Η Διεθνής Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα λαμβάνει χώρα εν καιρώ μιας πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης
Σε τέτοιες ακραίες συνθήκες, η αναγκαία συζήτηση για τη διαμόρφωση πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης είναι λογικό να συνοδεύεται από την αγωνία της πιθανής συσχέτισης της κλιματικής πολιτικής με τις πληθωριστικές τάσεις στην ενέργεια. Με αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση για το κλίμα λαμβάνει τη θέση της στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι και σε διλήμματα που σχετίζονται με την ανισότητα, τις παραγωγικές σχέσεις και τις μακροοικονομικές δυναμικές κάθε χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι ερωτήσεις που πρωταγωνιστούν με αφορμή τις εργασίες στη Γλασκόβη αφορούν τις αιτίες της ανόδου των τιμών ενέργειας, τη σύνδεση τους με τις εξαγγελίες περιβαλλοντικών μέτρων, καθώς και τη στάση της ελληνικής οικονομίας στην αναγκαία ενεργειακή προσαρμογή της.
Σε πρώτο επίπεδο, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις αιτίες του ενεργειακού πληθωρισμού, καθώς επιχειρήματα από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες τον συνδέουν με τις εξαγγελίες της COP26. Είναι σίγουρο πως μία ενεργειακή κρίση δεν είναι δυνατόν να αναχθεί σε αποκλειστικούς λόγους ύπαρξης. Ωστόσο, κοιτώντας το φαινόμενο μακροσκοπικά παρατηρείται πως η κλιματική πολιτική, μέσω της αύξησης του κόστους εκπομπής ρύπων, δεν βρίσκεται στον πυρήνα των αιτιών. Αντίθετα, η σημερινή κατάσταση φαίνεται να έχει ρίζες στην ενεργειακή κρίση του 2014.

Αναλυτικότερα, οι αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έβρισκαν τη ζήτηση για ενέργεια, ιδιαίτερα από τη Κίνα, σε υψηλά επίπεδα. Στον απόηχο αυτής της υπερβάλλουσας ζήτησης και επακόλουθης αύξησης στις τιμές, το αμερικανικό κεφάλαιο κατευθύνθηκε σε επενδύσεις στον τομέα του σχιστολιθικού πετρελαίου, ώστε να εκμεταλλευτεί τα θετικά περιθώρια κέρδους. Καθώς, όμως, η ζήτηση αποκλιμακώθηκε, οι χώρες του OPEC εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα κόστους που διαθέτουν και διατήρησαν την αφθονία ενεργειακών πόρων, με σκοπό την απομάκρυνση των αμερικανικών εταιρειών, που εισήχθησαν πριν την αποκλιμάκωση, και την ανάκτηση του μεριδίου αγοράς τους. Η στάση αυτή ισοδυναμούσε με μία τεράστια πτώση στη τιμή της ενέργειας, η οποία διατηρήθηκε έως τις αρχές του 2016.
Φτάνοντας στη σημερινή πανδημική κρίση, τα μέτρα περιορισμού κινητικότητας και η ύφεση που ακολούθησε κλόνισε τη περσινή διεθνή ζήτηση και δημιούργησε προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Καθώς, όμως, η οικονομία ανέκαμψε, το σοκ της ζήτησης του 2021 οδήγησε στη σημερινή ραγδαία άνοδο των τιμών στην ενέργεια. Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα μπορούσε να γίνει η συσχέτιση με τη κατάσταση του 2014, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με πρόβλεψη για αύξηση της παραγωγής ενέργειας. Ωστόσο, έπειτα από τις τεράστιες ζημίες από τις πτώσεις των τιμών του 2014, οι αμερικανικές επιχειρήσεις μείωσαν τις επενδυτικές δραστηριότητες και εστίασαν στην αποκατάσταση των μετόχων μέσω των μερισμάτων.
Ως εκ τούτου, καθ΄ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών η ζήτηση ενεργειακών πόρων κινήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα από τα επίπεδα προσφοράς και παραγωγής. Η φετινή έκρηξη, ωστόσο, έκανε φανερή αυτή την επενδυτική στασιμότητα, κυρίως επειδή συνοδεύτηκε από την αντίληψη των χωρών του OPEC και της Ρωσίας πως το αμερικανικό κεφάλαιο δεν θα ανταποκριθεί άμεσα στην υπερβάλλουσα ζήτηση. Έτσι, και οι δύο πλευρές αναπληρώνουν τα κέρδη που χάθηκαν εξαιτίας των χαμηλών τιμών της τελευταίας πενταετίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κλιματική πολιτική όχι μόνο δεν είναι επί της αρχής η αιτία των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά η σωστή διάρθρωση της δύναται να μετριάσει την εξάρτηση κρίσιμων οικονομικών μεταβλητών από τις συγκρούσεις συμφερόντων Wall Street και κρατών-πετρελαίου.

Εντούτοις, το σχέδιο της πράσινης μετάβασης ήδη από το 2015 στο Παρίσι, αλλά και φέτος στη Γλασκόβη, δεν φαίνεται να διαθέτει τον απαραίτητο πραγματισμό και ρεαλισμό
Η πλευρά των στόχων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής per se αποτελεί, όπως είναι φυσικό, την αναγκαία βάση μιας επιτακτικής συζήτησης για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Το ουσιαστικό μέρος, όμως, βρίσκεται στη πλευρά της διαμόρφωσης συνεκτικής ατζέντας περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμων πολιτικών. Το COP26 οφείλει να εφαρμόσει τις αποτελεσματικές πολιτικές διαχείρισης των περιβαλλοντικών περιορισμών, και έως τώρα βρίσκεται πίσω στην υλοποίηση των δομών που συμφωνήθηκαν το 2015, όπως είναι η οικονομική στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες για την φετινή αξιοπιστία του. Η ουσιαστική δράση είναι απαραίτητη και ευεργετική όχι μόνο για το περιβάλλον, αλλά και την οικονομία. Όσο οι συμφωνίες μένουν σε επίπεδο ευχών, το συνολικό πρόγραμμα από τη μία χάνει την αξιοπιστία του και από την άλλη τιμωρεί όσους όντως δράσουν.
Καταλήγοντας έτσι στην πολιτική της Ελλάδας, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως το κεντρικό πρόταγμα της απολιγνιτοποίησης εγείρει σημαντικά ζητήματα ανεξαρτησίας της χώρας. Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ θα είναι βιώσιμες μόνο εάν εντάσσονται σε ένα συνολικό αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει τη παραγωγή των δομών εγχώρια με πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, και όχι σε ένα ολιγαρχικό πλυντήριο που θα οδηγεί στην τεχνολογική εξάρτηση της χώρας από τις ξένες επιχειρήσεις και στην μόνιμη επιδείνωση του εξωτερικού της ισοζυγίου. Παράλληλα, από την πλευρά της κατανάλωσης η πράσινη μετάβαση είναι αδύνατον να μην είναι αναδιανεμητική. Ακόμα και αν η κλιματική πολιτική δεν επηρεάζει σήμερα τις τιμές της ενέργειας, αναπόφευκτα οι ολοένα και αυστηρότεροι περιορισμοί θα μετακυλήσουν στις τιμές της αγοράς. Ως εκ τούτου, οι εξαγγελίες για κάθε μέτρο μετάβασης είναι αναγκαίο να συνοδεύονται από ισοδύναμα μέτρα στήριξης των αδύναμων στρωμάτων, που θα πληγούν κατά την μετάβαση.
Η περιβαλλοντική πολιτική βρίσκεται στο πιο ιστορικό σταυροδρόμι της και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται ανοργάνωτα και συγκυριακά.