Εννοιολογικά η λέξη χρέος από τη μία εκφράζει τη θαλπωρή του πρέποντος και του καθήκοντος, όπως αυτό προς τη πατρίδα και τη δημοκρατία, ενώ από την άλλη περιγράφει το ψύχος της αμαρτίας και της υποτέλειας.
Ο αντιφατικός χαρακτήρας του στη πραγματικότητα αποτελεί έναν εξαιρετικό κατοπτρισμό του ρόλου του στον καπιταλισμό. Το ίδιο χρέος που λειτουργεί ως το σημαντικότερο αναπτυξιακό εργαλείο των οικονομιών μας, συνιστά ταυτόχρονα το θεμέλιο λίθο μιας αέναης φυλακής. Σαν σήμερα πριν 6 χρόνια, η ελληνική κοινωνία πρωτοστάτησε στο σπάσιμο αυτής της τοξικής παγίδας, πριν τελικά κλειδωθεί ακόμα πιο βαθιά από τους «όχι παντός καιρού» πολιτικούς εκπροσώπους της.
Το ιδανικό θα ήταν η σημερινή μέρα να σηματοδοτούσε μία ιστορική κληρονομιά και όχι μια επίκαιρη και επιτακτική αναγκαιότητα. Η πραγματικότητα της σημερινής κρίσης του κορωνοϊού, όμως, φανερώνει την ουσιαστική διάσταση του χρέους. Αυτή της παγίδας και της φυλακής. Η συστημική ρητορική του 2015 αναδείκνυε πως το χρέος δεν αποτελεί πρόβλημα, όσο η οικονομική πολιτική επικεντρώνεται σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ελληνική οικονομία υπέφερε από βαθιά δομικά προβλήματα και στρεβλώσεις, τα οποία έπρεπε να επιλύσει. Ωστόσο, ακόμα και μία μεταρρυθμισμένη οικονομία συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια ανάρρωσης, όταν είναι δεμένη με το βραχνά ενός αβάσταχτου χρέους πριν καν συγκροτήσει μία αναπτυξιακά δυναμική επανεκκίνηση.
Οι λόγοι που εγκλωβίζουν μία οικονομία, με τα χαρακτηριστικά της δικής μας, σε έναν τέτοιον τοξικό φαύλο κύκλο είναι κυρίως δύο. Ο ένας οικονομικός και ο άλλος πολιτικός.
Η οικονομική πτυχή του ζητήματος αφορά τις πολυσυζητημένες έννοιες της φερεγγυότητας της χώρας και της βιωσιμότητας του χρέους της. Φερέγγυα είναι μία οντότητα όταν διαθέτει τους πόρους εκπλήρωσης των δανειακών της υποχρεώσεων. Ενώ για μία επιχείρηση είναι προφανές πότε η παραπάνω ικανότητα δεν πληρείται, στη κρατική εκδοχή της φαίνεται να είναι απεριόριστη, μια και κάθε κράτος δύναται να προσαρμόσει τη δημοσιονομική πολιτική του και να τηρήσει τις υποχρεώσεις του.
Εντούτοις, δύο παράγοντες αποκαλύπτουν την ιδιαιτερότητα του δημοσίου χρέους.
Αρχικά, η φερεγγυότητα ενός κράτους υπόκειται σε πολιτικά και κοινωνικά όρια. Ακόμα και αν η χώρα διαθέτει τους πόρους, οι πολίτες δεν είναι αενάως διατεθειμένοι να αποδέχονται αυξήσεις φορολογίας ή μειώσεις κοινωνικών δαπανών με σκοπό τη κάλυψη των πιστωτών τους.
Δεύτερον, τα έσοδα ενός κράτους συσχετίζονται με τις δαπάνες του. Σε καιρούς που η ύφεση μειώνει τις ιδιωτικές δαπάνες, η απόφαση ενός κράτους να ελαττώσει βίαια τις δημόσιες δαπάνες επιταχύνει την ύφεση, γεγονός που μειώνει και τα φορολογικά του έσοδα. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε μια πυραμιδική λιτότητα που στερείται οποιασδήποτε λογικής και προοπτικής ουσιαστικής ανάκαμψης.
Οι συνθήκες αυτές καθιστούσαν και καθιστούν το χρέος μας οικονομικά μη βιώσιμο και η άρνηση της πραγματικότητας απλώς επιδεινώνει τη θέση της χώρας στην οικονομική φυλακή της.

Μια φυλακή του σήμερα, του αύριο, των επόμενων δεκαετιών.
