Αυτή ήταν μια από τις φράσεις με την οποία ξεκίνησε τον λόγο της ως Υπουργός Πολιτισμού η Μελίνα Μερκούρη στο Oxford Union τον Απρίλιο του 1994. Με αφορμή την πρόσφατη συμπλήρωση των 50 χρόνων από την υιοθέτηση της σύμβασης της UNESCO κατά της αρχαιοκαπηλίας (14/11/1970), ο νους μας δεν μπορεί, παρά να καταφύγει στα μάρμαρα του Παρθενώνα – τα λεγόμενα Ελγίνεια κατά τους Βρετανούς από το όνομα του ατόμου που τα απέσπασε, λόρδου Έλγιν.
Εντοπίζοντας την αρχή του ιστορικού νήματος, μεταφερόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Ναπολέων εισβάλλει στην υπό οθωμανική κυριαρχία Αίγυπτο, οδηγώντας στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Γαλλίας. Το διεθνές σκηνικό διαμορφώνεται, λοιπόν, με τέτοιον τρόπο, ώστε ο σουλτάνος Σελίμ Γ’ επιζητά ευρωπαίους συμμάχους, για να ενισχύσει τη θέση του στον πόλεμο που έχει κηρυχθεί με το Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Η Μεγάλη Βρετανία, έχοντας ανταγωνιστικά συμφέροντα προς τη Γαλλία, δράττεται της ευκαιρίας και τοποθετεί στην θέση του πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη τον αριστοκράτη, Thomas Bruce, για την περίοδο 1799-1803.
Δεν πρόκειται για άλλον από τον γνωστό σε όλους μας ως «λόρδο Έλγιν», που τότε είχε μόλις παντρευτεί και ετοίμαζε την εξοχική κατοικία του. Όντας και ο ίδιος λάτρης του αρχαίου, ελληνικού πολιτισμού συμφώνησε με την ιδέα του αρχιτέκτονά του να εκμεταλλευτεί την παρουσία του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να αποκτήσει αντίγραφα των μοναδικών αρχαιοελληνικών έργων της Ακρόπολης.
Προκειμένου να πετύχει την πρόσβαση στο μνημείο, ο Έλγιν απέσπασε φιρμάνι από τον Σουλτάνο που διέτασσε να μην παρεμποδιστεί το επιτελείο του στην μελέτη και αντιγραφή σε γύψο των έργων που επιθυμούσαν. Μεταξύ άλλων στο διάταγμα του Σουλτάνου προβλεπόταν ο αμφιλεγόμενος όρος «να μην παρεμποδιστούν από το να πάρουν οποιαδήποτε κομμάτια από πέτρες με επιγραφές ή με μορφές». Έτσι, ο Έλγιν με το σουλτανικό διάταγμα ανά χείρας πια και κατόπιν ουκ ολίγων δωροδοκιών των φυλάκων, φτάνει εν τέλει στους αρχαιολογικούς «θησαυρούς» της Ακρόπολης, που τόσο πολύ εποφθαλμιούσε.
Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή σε όλους μας, με την βίαιη απόσπαση γλυπτών από τα αετώματα και τις μετόπες του Παρθενώνα. Όλα αυτά στοιβάχτηκαν σε διακόσια ξύλινα κιβώτια, για να μεταφερθούν στη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι και έγινε, με τα τελευταία μάρμαρα να φτάνουν εν τέλει στην Αγγλία το 1812. Το αποτέλεσμα; Η αρπαγή περισσότερου από το μισό των γλυπτών του διάκοσμου του Παρθενώνα, όπως έχει σωθεί μέχρι σήμερα.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κατάληξης των γλυπτών στους Γάλλους, λόγω των συνθηκών πολέμου που επικρατούσαν, ο Έλγιν ζήτησε να του παραχωρηθεί πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητος για την ασφαλή μεταφορά των μαρμάρων. Το αξιομνημόνευτο εδώ είναι ότι, πράγματι, τα γλυπτά δεν έπεσαν στα χέρια των Γάλλων. Η ιστορία δεν επεφύλαξε την ίδια τύχη ωστόσο και για τον ίδιο τον Έλγιν, που παρέμεινε για τρία χρόνια φυλακισμένος τoυς.
Ο Έλγιν κράτησε τα γλυπτά μέχρι το 1816 που αγοράστηκαν από την βρετανική Κυβέρνηση (η απόφαση λήφθηκε στο Κοινοβούλιο οριακά με 82 ψήφους υπέρ και 80 κατά). Το αντίτιμο; Τριανταπέντε χιλιάδες αγγλικές λίρες, την στιγμή που ο Έλγιν είχε αφιερώσει για την «επιχείρηση» τουλάχιστον το διπλάσιο ποσό των 70 χιλιάδων λιρών (δηλαδή με σημερινά δεδομένα 1 εκατομμύριο δολάρια)!!
Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η Ελλάδα έχει δραστηριοποιηθεί, προβάλλοντας το ζήτημα επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα. Η βρετανική κυβέρνηση εμμένει στην αρνητική της απάντηση, επικαλούμενη την δράση του Έλγιν ως ιδιώτη και το σε κάθε περίπτωση νομότυπο αυτής λόγω του φιρμανιού. Η Βρετανία επικαλείται ακόμη ότι με αυτόν τον τρόπο τα μάρμαρα σώθηκαν από πιθανές λεηλασίες, όχι μόνο από Οθωμανούς και Ευρωπαίους αλλά και Έλληνες.
Οι Βρετανοί εντάσσουν στην φαρέτρα τους και την αδυναμία της Ελλάδας σε υποδομές να τα προστατεύσει από τη μόλυνση. Τελευταίο προπύργιο των βρετανικών θέσεων συνιστά η εκκένωση των μουσείων σε περίπτωση επιστροφής και αποκλεισμός της δυνατότητας στους τουρίστες για μια σφαιρική ξενάγηση στους χώρους των αρχαιοτήτων με διαθεματική προσέγγιση πλάι σε άλλα εκθέματα, προερχόμενα από άλλους πολιτισμούς της εποχής.
Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί παρά να αποδομηθεί βήμα βήμα από τις θέσεις της ελληνικής πλευράς. Το γεγονός ότι ο Έλγιν έδρασε ως ιδιώτης αμφισβητείται έντονα. Ας μην ξεχνάμε ότι η μεταφορά των αρχαιοτήτων έγινε με βασιλικό, πολεμικό πλοίο που του χορηγήθηκε. Ταυτόχρονα, με μεγάλη δυσπιστία αντιμετωπίζεται ότι ο σουλτάνος έδωσε το φιρμάνι του σε έναν απλό ιδιώτη και δη, όπως αναγράφεται στο κείμενο, «χάριν της φιλίας ανάμεσα στην Υψηλή και Αιώνια Οθωμανική Αυλή και εκείνη της Αγγλίας».
Από εκεί και πέρα, πρόσφατα η γνησιότητα του διατάγματος τέθηκε υπό αμφισβήτηση, δεδομένου ότι το μόνο έγγραφο που υπάρχει είναι ένα κείμενο μεταφρασμένο στα ιταλικά. Ακόμη και αν δεχτούμε όμως την αυθεντικότητα του κειμένου, δεν πρέπει κανείς να λησμονεί διαβάζοντάς το ότι η άδεια ζητήθηκε από τον Έλγιν για μελέτη και αντιγραφή των αρχαιοτήτων και για αυτούς τους σκοπούς δόθηκε. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθεί οποιοσδήποτε αόριστος όρος περί δυνατότητας «απόσπασης τμημάτων από πέτρες με επιγραφές ή με μορφές».
Όσο για την προστασία των εκθεμάτων και την ανυπαρξία δομών, η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να διαψεύσει την βρετανική επιχειρηματολογία. Το σκάνδαλο του 1930, όταν υπάλληλοι του βρετανικού μουσείου προχώρησαν στην συντήρηση των μαρμάρων με χάλκινα αντικείμενα, για να τα «καθαρίσουν» από αυτό που στην πραγματικότητα ήταν η οξείδωση που υφίστανται τα μάρμαρα λόγω πολυκαιρίας, εξακολουθεί να είναι μια μαύρη σελίδα στην ιστορία. Η ύπαρξη του μουσείου της Ακρόπολης, άλλωστε, συνιστά την ιδανική ευκαιρία προστασίας των αρχαιοτήτων και παρουσίασής τους όσο πιο κοντά γίνεται «στο φυσικό τους περιβάλλον».
Το ζήτημα εξάλλου εντάσσεται στην ευρύτερη θεματική επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων στη σύγχρονη εποχή. Για παράδειγμα, η Γαλλία, η Ολλανδία, καθώς και η Γερμανία έχουν ξεκινήσει συζητήσεις – με τη Γαλλία να ψηφίζει και σχετικό νόμο τον Οκτώβριο του 2020 – για επιστροφή των εκθεμάτων που απέσπασαν κατά την αποικιοκρατία. Να σημειωθεί, τέλος, ότι η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα ενσωματώθηκε και στις διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. με τη Μεγάλη Βρετανία για τους όρους του Brexit.
Πηγή εικόνας: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