«Θέλουμε μια εκκλησία με ένα εκσυγχρονιστικό πρόσωπο, που, ωστόσο, δεν θα θίγει τα δόγματα και τις παραδόσεις, αλλά θα είναι κοντά στον κόσμο». Με αυτά τα λόγια ανέβαινε τον πρώτο θρόνο των Αθηνών, ο τότε πενηνταεννιάχρονος και ήδη 24 έτη, μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, Χριστόδουλος. Με αυτά τα λόγια οι χιλιάδες Αθηναίες και οι Αθηναίοι υποδέχονταν το όραμα του νέου θρησκευτικού ηγέτη της ελλαδικής εκκλησίας. Ένα όραμα πηγαίο και όχι αποτέλεσμα πιέσεων ή στρεβλώσεων και πάνω από όλα ένα όραμα πιο επίκαιρο παρά ποτέ.

«Δεν κρίνει ο Θεός τον άνθρωπο αν φοράει σκουλαρίκι ή με το αν φοράει κοντή φούστα». Ο επί σχεδόν 10 χρόνια προκαθήμενος της ελλαδικής εκκλησίας, Χριστόδουλος, διευκρίνιζε πως δεν έχει σημασία μια επιδερμική, αλλά μια ουσιαστική προσέγγιση και σχέση με το Θεό. Επομένως, ο Θεός δεν κρίνει τον άνθρωπο ανάλογα με τα ρούχα, την φυλή, το χρώμα – εξάλλου ο μακαριστός Χριστόδουλος είχε χειροτονήσει έγχρωμο ιερέα – και την περιβολή, αλλά με ένα και μοναδικό κριτήριο, την δική τους πίστη σε Εκείνον, ο οποίος έχυσε το αίμα του για εμάς.

Πολλές φορές η εκκλησία έχει κατακριθεί πως δεν συμπορεύεται με την εκάστοτε εποχή, πως προάγει με τον τρόπο της τον απομονωτισμό και την οπισθοδρόμηση ή ακόμη χειρότερα στρέφεται ενάντια ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων, φυλών, χρώματος και κουλτούρας. Ασφαλώς, όποιοι τα αναπαράγουν αυτά, έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών άνευ όρων, έναντι της εκκλησίας. Η εκκλησία δεν έχει όπλα, δεν μπορεί να απειλήσει και σε καμία περίπτωση δεν το θέλει κιόλας. Η εκκλησία, που είναι επίσης τροφός, είναι μάνα και ως μάνα στοργική δεν ξεχωρίζει και συγχωράει τα παιδιά της, που πολλές φορές στρέφονται εναντίον της, μόνο ένα πράγμα κηρύττει, την αγάπη, καθώς ο Χριστός αγάπη εστί. Κυρήττει, δηλαδή ότι αγάπη είναι ο ίδιος ο Χριστός, όχι πως η αγάπη εκπορεύεται από εκείνον. Είναι εκείνη που σε κάθε φάση και στιγμή της διακηρύττει πως ο πρώτος πρόσφυγας είναι ο ίδιος ο σωτήρας Χριστός, επομένως, θεωρείται αδιανόητο Αυτή η εκκλησία να μην ενσκύψει πάνω από αυτούς τους ανθρώπους που διεκδικούν το ύψιστο και αναφαίρετο δικαίωμά τους στη ζωή. Δεν αρνήθηκε πότε την πολυπολιτισμικοτητα, αλλά αυτό το οποίο φαίνεται πως ήδη το κάνει και θα το κάνει, είναι να στέκεται απέναντι στην μετάλλαξη της πατρίδας μας σε μέτρα και σταθμά καθ’ υπόδειξιν άλλων.

Εννοείται πως η εκκλησία δεν γινόταν να μην τοποθετηθεί στο μείζον και φλέγον ζήτημα που ταλανίζει την παγκόσμια κοινότητα, δηλαδή τον covid-19 και την πανδημία που αυτός επιφέρει.

Πράγματι η εκκλησία – και οι λειτουργοί αυτής – ως μέλος των κοινωνιών και ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κλήθηκε να πειθαρχήσει στις πράγματι αναγκαίες αποφάσεις της ελληνικής πολιτείας, περί της αναστολής λειτουργίας των χώρων συνωστισμού και ως απόρροια αυτού, να υπακούσει σε ένα μέτρο ανιστόρητο και αντισυνταγματικό περί απαγόρευσης τέλεσης της θείας λειτουργίας. Ένα μέτρο, το οποίο δεν ξαναέγινε ποτέ στην ιστορία της Ελλάδας, καθώς ακόμα και στα πέτρινα χρόνια διωγμών δεν σταμάτησε να τελείται θεία ευχαριστία  και δεν σίγησαν ποτέ η καμπάνα της και οι ψαλμοί της. Είτε αρέσει επομένως είτε όχι, το κοινό ποτήριον, το ποτήριον της ζωής, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ποτήριον θανάτου και αυτό το καταδεικνύουν τα χιλιάδες χρόνια τέλεσης αυτού του μυστηρίου και η παντελής απουσία μεταδόσεως οποιασδήποτε ασθένειας (Σπιναλόγκα, ιοί και μολύνσεις στην Αφρική και την Ασία).

Ως εκκλησία έχει ιερό χρέος να προστατεύσει και να περιφρουρήσει τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά και τα σώματα αυτών. Οφείλουμε να κλείσουμε το συγκεκριμένο θέμα, παραθέτοντας τα λόγια του προκαθήμενου της ορθόδοξης εκκλησίας της Ανατολής, του αρχιεπίσκοπου Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου πως οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τους σύγχρονους μάρτυρες της γενιάς μας, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους εθελοντές. Αλλά οφείλουμε να πούμε πως αυτό που θίγεται δεν είναι η πίστη, αλλά οι πιστοί, δεν είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά εμείς οι άνθρωποι.

Πηγή εικόνας: Athens Voice