Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Θωμά Κεδρά,
Το Κυπριακό είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που απασχολούσε τόσο τον Κυπριακό λαό όσο και την Ελλάδα πολλές δεκαετίες πριν το 1974
Το τέλμα στο οποίο βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό αποτελεί κατάληξη, αφενός, της ανυποχώρητης και παράνομης στάσης της Τουρκίας που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, και αφετέρου, των διαφόρων λαθών των ελληνοκύπριων διαπραγματευτών ανά τα χρόνια, μέσω σπασμωδικών ενεργειών σε λανθασμένα χρονικά διαστήματα.
Αρχικά, το ζήτημα ήταν υπόθεση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου (που κατείχε τότε την Κύπρο) και της Ελλάδας (επίδοξη διεκδικήτρια του νησιού). Η πρώτη σωρεία λαθών, που σε ένα βαθμό δικαιολογείται ψυχολογικά, ήταν η ανυπομονησία Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων, η άτακτη διεθνοποίηση του θέματος μέσω του Ο.Η.Ε και συνεπώς η εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα (που ως το 1954 δεν είχε ουσιαστικό λόγο). Επιπλέον, η υποκίνηση, από πλευράς της Ελλάδας, ένοπλου αγώνα για την ένωση της Κύπρου με βραχίονα την ΕΟΚΑ, παρά τους ευγενείς στόχους της οργάνωσης και την ένδοξη θυσία πάμπολλων νεαρών μελών της, εκκίνησε δυστυχώς σε μια χρονική στιγμή που δεν ευνοούσε την αλλαγή του εδαφικού status quo. Η ελληνική πλευρά έδρασε τότε κατά τα πρότυπα της Κρήτης, όπου υπήρξαν επαναστάσεις, όμως το 1866, το 1898 και το 1912 δεν μοιάζουν σε τίποτα με το 1956 το οποίο βρίσκεται μετά από 2 παγκοσμίους πολέμους και πολλές απόπειρες όλων των κρατών του κόσμου για ειρήνη.
Η δεύτερη σωρεία λαθών συμπυκνώνεται στην ανάξια εμπιστοσύνης στάση του Μακαρίου, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις όταν επερχόταν συμφωνία ζητούσε κάτι παραπάνω, οδηγώντας τις διαπραγματεύσεις πίσω στο σημείο μηδέν, με τους διεθνείς κύκλους να τον αντιλαμβάνονται ως μαξιμαλιστή. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθούμε στην πλήρη έλλειψη συντονισμού μεταξύ του Μακαρίου και των ελληνικών κυβερνήσεων (χαρακτηριστική ήταν η καχυποψία του Γεώργιου Παπανδρέου απέναντι στον Μακάριο), και στην διστακτική στάση των Ελληνοκυπρίων προς τους Τουρκοκυπρίους. Όταν, οι Ελληνοκύπριοι επιδίωκαν την Ένωση, δίσταζαν να χαρακτηρίσουν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό ως μειονότητα, ενώ ακόμα και όταν η Ένωση κατέστη ανέφικτη και η ελληνική γραμμή στόχευε στην ανεξαρτησία της Κύπρου, οι Ελληνοκύπριοι δίσταζαν να δεχτούν τους Τουρκοκύπριους ως συστατική εθνότητα του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους (πχ Αλβανοί στη Βόρεια Μακεδονία, Κροάτες στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη) και προτιμούσαν τον χαρακτηρισμό της μειονότητας.
Οι τουρκικές εισβολές του Ιουλίου του 1974 είναι μια πραγματικότητα που η Τουρκία προσπαθεί αποτυχήμενα να νομιμοποιήσει βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεων για την Κύπρο, ως απάντηση στο υποκινούμενο από τη χούντα πραξικόπημα στην Κύπρο και ως μια «ειρηνευτική επιχείρηση». Η στάση όμως της Τουρκίας ως κατοχικής δύναμης, με αμετακίνητες διαπραγματευτικές θέσεις, δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί επ’ ουδενί. Υπήρξαν πολλά σχέδια επίλυσης που συχνά φέρουν την σφραγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ, όμως και οι δύο κοινότητες δεν στάθηκαν πολιτικά ικανές ή ιστορικά άξιες ώστε να υλοποιηθεί έστω ένα από αυτά.
