Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Στάυρου Κοροβέση,

Ως καθόλου απροσδόκητα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος των Τμημάτων Ιστορίας και Πληροφορικής, «Ιστορική Έρευνα Διδακτική και Νέες Τεχνολογίες», του Ιόνιου Πανεπιστημίου, και τα οποία δημοσίευσε η «Εφ.Συν.» στις 21/10/2020. Η διαδικτυακή έρευνα του Ιόνιου Πανεπιστημίου, υπό την επιστημονική καθοδήγηση του αντιπρύτανη, καθηγητή, Κώστα Αγγελάκου, πραγματοποιήθηκε κατά την α’ φάση του κορονοϊού και έρχεται να διερευνήσει τις νέες τάσεις και τους προβληματισμούς στον χώρο της ενημέρωσης, σε μια συγκυρία που τα ΜΜΕ παίζουν καθοριστικό ρόλο εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που επέβαλε η πανδημία. Τα δύο βασικά στοιχεία που προέκυψαν ως συμπεράσματα είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών στον Τύπο γενικά και η πρωτοκαθεδρία της τηλεόρασης και του διαδικτύου έναντι των υπόλοιπων μέσων.

Ειδικότερα, περισσότεροι από 8 στους 10 ερωτηθέντες αμφισβητούν κάθετα την ανεξαρτησία και αμεροληψία των ΜΜΕ, δηλώνοντας ότι αυτά εξυπηρετούν συμφέροντα. Παρομοίως, το 46,7% θεωρεί ότι η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι «λίγο αντικειμενική», το 31,6% «καθόλου αντικειμενική», ενώ στον αντίποδα, το ότι είναι «αρκετά αντικειμενική» βρίσκεται μόλις στο 18,6% και «πολύ αντικειμενική» στο 1,9%. «Ωστόσο, η αντίφαση η οποία διατρέχει και ανάγεται από τη συγκεκριμένη δημοσκόπηση είναι ότι οι συμμετέχοντες, αν και αμφισβητούν έντονα τη δημοσιογραφία ως μη αντικειμενική και τα ΜΜΕ ως εξαρτημένα, την ίδια στιγμή προστρέχουν ασμένως ή παθητικώς στην αναζήτηση αυτού του είδους ενημέρωσης», σύμφωνα με τον καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου και διευθυντή σύνταξης του περιοδικού «Νέα Παιδεία», Κώστα Αγγελάκο.

Μια πρωτοφανής μιντιακή προπαγάνδα, λοιπόν, που ξεκάθαρα προΐσταται οποιασδήποτε άλλης και υποθάλπτεται από τον φόβο που έχει κατακλύσει την ιδιάζουσα και ιδιόρρυθμη καθημερινότητά μας, ύστερα από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία ο ελληνικός λαός βρίσκεται μονίμως υπό τη «σκέπη» ενός διαρκούς φόβου, αρχής γενομένης με την οικονομική κρίση, φθάνοντας στην κορύφωση του τούτες τις δύσκολες και «παστρικές» ημέρες που βιώνουμε σήμερα. Η συμπύκνωση δε του φόβου  ενσαρκώνεται σε δόσεις, γύρω από το τρίπτυχο πρωί, απόγευμα, βράδυ, καθώς πλέον το πρωί μετράμε ύφεση, το απόγευμα κρούσματα και το βράδυ ναυτικά μίλια.

