ποσοστό. Ας περάσουμε τώρα στους πολίτες, τους οποίους στοχεύει και η επικοινωνιακή θριαμβολογία της κυβέρνησης. Το -8,2% εδώ, ωστόσο, κρίνεται εξαιρετικά ανίκανο να περιγράψει τη πραγματικότητα των πολιτών. Και αυτό, επειδή, το να λαμβάνεις υπόψιν το πραγματικό ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) εν καιρώ αποπληθωρισμού (δηλαδή καιρού μείωσης των τιμών) της τάξεως του 1,7-2%, είναι μία πολιτική τεχνική αποπροσανατολισμού.

Ας το δούμε βιωματικά. Έστω ότι το εισόδημα ενός τυπικού ανθρώπου είναι 1000 ευρώ, το ενοίκιο του 400 ευρώ και η κάλυψη των χρεών του 300 ευρώ το μήνα. Επομένως, του μένουν 300 ευρώ για την υλική του διαβίωση κάθε μήνα. Η κρίση του κορονοϊού (όπως και κάθε κρίση) μειώνει τα εισοδήματα όλων των πολιτών, έτσι και του νοικοκυριού του παραδείγματος. Εδώ εισβάλουν και τα πρώτα προβλήματα της οικονομικής στατιστικής όσον αφορά τη διασύνδεση της «φωτογραφίας» με τη πραγματικότητα. Σε πρώτο επίπεδο, η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ , η οποία ξεπερνά το 10%, στη πραγματικότητα σταθμίζει τις μειώσεις των εισοδημάτων των πολιτών ανάλογα με το μέγεθός τους, το οποίο σημαίνει πως η μείωση του εισοδήματος δεν είναι ίδια για όλους. Κάνοντας την μετριοπαθή υπόθεση πως το οικονομικό πλήγμα σε ένα τυπικό νοικοκυριό είναι μεγαλύτερο από το συνολικό οικονομικό πλήγμα (-10%), βασισμένοι στο ότι στο σπίτι αυτό θα βρίσκονταν εργαζόμενοι ή μικροί επιχειρηματίες που πλήττονται από το lockdown και δεν διαθέτουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, ας θεωρήσουμε πως το μέγεθος του πλήγματος είναι -30%.

πορτοφόλι με ευρώ

Ξαφνικά, λοιπόν, το εισόδημα του παραδείγματος πέφτει στα 700 ευρώ (λογικό αν σκεφτούμε ότι βρίσκεται σε αναστολή ή έχει μηδενικούς τζίρους από το μικρό μαγαζί του). Τα έξοδα του ενοικίου και των χρεών, παρά την κρατική βοήθεια ή τη παράταση δόσεων, μένουν σχετικά σταθερά. Οι ελαφρύνσεις για χάρη του παραδείγματος θα μπορούσαν να είναι 100 ευρώ από τη κάθε κατηγορία δόσης, άρα το νοικοκυριό πληρώνει ως πάγια έξοδα 500 ευρώ (αντί 700). Για την υλική διαβίωσή του μένουν 200 ευρώ, δηλαδή 100 ευρώ λιγότερα από πριν. Σε αυτό το σημείο εισβάλει το δεύτερο προβληματικό επιχείρημα της οικονομικής στατιστικής. Το κεντρικό της αφήγημα είναι πως δέχεται ότι υπάρχει η μείωση των εισοδημάτων αλλά διαλαλεί πως δεν είναι τόσο μεγάλη σε πρακτικό επίπεδο. Ουσιαστικά, διακηρύττει πως ο αρνητικός πληθωρισμός κάνει τα προϊόντα φθηνότερα, άρα η αγοραστική δύναμη των υπολειπόμενων 200 ευρώ είναι μεν μικρότερη από τα παρελθόντα 300 ευρώ αλλά όχι και 100 ευρώ λιγότερα όπως βρήκαμε μέσω της απλής αφαίρεσης. Το θλιβερό είναι πως, όντως, δεν είναι 100 ευρώ μικρότερη η αγοραστική δύναμή. Η μείωση είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Το δεύτερο αυτό πρόβλημα πηγάζει από αντίστοιχες αιτίες με το πρώτο. Ενώ η χρήση ενός ενιαίου πληθωρισμού, δηλαδή ρυθμού αύξησης των τιμών, είναι σημαντική σε συνολικά μεγέθη παραγωγής, όταν εστιάζουμε στις συνέπειες στη πλευρά των εισοδημάτων και της δαπάνης είναι σημαντικό να έχουμε υπόψιν ότι ο πληθωρισμός (όπως και το εισόδημα πριν) είναι ο μέσος όρος των μεταβολών των τιμών των ξεχωριστών κλάδων. Ως εκ τούτου μια μεταβολή -1,7% δεν αντικατοπτρίζει μια μείωση όλων ανεξαιρέτως των τιμών στην οικονομία μας. Μιλώντας με πραγματικά νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ αυτή τη φορά, ο ενιαίος πληθωρισμός -1,7% προκύπτει σταθμικά από διάφορες ομάδων αγαθών, όπως των διατροφικών αγαθών (+1,6%), της ένδυσης-υπόδησης (-26,1%), της υγείας (0%) ή των μεταφορών (-1,4%). Γιατί λοιπόν, παρά τη φαινομενική αύξηση της αγοραστικής δύναμης του τυπικού νοικοκυριού (λόγω της πτώσης των τιμών), η πραγματικότητα το βρίσκει σε ακόμα δυσμενέστερη θέση;