Βραχυχρόνια γιατί η κοινωνία μένει αβοήθητη σε οποιοδήποτε οικονομικό σοκ την απομακρύνει από τους δημοσιονομικούς της στόχους. Αρκούν λίγα μόνο τυχαία στραβοπατήματα για να τη πνίξει ξανά ο καπνός της αθέτησης υποχρεώσεων ενός προγράμματος που παίρνει ως δεδομένη μια ομαλή πορεία σαράντα συναπτών ετών.
Μακροχρόνια γιατί η μετάθεση της «απελευθέρωσης» για το μέλλον και η δημοσιονομική προσαρμογή στα προαναφερθέντα στραβοπατήματα απλώς θα αποτελειώνει την ελπίδα των πολιτών και θα στραγγίζει κάθε σταγόνα αξιοπιστίας. Έτσι, οι παραγωγικότεροι πολίτες και οι επενδυτικοί πόροι, που θα στήριζαν το άλμα της χώρας προς την πράσινη βιομηχανική επανάσταση, απλώς θα αποχωρούν μπροστά στη διαιώνιση της αστάθειας, αφήνοντας πίσω παρασιτισμό και μεμονωμένα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα.
Συνοπτικά, οι πολιτικές μόνιμης λιτότητας όχι μόνο παγιδεύουν τη χώρα σε βραχυχρόνια υποαπασχόληση κατόπιν οποιουδήποτε οικονομικού σοκ, αλλά και οδηγούν στη σταδιακή συρρίκνωση των μακροχρόνιων παραγωγικών δυνατοτήτων της.
Η πολιτική πτυχή του ζητήματος έρχεται να αποσαφηνίσει τους λόγους πίσω από την επιλογή των παραπάνω παράλογων οικονομικών πολιτικών, αλλά και να αναδείξει την άλλη όψη της ίδιας φυλακής. Εδώ το χρέος αποκρυσταλλώνει την αρχέγονη κοινωνική σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Εκφράζει, εκτός από έναν οικονομικό ζυγό, ένα πολιτικό όπλο, το οποίο οι πιστωτές ιστορικά χρησιμοποιούν για να επιβάλλουν την πολιτική τους ατζέντα. Η βεβιασμένη και μαζική ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η υπέρ-απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο έλεγχος του φορολογικού λογισμικού από «ανεξάρτητες» αρχές, η πώληση των κόκκινων δανείων σε Funds του εξωτερικού, το σχέδιο Ηρακλής και οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα όσον αφορά τη πρώτη κατοικία είναι μόνο μερικά από τα απαυγάσματα της επιβεβλημένης δουλοπαροικίας χρέους.

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2015
Aυτή ακριβώς είναι και η ολότητα του μνημονίου. Δανεισμός σε έναν πτωχευμένο υπό όρους ενός μείγματος παράλογης και αντιπαραγωγικής λιτότητας μαζί με πολιτικές αποικιοποίησης και μεταφοράς της λήψης αποφάσεων σε αυταρχικές γραφειοκρατίες.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην «άνοιξη» του 2015. Άλλοι την είπαν «σκοτεινό διάλειμμα», ενώ άλλοι «αυταπάτη».
Σήμερα, η μετατροπή της ήττας σε ώριμη κοινωνική συνείδηση για τα αδιέξοδα της λιτότητας και τη πολιτική εργαλειοποίηση του χρέους είναι παραπάνω από αναγκαία. Η εμπέδωση πως η μάχη με αυτή τη κοινωνική παγίδα ακολουθεί έναν δύσκολο δρόμο αρετής, τόλμης και ρεαλιστικών συμβιβασμών, και όχι κάποιων εύκολων και αυτόματων λύσεων, δύναται να αναγεννήσει ένα μέτωπο με συγκροτημένο εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα, έτοιμο να διεκδικήσει την ελευθερία που του αξίζει.
Η νέα κρίση που βιώνουμε μας φέρνει ξανά αντιμέτωπους με τα αδιέξοδα της επιβεβλημένης πραγματικότητας. Η πίστη πως μέχρι το 2060 καμία κρίση δεν θα διαταράξει την τοξική στασιμότητα διαψεύστηκε γρηγορότερα από όσο θα περιμέναμε. Για ακόμη μια φορά το χρέος θα υπονομεύει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής ανάκαμψης και οι ίδιοι θεσμοί θα διαλαλούν πως δεν αποτελεί το μείζον πρόβλημα. Το εάν η επόμενη «άνοιξη» γίνει ματωμένη και δουλοπρεπής επαφίεται ξανά στην ιστορική ευθύνη των λαών της Ευρώπης.