Η αμοιβαία καχυποψία έχει προκαλέσει παύση ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, ο θάνατος των αρχικών διαπραγματευτών και η συνεχής αντικατάστασή τους από νέους περιπλέκουν την κατάσταση, και η σύναψη των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου (βάσει των οποίων ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας έπαψαν να είναι μέλη οι Τουρκοκύπριοι το 1974) έχουν προκαλέσει τετελεσμένα που αποτρέπουν την αναζήτηση κοινώς αποδεκτής λύσης.
Η σημερινή θέση της Ελλάδας είναι πως ανεξάρτητα με το πραξικόπημα του 1974, τα τουρκικά στρατεύματα πρέπει να αποχωρήσουν από την Κύπρο επειδή δεν συμφωνεί με το διεθνές δίκαιο η παραμονή τους. Ακόμη, δεδομένης της επί δεκαετίες ανεξάρτητης πορείας της Κύπρου, ο αρχικός στόχος της Ένωσης έχει εγκαταλειφθεί, καθώς πλέον ούτε καν οι Ελληνοκύπριοι την επιδιώκουν. Η Ελληνική πλευρά πιέζει για ανεξάρτητη Κύπρο με ομοσπονδιακή, διζωνική και δικοινοτική μορφή, λαμβάνοντας υπόψη τους Τουρκοκυπρίους και προστατεύοντας τα δικαιώματα και την υπόστασή τους.
Η Ελληνική πλευρά τείνει εσχάτως να υπογραμμίζει πως οι Τουρκοκύπριοι έχουν γίνει όμηροι των επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας, η οποία τους κάνει να νομίζουν ότι μόνο με τη βοήθεια της θα μπορούν να ζουν ελεύθερα. Αυτό όμως δεν ισχύει, αφού αν έρθουν σε συνεννόηση με τους Ελληνοκυπρίους θα ασκούν τα δικαιώματά τους χωρίς περιορισμούς. Άρα για να επέλθει κοινώς αποδεκτή λύση, θα πρέπει και οι Τουρκοκύπριοι να απομακρυνθούν από τη μητέρα-πατρίδα τους (κάτι που θεωρείται ότι οι Ελληνοκύπριοι έχουν ήδη κάνει, λόγω της επί δεκαετίες αυτόνομης πορείας τους).
Η Τουρκική γραμμή σήμερα αποκρυσταλλώνεται στη διαιώνιση της κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου, τη συνέχιση της πλήρους εξάρτησης των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία, και την διεθνή σταυροφορία αναγνώρισης του ψευδοκράτους από τα άλλα κράτη μέλη του ΟΗΕ. Επιπλέον,η οριστική διχοτόμηση της Κύπρου μέσω της ενσωμάτωσης του βόρειου τμήματος του νησιού στην τουρκική επικράτεια δεν έχει αποκλειστεί ως ενδεχόμενο. Αυτό θα επιδιώξει η Τουρκία αν αλλάξει το διεθνές status quo και ξαναρχίσουν να γίνονται προσαρτήσεις εδαφών.
Καταληκτικά, η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν τελεσφόρησε για διάφορους λόγους. Παρόλη τη δυστυχία που έχει προκληθεί σε χιλιάδες Κύπριους, μια ανεξάρτητη Κύπρος θα αποτελεί διαχρονικά σύμμαχο της Ελλάδας, ειδικά στις αντιπαραθέσεις της με την Τουρκία.
Όσο πιο εύρωστη οικονομικά, ισχυρή πολιτικά και ενεργή πολιτισμικά είναι η ανεξάρτητη Κύπρος, τόσο πιο κερδισμένη θα βγει η Ελλάδα από το κύρος του εταίρου της!
Ειδικά αν αναβαθμιστεί και το οικονομικό, βιοτικό, πολιτισμικό επίπεδο των Τουρκοκυπρίων στους κόλπους μιας ομοσπονδιακής ανεξάρτητης Κύπρου, η Τουρκία με τη σημερινή αναχρονιστική της μορφή θα περιθωριοποιηθεί ακόμα περισσότερο διεθνώς.