Πηγή εικόνας: Genocide-museum.am

Η Γενοκτονία των Αρμενίων συγκαταλέγεται στις πιο μελανές στιγμές του περασμένου αιώνα. ‘Ηταν, κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα οργανωμένο σχέδιο από την τότε Οθωμανική κυβέρνηση, για  την εξάλειψη μιας ολόκληρης εθνοτικής και θρησκευτικής ομάδας. Την πρωτοβουλία των αποφάσεων είχε η τριανδρία που εξουσίαζε την χώρα εκείνα τα χρόνια, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων. Όλοι τους ήταν μέλη του Κόμματος Ένωσης και Προόδου (CUP). Ήταν οι Ενβέρ Πασάς, Ταλαάτ Πασάς και Ντζεμάλ Πασάς. Με τις προτροπές των Γερμανών, αποζητώντας προσωπικό όφελος και με όνειρο την επάνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο παγκόσμιο προσκήνιο, οι τρείς αυτοί άνδρες έβαλαν την χώρα σε μία περιπέτεια, που στοίχισε τα πάντα στους ίδιους, αλλά και στα εκατομμύρια των πολιτών της.

Η είσοδος των Οθωμανών στον πόλεμο δυσκόλεψε περισσότερο την Ρωσία, που ήδη πολεμούσε στο ανατολικό μέτωπο τους Γερμανούς και τους Αυστροούγγρους. Τότε η ρωσική ηγεσία αναγκάστηκε να στείλει στρατεύματα στον Καύκασο, για να σταματήσουν την επερχόμενη εισβολή των Οθωμανών. Για να τους προλάβουν, οι Ρώσοι εξαπέλυσαν πρώτοι επίθεση την ίδια μέρα που κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η επίθεση Bergmann είχε ως στόχο την κατάληψη των πόλεων Doğubeyazıt και Köprüköy, ώστε να κερδηθεί από νωρίς στρατηγικό βάθος σε μελλοντικές επιχειρήσεις. Το όλο εγχείρημα οδήγησε σε αποτυχία και οι Οθωμανοί πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο Ενβέρ Πασάς, αισιόδοξος για την κατάληξη των επιχειρήσεων, εξαπέλυσε την γνωστή επίθεση στο Sarıkamıș, χωρίς τα στρατεύματά του να είναι προετοιμασμένα να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες της περιοχής. Η μάχη του Sarıkamıș ήταν μια από τις χειρότερες αποτυχίες των Οθωμανών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Οι απώλειες ήταν τεράστιες. Μετά την μάχη, οι Ρώσοι βρήκαν κάπου στα 30.000 παγωμένα πτώματα Οθωμανών στρατιωτών. Μόνο το 10% της συνολικής δύναμης που ξεκίνησε την επιχείρηση, κατάφερε να γυρίσει πίσω στις αρχικές της θέσεις. Η τραγική αποτυχία της επίθεσης στον Καύκασο δημιούργησε στις τάξεις των Οθωμανών την πεποίθηση πως για την ήττα έφταιγαν οι Αρμένιοι της περιοχής. Μεγάλος αριθμός Αρμενίων είχε πολεμήσει με τον Ρωσικό στρατό και αυτό για τους Οθωμανούς θεωρήθηκε προδοσία. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Ενβέρ Πασάς μαζί με τους άλλους δύο Πασάδες, τον Ταλαάτ και τον Ντζεμάλ, ξεκίνησαν τα σχέδια για την Αρμένικη γενοκτονία.

Υπήρχαν περίπου 1,5 εκατομμύρια Αρμένιοι που ζούσαν στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915. Τουλάχιστον 664,000 και πιθανώς 1,2 εκατομμύρια πέθαναν κατά τη γενοκτονία είτε σε σφαγές είτε σε ατομικές δολοφονίες ή από συστηματική κακομεταχείριση, έκθεση σε αντίξοες συνθήκες και λιμοκτονία. Στις 25 Φεβρουαρίου 1915, το Γενικό Επιτελείο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας  ανακοίνωσε την οδηγία 8682 του Υπουργού Άμυνας Ενβέρ Πασά με θέμα: «Αύξηση της ασφάλειας και των προφυλάξεων», σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες. Η οδηγία ζητούσε την απομάκρυνση όλων των Αρμενίων που υπηρετούσαν στις οθωμανικές δυνάμεις από τις θέσεις τους και την αποστράτευσή τους. Τους ανατέθηκε σκληρή εργασία στα  εργατικά τάγματα (τουρκικά: amele taburları). Η οδηγία 8682 κατηγορούσε το Αρμενικό Πατριαρχείο για την διαρροή κρατικών μυστικών στους Ρώσους. Ο Ενβέρ Πασάς δικαιολόγησε την απόφαση αυτή με πρόσχημα τον «φόβο ότι οι Αρμένιοι θα συνεργάζονταν με τους Ρώσους».