Φυσικά, η πανάκεια στην αντιμετώπιση του φόβου δε θα πρέπει να είναι η πλήρης άγνοια των πολιτών, αλλά μια αντικειμενική και αμερόληπτη ενημέρωση, όσο κλισέ και αν φαντάζει η παραπάνω πρόταση. Μα φυσικά μια αμερόληπτη ενημέρωση δεν κωφεύει, δεν κάνει τα στραβά μάτια σε προβληματικές διατάξεις και άρθρα νόμων, ειδικά όταν αυτά επαναφέρουν απροκάλυπτα τη λογική του «ρουσφετιού», μια τακτική που έχει στοιχίσει τα πάνδεινα στην πολιτική, οικονομική ζωή του τόπου. Και φυσικά η αναφορά γίνεται για  το άρθρο 67 του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου 4735/2020. Υπό τον τίτλο «Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάσει ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου», το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει τα ακόλουθα: «Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους». Δηλαδή, οι πληρωμές κονδυλίων από τους Δήμους και τις Περιφέρειες ανά τη χώρα, οι οποίες πέρασαν μεν την «πόρτα» των ελέγχων από τις ΥΔΕ, όσο και από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτές, και ακολούθησαν πειθαρχικές και ποινικές διώξεις, με τη συγκεκριμένη διάταξη «συγχωρούνται».

Επίσης, η επίμαχη διάταξη δεν εντάχθηκε σε κάποιο σχετικό νομοσχέδιο, αλλά επιλέχθηκε η μέθοδος των συνοπτικών διαδικασιών μέσω τροπολογίας και σε άσχετο σχέδιο νόμου (για την ιθαγένεια), προκειμένου να αποφευχθούν τα πολλά – πολλά και οι έλεγχοι. Για την ιστορία, η διάταξη που αθωώνει την κακοδιαχείριση από τους ΟΤΑ ψηφίστηκε από τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.

Άλλωστε, η συγκεκριμένη πρακτική δεν αποτελεί πρωτοτυπία στα μεταπολιτευτικά, κοινοβουλευτικά δεδομένα. Ιδιαίτερα, όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης όλες οι κυβερνήσεις επιστράτευσαν την ενσωμάτωση άσχετων άρθρων στα προς ψήφιση σχέδια νόμου, με σκοπό φυσικά την «αναίμακτη» ψήφιση διατάξεων που άπτονται φλέγοντων, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, που υπό φυσιολογικές περιπτώσεις, αν γίνονταν αντιληπτά από το λαό, θα δημιουργούσαν εύλογα ευρείες κοινωνικές αντιδράσεις. Όλα σταθμισμένα και υπολογισμένα, λοιπόν, με βάση το πολιτικό κόστος, κομμένα και ραμμένα στην κοντόφθαλμη λογική «κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας».

Πολιτικά και μιντιακά τερτίπια που δεν υπολογίζουν, ωστόσο, το μακροπρόθεσμο πολιτικό κόστος, που δεν είναι άλλο από την απάθεια του κόσμου και την απομάκρυνση του κόσμου από τα «κέντρα λήψης αποφάσεων», που τόσο πολύ κοστίζει στο δημοκρατικό πολίτευμα. Τη στιγμή που θα έπρεπε να αποφεύγουμε λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν στην πρόσφατα βιωθείσα εθνική, οικονομική τραγωδία, ολισθαίνουμε σε διατάξεις και πρακτικές άλλων εποχών, που ενσαρκώνει η πολιτική ενός πελατειακού κράτους, όσο και αν επικοινωνιακά γίνεται προσπάθεια εξορκισμού του τελευταίου από τους εθνικούς μας αντιπροσώπους.

Αυτό που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου είναι ότι, επενδύοντας στις συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όπως ο περιορισμός των μετακινήσεων και των προσωπικών ελευθεριών, συνδυαστικά με την ενσωμάτωση άσχετων άρθρων νόμου στα έκτακτα νομοσχέδια κατά της διασποράς του covid-19, εντείνουν την καχυποψία των πολιτών, καθώς και εκείνες τις θεωρίες συνομωσίας που στρέφονται γύρω από τον συγκεκριμένο ιό. Τη στιγμή, μάλιστα, που θα έπρεπε η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών να βρίσκεται συσπειρωμένη γύρω από τις επιστημονικές και πολιτειακές νουθετήσεις για την αντιμετώπιση του ιού, οι συγκεκριμένες πρακτικές δύναται να λειτουργήσουν ακόμη πιο αποσταθεροποιητικά στις σχέσεις κράτους και πολίτη.