Στο παράδειγμα, είδαμε ότι η μείωση αφήνει το νοικοκυριό με 100 ευρώ λιγότερα για τα έξοδα διαβίωσης, δηλαδή 200 ευρώ. Ενώ βάσει του κεντρικού αφηγήματος αυτά τα 200 ευρώ θα αγόραζαν περισσότερα προϊόντα, το νοικοκυριό στη ουσία έχοντας λιγότερα χρήματα από πριν δαπανά αναγκαστικά μεγαλύτερο ποσοστό αυτών στα βασικά μέσα επιβίωσης (όπως τρόφιμα και υγειονομικά προϊόντα) και μικρότερο σε λιγότερο απαραίτητα προϊόντα (όπως ένδυση και μεταφορές). Τα προϊόντα επιβίωσης στοιχίζουν περισσότερο από πέρσι ενώ, ταυτόχρονα, το νοικοκυριό έχει μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα από πέρσι, γεγονός που μειώνει την αγοραστική του δύναμη. Ακριβώς σε αυτή την αντίφαση των επίσημων στατιστικών με την πραγματική κατάσταση της πλειονότητας των πολιτών βρίσκεται ο παραπλανητικός μηχανισμός.

πορτοφόλι με ευρώ

Καταληκτικά, πρέπει να επισημάνουμε ένα σημαντικό στοιχείο. Το τυπικό νοικοκυριό του παραδείγματος αποτελεί ένα σχετικό εργαλείο. Σίγουρα υπάρχουν νοικοκυριά που σώθηκαν από τη βαθιά ύφεση και σίγουρα οι κυβερνητικές ελαφρύνσεις με τη μορφή επιδοτήσεων ή δανείων είναι ενέργειες με θετικό πρόσημο (αν και μακροοικονομικά αμελητέες). Ο δυναμικός χαρακτήρας της πραγματικότητας, ωστόσο, επιτάσσει τη πολιτική ανάλυση των καταστάσεων που έρχονται. Ακόμα και όσοι απέφυγαν την επιδείνωση της οικονομικής θέσης τους φέτος, πόσο μάλλον αυτοί που επλήγησαν (δηλαδή η πλειονότητα), θα έρθουν αντιμέτωποι σαν σύνολο με τη μαύρη τρύπα του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους στο άμεσο μέλλον. Αργά ή γρήγορα η πολιτική ηγεσία θα έρθει αντιμέτωπη με το δίλημμα επιλογής της αναγνώρισης των μη βιώσιμων δημόσιων και ιδιωτικών χρεών ή όχι.

Συνεπώς, ο κρίσιμος παράγοντας δεν βρίσκεται στα ανακοινωθέντα στατιστικά, αλλά σε μία ερώτηση που κλείνει αισίως τη δωδεκαετή ζωή της: θα συνεχίσουμε να υποκρινόμαστε πως δεν είμαστε πτωχευμένοι;