Η καταστροφή των Αρμενίων ήταν στενά συνδεδεμένη με τα γεγονότα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Φοβούμενη ότι τα στρατεύματα του εχθρού θα έπειθαν τους Αρμένιους να τα ακολουθήσουν, την άνοιξη του 1915 η οθωμανική κυβέρνηση άρχισε την απέλαση του αρμενικού πληθυσμού από τις βορειοανατολικές παραμεθόριες περιοχές. Τους μήνες που ακολούθησαν, οι Οθωμανοί επέκτειναν τις απελάσεις από όλες σχεδόν τις επαρχίες, ανεξαρτήτως της απόστασης αυτών από τις ζώνες μάχης. Τα θύματα της γενοκτονίας των Αρμενίων περιλαμβάνουν ανθρώπους που σκοτώθηκαν στις τοπικές σφαγές, οι οποίες ξεκίνησαν την άνοιξη του 1915 και άλλους που πέθαναν κατά τη διάρκεια των απελάσεων, υπό συνθήκες λιμού, αφυδάτωσης, έκθεσης σε αντίξοες συνθήκες και ασθένειες. Επίσης στους αριθμούς μπαίνουν και οι Αρμένιοι που έχασαν τη ζωή τους, καθώς έφταναν στις ερημικές περιοχές της νότιας αυτοκρατορίας, που σήμερα αποτελούν η βόρεια και ανατολική Συρία, η βόρεια Σαουδική Αραβία και το Ιράκ. Επιπλέον, δεκάδες χιλιάδες παιδιά αρμένικης καταγωγής απομακρύνθηκαν βίαια από τις οικογένειές τους και προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ.

Oι πρώτες συλλήψεις ξεκίνησαν τη νύχτα της 23ης Απριλίου 1915 και ολοκληρώθηκαν την επόμενη μέρα, όταν ο Ταλαάτ Πασάς έστειλε τα γνωστά τηλεγραφήματά του: το πρώτο πήγαινε στην Ανώτατη Διοίκηση του Οθωμανικού Στρατού, για να αφοπλίσει όλους τους Αρμένιους με στολή οπουδήποτε στην αυτοκρατορία και να τους στείλει σε καταναγκαστική εργασία. Τέλος, διέταζε να συλληφθούν μέλη οποιασδήποτε τοπικής  Αρμενικής οργάνωσης και να καταληφθούν τα ιδρύματά τους. Ένα άλλο τηλεγράφημα ήταν το ένταλμα που έφερε μια πολύ μεγαλύτερη καταστροφή: Ο Ταλαάτ Πασάς άλλαξε τον προορισμό των μαζικών απελάσεων από την κεντρική Ανατολία, όπου ήταν πιο δυνατή η επιβίωση των εκτοπισμένων, στις μακρινές ερήμους της Συρίας, ιδίως στο Deir ez Zor.

 Οι τρεις πρωτεργάτες πασάδες της Αρμενικής Γενοκτονίας, πηγή εικόνας: Turkish Independent

