Το άρθρο αυτό, θα ξεκινήσει με ένα διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τα λοιπά, δηλαδή με τον ορισμό του οικοσυστήματος. Ως οικοσύστημα εννοείται βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τους οργανισμούς που ζουν σε αυτό. Ως σύστημα μελέτης περιλαμβάνει βιοτικά στοιχεία δηλαδή το σύνολο των οργανισμών ή βιοκοινότητα ενός οικοτόπου, αβιοτικά στοιχεία, όπως είναι ο αέρας, το νερό, το χώμα ο ήλιος κ.ά., καθώς και τις μεταξύ τους συνολικές αλληλεπιδράσεις.
Κρίνεται, επίσης, σκόπιμο να επισημανθεί, ότι τα οικοσυστήματα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Η επέμβαση σε ένα οικοσύστημα μπορεί να έχει καθοριστικές επιπτώσεις σε ένα γειτονικό οικοσύστημα. Ο κίνδυνος των βλαπτικών συνεπειών της επέμβασης καθίσταται μεγαλύτερος στις περιπτώσεις των ευπαθών οικοσυστημάτων, ήτοι εκείνων που διαθέτουν λεπτές ισορροπίες, δυνάμενες να ανατραπούν ακόμη και κατά την πιο μικρή μεταβολή στον τρόπο λειτουργίας τους.
Σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως αυτή προκύπτει από τα άρθρα 24 & 106 του Συντάγματος και τα άρθρα 2 & 130P της Συνθήκης του Maastricht, σε συνδυασμό με τη Διακήρυξη του Ρίο και την Ατζέντα 21, κάθε δημόσια πολιτική και κάθε επέμβαση του κράτους στο ανθρωπογενές και στο φυσικό περιβάλλον πρέπει να λαμβάνει χώρα επί τη βάσει κριτηρίων προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Σκοπός είναι η αποτροπή της βλάβης του περιβάλλοντος. Η παρεχόμενη προστασία, η οποία θα ακολουθεί αυτά τα κριτήρια, πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική (ΟλΣτΕ 2805, 2806/2002 & 2939, 2940/2000).
Εντός αυτού του πλαισίου, δέον είναι να αξιολογηθεί η υλοποίηση των «ήπιων αναπτυξιακών έργων» στις περιοχές του δικτύου Natura 2000, όπως ορίζεται από το άρθρο 218 Ν.4782/2021 (ΦΕΚ 36/Α’/09-03-2021) με τίτλο «Εκσυγχρονισμός, απλοποίηση και αναμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, ειδικότερες ρυθμίσεις προμηθειών στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και άλλες διατάξεις για την ανάπτυξη και τις υποδομές». Το κείμενο του άρθρου, παρατίθεται αυτούσιο:
«1. Έως την ολοκλήρωση και έγκριση των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 (Α’ 160) και στις προστατευόμενες περιοχές σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 21 του ν. 1650/1986, εξαιρουμένων των ζωνών και περιοχών απολύτου προστασίας, ή στις περιπτώσεις καθορισμένων ζωνών προστασίας από ειδικά διατάγματα χρήσεων γης, δύναται να καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπο-περιοχή προστασίας στις περιπτώσεις ήπιων αναπτυξιακών έργων, διασφαλίζοντας ότι δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα της ευρύτερης περιοχής ως προς τις οικολογικές της λειτουργίες σε σχέση με τους στόχους διατήρησης της περιοχής. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται, πέραν των άλλων όρων και περιορισμών για την ανάπτυξη της υπό-περιοχής, ειδικοί κανόνες άσκησης δραστηριοτήτων ή και υλοποίησης τεχνικών έργων.
2.Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παρ. 1 συμπληρωματικά των σχετικών διατάξεων του ν. 3937/2011 (Α’ 60) υποβάλλεται από τον φορέα υλοποίησης του προτεινόμενου έργου:
α) Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ), η οποία ακολουθεί τις προδιαγραφές των εν εξελίξει ΕΠΜ του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 και εγκρίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις προς διασφάλιση της ακεραιότητας της ευρύτερης περιοχής και των στόχων διατήρησης. Αν οι ανωτέρω προηγηθούν της ολοκλήρωσης και έγκρισης των εν εξελίξει Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, αυτές λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη.
β) Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), η οποία συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και δημοσιοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 7 της υπ’ αρ. 107017/2006 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Β’ 1225). Ως αρμόδια αρχή για τις ανάγκες εφαρμογής του παρόντος νοείται η αρμόδια υπηρεσία περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
γ) Γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων του άρθρου 4 του ν. 4447/2016 (Α’ 241).
3. Αν εκπονείται σχέδιο που εντάσσεται στα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, αυτό ενσωματώνεται στα προεδρικά διατάγματα που κατά περίπτωση προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.»
Θύελλα αντιδράσεων ξεσήκωσε το άρθρο 219 του νομοσχεδίου και νυν άρθρο 218 του νόμου. Πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις ζήτησαν την απόσυρσή του, με το επιχείρημα της αντίθεσής του στην εθνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, το θεωρούσαν αντίθετο:
- Σ το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, αφού ο τεμαχισμός των περιοχών Natura 2000 σε υποπεριοχές δεν θα λαμβάνει χώρα με οικολογικά κριτήρια, τα οποία να έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Παράλληλα, οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες θα πραγματοποιούνται από τον φορέα υλοποίησης του έργου, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την ακρίβειά τους, καθώς θα αφορά μόνο την συγκεκριμένη υποπεριοχή και όχι ολόκληρη την περιοχή. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα οικοσυστήματα είναι αλληλένδετα. Μια ήπια επέμβαση σε ένα ευπαθές οικοσύστημα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις, όχι μόνο στο ίδιο, αλλά και στο μικροκλίμα ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
- Με τη διαδικασία δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων των έργων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποστείλει σχετικό αίτημα EU Pilot στην Ελλάδα εγείροντας κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με τη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ), όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η WWF.
- Τέλος, υφίσταται ήδη μία καταδικαστική απόφαση εις βάρος της Ελλάδας (υπόθεση C-849/19, απόφαση C-1047/20, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελλάδος), σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαία η θεσμοθέτηση μέτρων διατήρησης για της περιοχές, οι οποίες εντάσσονται στο δίκτυο Natura 2000, ρύθμιση που πρέπει να έχει συστηματικό χαρακτήρα και να λάβει χώρα επί τη βάσει των οικολογικών απαιτήσεων των οικοτόπων και των ειδών.
Εν κατακλείδι, το άρθρο αυτό δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς οι προστατευόμενες περιοχές απολαμβάνουν υψηλότερου επιπέδου προστασίας για κάποιο λόγο. Συνήθως, ο λόγος αυτός συνίσταται στην ανάγκη διατήρησης της χλωρίδας και της πανίδας τους, αλλά και των φυσικών ισορροπιών τους ως έχουν, διότι είναι εύκολη η βλάβη τους. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν έχουν καθοριστεί μέτρα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των υποπεριοχών, εντός των οποίων θα υλοποιηθούν τα «ήπια αναπτυξιακά έργα», ούτε απαριθμούνται τα έργα που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Η τύχη των περιοχών Natura 2000 στην Ελλάδα είναι αβέβαιη και δυσοίωνη, καθώς μέρα με τη μέρα τμήματά τους αποκόβονται, ώστε να θυσιαστούν στο βωμό της ανάπτυξης.