Ο Θάνατος στην ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται ως δίδυμος αδελφός του Ύπνου και ως κάθε άλλο παρά νεκρός. «Ζωντανός» είναι και στην καθημερινότητά μας, καθώς η απώλεια απαντά συχνότατα στη ζωή μας, προκαλώντας έντονη θλίψη, πόνο και στρες. Έτσι, τουλάχιστον, τον αντιλαμβανόμαστε εμείς. Πώς, άραγε, αντιλαμβάνεται τον θάνατο ένα παιδί; Πώς μπορούμε να «μπούμε στη θέση του» και να το βοηθήσουμε να καταλάβει και να διαχειριστεί ένα τέτοιο γεγονός;
Κατά τους Speece & Brent η αντίληψη του θανάτου από το παιδί συγκροτείται από 5 υποέννοιες: την παγκοσμιότητα (όλα τα έμβια όντα τελικά πεθαίνουν), τη μη αναστρεψιμότητα (το σώμα του νεκρού δε μπορεί να επαναλειτουργήσει), την παύση των ζωτικών λειτουργιών, την αιτιότητα και τη συνέχιση της ζωής με κάποιον τρόπο (αντιλήψεις για τη μετά θάνατον ζωή). Ο τρόπος που το παιδί αντιλαμβάνεται το γεγονός και η αντίδρασή του σε αυτό εξαρτώνται από την εγγύτητα προς τον εκλιπόντα, τις αντιδράσεις των μελών της οικογένειάς του και από το αν αυτοί το έχουν προετοιμάσει ή όχι. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το παιδί έχει την ικανότητα να θρηνεί μια απώλεια ήδη από την ηλικία των 6 μηνών. Φυσικά, η ικανότητα διαφοροποιείται από την ηλικία των 6 μηνών ως την εφηβεία.
Από τη βρεφική ηλικία ως τα 3 έτη, τα παιδιά αντιδρούν στην απώλεια με κλάμα, αναζήτηση και αλλαγές στις συνήθειες διατροφής και ύπνου. Στην ηλικία των 3-5 χρόνων, τα πράγματα αλλάζουν: ο θάνατος υπάρχει στα παραμύθια και τα παιχνίδια των παιδιών, στα παιδικά προγράμματα που βλέπουν, αλλά ως κάτι που συμβαίνει μόνο στους κακούς και θεωρείται «επίτευγμα», ενώ είναι αναστρέψιμος. Στα 9-12 χρόνια, η εικόνα για τον θάνατο έχει ολοκληρωθεί. Η Raimbault έχει συγκεντρώσει παραδείγματα της αντίληψης του θανάτου από παδιά διαφορετικών ηλικιών, που αποδεικνύουν ότι είναι σε θέση να γνωρίζουν και να συνειδητοποιούν.
Τι συμβαίνει, ωστόσο, όταν το παιδί καλείται να αντιμετωπίσει τον δικό του επικείμενο θάνατο; Στρεφόμαστε και πάλι στη Raimbault, που θα μας επιβεβαιώσει πως η αντίληψη ότι το παιδί δεν πρέπει να ξέρει ότι πάσχει από καταληκτική ασθένεια, είναι λανθασμένη. «Αν οι γονείς αποφεύγουν να μιλήσουν στο παιδί γι’ αυτό, του στερούν τη δυνατότητα να εκφράσει τα συναισθήματα και τους φόβους του». Σχεδόν όλα τα παιδιά με καταληκτική νόσο γνωρίζουν ποια θα είναι η έκβαση και το δείχνουν, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολικό, όπως παρουσιάζεται σε ιστορίες που επινοούν. Παρατίθεται η ιστορία ενός παιδιού 10 ετών:
«Ο κοσμοναύτης είναι μέσα στον πύραυλο. Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει: 5, 4, 3, 2, 1, 0, πυρ! Με έναν διαβολεμένο θόρυβο ο πύραυλος εκτοξεύεται. Εδώ και πέντε λεπτά καλεί τον πύργο ελέγχου. «Εμπρός, εμπρός, ο πύργος ελέγχου;». Ο τεχνικός θέλησε να αστειευτεί. «Τι; Ξέχασες τα τσιγάρα σου; Τι τρέχει;» – «Σώπα αντί να αστειεύεσαι… Eίναι σοβαρό… O πύραυλος δεν απαντάει πια».
Ο ενήλικος – τεχνικός υποτιμά συνήθως την ικανότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται, αφού η παιδική ηλικία λογίζεται αποκλειστικά ως ηλικία αθωότητας και μη αντίληψης οτιδήποτε δυσάρεστου. Η μοναδική βοήθεια που μπορεί πραγματικά να προσφέρει ο γονιός στο παιδί με καταληκτική νόσο είναι να συζητήσει μαζί του και «να του δείξει ότι θέλει να μείνει μαζί του ως το τέλος».
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η θέση του γονέα είναι δεινή, όταν πρέπει να προετοιμάσει το παιδί για μία απώλεια: πρόκειται για κάτι άβολο και βιώνοντας και ο ίδιος θλίψη, πρέπει να βρει έναν τρόπο να εισαγάγει το παιδί σε αυτό που πρόκειται να συμβεί. Αφορμή για σχετική κουβέντα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα από τη φύση, λόγου χάρη η πτώση των νεκρών φύλλων από τα δέντρα. Εκτός από τους γονείς, το σχολείο, ως ένας από τους κύριους φορείς κοινωνικοποίησης, οφείλει να είναι έτοιμο να δεχθεί μεγάλο φάσμα αντιδράσεων, όταν πρέπει να εξηγήσει κάποια απώλεια ή να σταθεί σε κάποιο παιδί που τη βιώνει.
Να αναφέρουμε, γενικά, πως το παιδί δεν είναι αναγκαίο να παρακολουθήσει την κηδεία, όπως επιτάσσει η κοινωνία, ούτε είναι αναγκαίο να απομακρυνθεί από το σπίτι, διότι ενδέχεται να ενταθούν οι φόβοι του και να αισθανθεί απόρριψη.
Κλείνοντας, μνεία αξίζει να κάνουμε και στα στάδια του γνωστού σε όλους Κύκλου του Θρήνου: 1. Σοκ & άρνηση, 2. Θυμός & ενοχή, 3. Κατάθλιψη, 4. Προσαρμογή & αποδοχή. Οι φάσεις δεν ακολουθούν απαραιτήτως συγκεκριμένη χρονική ακολουθία και το παιδί μπορεί να επανέλθει σε στάδιο που έχει ήδη «περάσει».
Γενικότερα, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε, για να βοηθήσουμε ένα παιδί να διαχειριστεί το γεγονός του θανάτου, είναι να είμαστε δίπλα του, να του δίνουμε αγάπη και το δικαίωμα να εκφράσει τα συναισθήματά του, όποια κι αν είναι αυτά. Για τα υπόλοιπα θα μεριμνήσει ο χρόνος.
Μέρος των πληροφοριών έχει αντληθεί από το σύγγραμμα «Παιδί και Γεγονότα Ζωής», των Μ.Λουμάκου και Β.Μπρουσκέλη, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.