Αν θες να φας κάτι γλυκό για τη λιγούρα, στο περίπτερο θα βρεις πολλές καραμελίτσες. Μια πολύ δημοφιλής επιλογή είναι το «η πολιτική ορθότητα σκότωσε την τέχνη, τίποτα δεν μπορούμε να πούμε πια».
Μια τεράστια γενίκευση που θέτει ένα κοινωνικό ζήτημα τελείως σε πλαίσια άσπρου και μαύρου. Δηλαδή, είτε που εξετάζονται τα πάντα σε ενδελεχή και τραγικό βαθμό, είτε που βγαίνει ο καθένας και αστειεύεται με το πιο λεπτό ζήτημα. Αμ, δεν είναι έτσι.
Πριν λίγες μέρες ολόκληρη η διαδικτυακή σφαίρα συζήτησης περιστρεφόταν γύρω από τον Will Smith και τον Chris Rock. Έκρηξη τεστοστερόνης και έντασης παντού, με σχόλια τύπου «καλά του έκανε, τα μισά θα έκανα εγώ, έτσι είναι όταν προσβάλλουν τη γυναίκα σου» να κατακλύζουν τα σχόλια. Τώρα, με τους συγκεκριμένους, τι έγινε; Τώρα στον Σεφερλή τι θα έκαναν, θα ανέβαιναν στο Δελφινάριο να του έριχναν χαστούκι;
Γιατί κάτι μου λέει πως η ίδια κοινωνική ομάδα που επικροτούσε τον Smith είναι η ίδια που τώρα βροντοφωνάζει για ελευθερία της «τέχνης» (η λέξη τέχνη σε πολλά εισαγωγικά). Μάλλον το πρόβλημα δεν είναι τόσο η λογοκρισία σαν έννοια και σαν πρακτική, αλλά το ποιος λογοκρίνεται, γιατί, και ποιες κοινωνικές ομάδες προσβάλλει.
Έχω την εντύπωση πως επιλέγουμε τις έννοιες που θα στηρίξουμε και αυτές που θα κατακρίνουμε με βάση το τι εμάς, προσωπικά, μας θίγει.
Η πολιτική ορθότητα σαν έννοια έχει και αυτή, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, εκφάνσεις. Οποίος θεωρεί πως είναι το ίδιο και το αυτό να λογοκρίνεις έναν καλλιτέχνη, επειδή ένα αστείο του σατίρισε έναν πολιτικό με ένα αισχρό αστείο για έναν φόβο και ένα έγκλημα που ο κόσμος, πόσο μάλλον οι γυναίκες, βιώνουν καθημερινά, μάλλον δεν μπορεί να διαχωρίσει τα επίπεδα αυτού του φάσματος.
Ή μάλλον κάπου, κάτι τον χαλάει λίγο, γιατί μάλλον, θα γελούσε με ένα τόσο αισχρό αστείο για τον βιασμό (που στην τελική, αντικειμενικά, δεν ήταν και αστείο).
Θα απολαμβάναμε όμως, πράγματι μια πλήρη «ελευθερία» της τέχνης; Εάν αύριο, ο Σεφερλής και ο κάθε Σεφερλής, έκανε στην τηλεόραση, σε ζώνη και ώρα που θα μπορούσαν κάλλιστα να παρακολουθούν παιδιά και οικογένειες, ένα αστείο για το έγκλημα στην Πάτρα, πόσος κόσμος θα γελούσε, και πόσο γρήγορα θα επέμβαινε το ΕΣΡ;
Εάν έκανε ένα αστείο καθαρά μισανδρισμού, γελώντας με την τοξική αρρενωπότητα, πόσο γρήγορα θα έκλεινε η τηλεόραση; Μήπως θέλουμε την ελευθερία εκεί που την θεωρούμε αστεία, εκεί που δεν μας θίγει;
Η χρήση της λέξης φασισμός έχει κουράσει. Ανάθεμα και εάν ο φασισμός σαν έννοια και σαν πρακτική συγκρίνεται με το να μην θέλω να βλέπω έναν γελοίο, κολλημένο στο χιούμορ της δεκαετίας του ’90, που επαναλαμβάνει τα ίδια αστεία από όταν τον θυμάμαι σαν παιδί, να κάνει αστειάκια με το τραύμα που υπομένουν κοπέλες κάθε μέρα στον δρόμο.
Αστειάκια με το ίδιο πρόβλημα και φαινόμενο που «σκότωσε» τόσες γυναίκες. Αστειάκια με τον «φόβο» που βιώνουμε καθημερινά γυρνώντας σπίτια μας. Οποίος θεωρεί φασίστα κάποιον που δεν θέλει να βλέπει στην τηλεόραση κακογραμμένα αστεία για ένα από τα πιο έντονα και χειρότερα εγκλήματα της εποχής, μάλλον πρέπει να ανοίξει ένα βιβλίο πολιτικής θεωρίας και να μάθει τι είναι ο φασισμός. Και πάνω στο διάβασμα, ας μάθει και τι είναι ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η ομοφοβία.