Άλλες εθνοτικές ομάδες, που δέχτηκαν την ίδια βαρβαρότητα, ήταν οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Η γενοκτονία των Ασσυρίων και η ελληνική γενοκτονία, καθώς και η αντιμετώπισή τους από την τότε οθωμανική κυβέρνηση, θεωρούνται από ορισμένους ιστορικούς, ως μέρος του ίδιου σχεδίου με την γενοκτονία των Αρμενίων.  Μετά την παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1918, οι Τρεις Πασάδες έφυγαν στη Γερμανία, όπου τους δόθηκε προστασία. Το 1919, υπό την πίεση των Βρετανών, ο Σουλτάνος ​​Μεχμέτ Στ’ διέταξε εσωτερικά στρατοδικεία να δικάσουν τα μέλη του Κόμματος Ένωσης και Προόδου (CUP), για το ρόλο τους στην είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συμβολή τους στην Αρμενική γενοκτονία. Μέχρι τον Απρίλιο του 1919, πάνω από 100 κορυφαίοι Τούρκοι αξιωματούχοι τέθηκαν υπό σύλληψη και άρχισαν τέσσερις μεγάλες δίκες, σχετικά με τις σφαγές και τις απελάσεις των Αρμενίων στο Yozgat και στην Τραπεζούντα και με τον ρόλο του CUP και των υπουργών του στην γενοκτονία. Τα στρατιωτικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι ήταν βούληση του CUP να εξαλείψει τους Αρμένιους από την αρχή του πολέμου. Κατά συνέπεια, τα στρατοδικεία διέλυσαν επίσημα το CUP και κατέσχεσαν τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία εκείνων που κρίθηκαν ένοχοι. Σχεδιάστηκε να γίνουν περισσότερες δίκες, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Στις 13 Ιανουαρίου 1921, τα στρατοδικεία καταργήθηκαν εντελώς, με τη δικαιοδοσία να επιστρέφεται σε τακτικά στρατιωτικά δικαστήρια. Σχεδόν όλες οι βασικές προσωπικότητες του CUP κατάφεραν να ξεφύγουν από την Τουρκία πριν από τη δίκη. Κάποιοι μικρότεροι ηγέτες του CUP καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο ή καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης, αλλά πολλοί από αυτούς τελικά δραπέτευσαν ή απελευθερώθηκαν. Καθώς οι κατηγορούμενοι ελευθερώθηκαν, το ένατο Παγκόσμιο Συνέδριο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, αποφάσισε να εντοπίσει και να εκτελέσει τους Οθωμανούς ηγέτες που έφεραν μεγαλύτερη ευθύνη, σε μια μυστική επιχείρηση που ονομάζεται «Επιχείρηση Νέμεσις». Μέχρι το τέλος του 1922, δολοφονήθηκαν δώδεκα κορυφαίοι τούρκοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες. Στις 15 Μαρτίου 1921, ο Ταλαάτ Πασάς πυροβολήθηκε στην μέση του δρόμου στο Βερολίνο,  μπροστά σε αρκετό κόσμο. Ο δράστης ήταν ο Soghomon Tehlirian, μέλος της Αρμενικής επιχείρησης εκδίκησης Νέμεσις. Ο δράστης επικαλέστηκε προσωρινή παραφροσύνη που προκλήθηκε από τις μαζικές δολοφονίες, ενώπιον μιας δικαστικής επιτροπής, που της πήρε μόνο λίγο περισσότερο από μία ώρα, για να τον απαλλάξει. Ο Ντζεμάλ Πασάς δολοφονήθηκε το 1922 στην Τιφλίδα της Γεωργίας από δύο μέλη της Νέμεσις. Ο Ενβέρ Πασάς είχε διαφορετικό τέλος.

Στο Βερολίνο γνώρισε τον αρχηγό των Μπολσεβίκων Καρλ Ράντεκ και το 1920 πήγε στη Μόσχα. Πρότεινε την ιδέα της ανατροπής του καθεστώτος του Μουσταφά Κεμάλ στην Τουρκία με σοβιετική βοήθεια, αλλά αυτό το σχέδιο δεν έλαβε υποστήριξη από τους Σοβιετικούς. Αν και οι Σοβιετικοί ηγέτες τον υποψιάστηκαν, ο Ενβέρ κατάφερε  να πάει στο Τουρκιστάν με ένα σχέδιο, για να βοηθήσει στην οργάνωση των δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας υπό την ιδεά του παντουρανισμού. Το 1921, ωστόσο, ξεκίνησε η εξέγερση του Μπασμάτσι στη Μπουχάρα εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος και ο Ενβέρ προσχώρησε στους αντάρτες. Σκοτώθηκε σε δράση ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Το σώμα του έχει θαφτεί σε κρυφό σημείο απο τις σοβιετικές αρχές.

Χάρτης της Αρμενικής Γενοκτονίας, genocide-museum.am 

O αγώνας για την αναγώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας κρατάει πολλά χρόνια. Το 2019 το Αμερικάνικο Κογκρέσο, παρά τις έντονες αντιδράσεις των ρεπουμπλικάνων, αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία. Η κίνηση αυτή χαιρετήθηκε από τους Αρμένικους θεσμικούς παράγοντες και αποδεικνύει την μετατόπιση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων κατά τα τελευταία χρόνια. Ομοίως, και η Συρία αναγνώρισε την εν λόγω φρικαλεότητα ως απότοκο της Τουρκικής προκλητικότητας εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η Τουρκία ακόμη δεν αναγνωρίζει τον όρο γενοκτονία για τα γεγονότα που έγιναν τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με θύματα Αρμένιους, Έλληνες, Εβραίους και Ασσύριους.