Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Γιώργου Δρόσου,
Σίγουρα αν δεν παρακολουθείτε τις εξελίξεις τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και εντός της χώρας, θα το έχετε νιώσει στις τσέπες σας ως τώρα: οι λογαριασμοί του ρεύματος έχουν ξεφύγει!
Για τους υπέρογκους αυτούς λογαριασμούς γίνεται λόγος για την διαβόητη χρέωση που επιβαρύνει κατά πολύ τον λογαριασμό, τη ρήτρα αναπροσαρμογής. Όλες οι εταιρείες υιοθέτησαν την συγκεκριμένη πολιτική, η οποία παραφουσκώνει τους λογαριασμούς και οδηγεί σε διακοπή ρεύματος σε χιλιάδες νοικοκυριά, τα οποία ως τώρα αριθμούν περί τις 26.000 σε όλη την επικράτεια.
Τι σημαίνει ο συγκεκριμένος όρος όμως και πώς επιδρά στους λογαριασμούς;
Η ρήτρα αναπροσαρμογής δίνει επί της ουσίας το δικαίωμα στον εκάστοτε πάροχο να αλλάζει την τιμή πώλησης της κιλοβατώρας στους καταναλωτές, ανάλογα με το κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και πώς αυτό διαμορφώνεται σε διεθνείς τιμές.
(Παρένθεση): Το ρεύμα ως προϊόν (βάσει απλών αρχών οικονομικής) είναι ένα αναγκαίο (κανονικό) αγαθό, το οποίο προφανώς και είναι απαραίτητο για την διαβίωσή μας, και δεν γίνεται να κάνουμε «εκπτώσεις» στην χρήση του. Όσο πιο αναγκαίο μας είναι ένα αγαθό, τόσο λιγότερο δίνουμε σημασία στην τιμή του για να το προμηθευτούμε. Όμως για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε σαν κοινωνία, τέτοιου είδους αγαθά παράγονται συνήθως από εταιρείες κοινής ωφέλειας, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες εκτός του πλαισίου της ελεύθερης αγοράς, με την έννοια του ότι διαθέτουν τα προϊόντα/υπηρεσίες τους σε τιμές που ίσα καλύπτουν το κόστος παραγωγής τους και ταυτόχρονα είναι προσιτές για όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Εάν στην Ελλάδα υπήρχε μόνο μια εταιρεία παροχής ρεύματος και δεν ίσχυε η ρήτρα αναπροσαρμογής, στην παρούσα κατάσταση που ζούμε, η ΔΕΗ πιθανόν να προσπαθούσε να απορροφήσει το αυξημένο κόστος παραγωγής ενέργειας, το οποίο μακροπρόθεσμα θα αντανακλούσε αρνητικά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και στο διαθέσιμο εισόδημά μας. Όμως τώρα που υπάρχουν πάνω από μια εταιρεία παροχής ρεύματος και ισχύει η ρήτρα αναπροσαρμογής, στην ουσία το αυξημένο κόστος παραγωγής μετακυλήθηκε στον καταναλωτή και είδαμε το άμεσο αντίκτυπό του στους λογαριασμούς μας.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής λοιπόν, γίνεται βάσει ενός απλού μαθηματικού τύπου:
Υ = α*x+β, όπου
Υ = Ποσό χρέωσης (ή πίστωσης)
x = μέσος όρος Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς, της προ-ημερήσιας αγοράς του προηγούμενου μήνα (βάσει Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας),
α, β = συντελεστές προσαύξησης
Η χρέωση ή η πίστωση καθορίζεται βάσει 2 ορίων αναφοράς: ένα ανώτατο και ένα κατώτατο. Διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:
1) Αν Υ μεγαλύτερο του ανώτατου ορίου, τότε χρέωση επιπλέον της κανονικής
2) Αν Υ μικρότερο του μικρότερου ορίου, τότε πίστωση (δηλαδή μειωμένος λογαριασμός)
3) Αν Υ μεταξύ ορίων, τότε πληρώνουμε τα σύνηθες χωρίς την επιβάρυνση της ρήτρας
Αν παρακολουθείτε ως τώρα, εύκολα μπορείτε να καταλάβετε ότι αυτό που συναντάμε περισσότερο είναι η 1η περίπτωση με την επιπλέον χρέωση βάση της ρήτρας. Το πόσο δίκαια ή όχι είναι τα παραπάνω μαθηματικά, που προκαλέσαν ηλεκτροσόκ στα πορτοφόλια πολλών Ελλήνων, το έκριναν οι κρατικοί μηχανισμοί σε συνεργασία με την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Δεν γνωρίζουμε βέβαια πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν ακολουθούσαν τα γεγονότα του τρέχοντος έτους και κατά το πόσο θα ωφελούσε τους καταναλωτές ή όχι, αλλά ίσως θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν και ακραία σενάρια όπως λόγου χάρη αυτό που βιώνουμε. Διότι πιστεύουμε ότι ακόμη και για τους παρόχους ενέργειας, δεν ωφελούν οι διακοπές ρεύματος που προαναφέραμε.
Η κυβέρνηση, προσπαθώντας να κατευνάσει την αναδυόμενη ανησυχία για αυτό το μείζον θέμα, πρόσφατα ανήγγειλε μέτρα στήριξης με επιδοτήσεις βάσει εισοδηματικών κριτηρίων (και όχι κατανάλωσης) μέχρι στιγμής. Υποτίθεται ότι τα χρήματα για την κάλυψη της διαφοράς της τιμής που φτάνει τον καταναλωτή θα καλυφθεί αντλώντας τα υπερκέρδη των εταιρειών (γιατί τότε εξαρχής εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη πρακτική της ρήτρας και πόσα από αυτά τα επιπλέον χρήματα με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι λογαριασμοί τελικά θα γυρίσουν σε εμάς;).
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης από την άλλη πρότειναν την μείωση έως και 50% στις τιμές του ρεύματος κατ’ αντιστοιχία με άλλες χώρες και έκαναν λόγο για την μη αξιοποίηση – ή και απότομη διακοπή χρήσης λιγνίτη και ορυκτών της χώρας μας. Ορθά επιχειρήματα, ωστόσο, κατά την γνώμη μας δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμη οι τρόποι ελάφρυνσης των λογαριασμών.
Φυσικά και μέσα στο παιχνίδι υπάρχουν λαϊκίστικές προσεγγίσεις, προτείνοντας ή εφαρμόζοντας ενέργειες, χωρίς όμως να βλέπουμε στα ψιλά γράμματα ποιος θα «πληρώσει τα σπασμένα». Φυσικά και αναφέρονται και υπάρχουν κάπου υψηλά στο οικονομικό στερέωμα τα γνωστά – άγνωστα golden boys, που αποκτούν υπερκέρδη όσο η ευρύτερη κοινωνία ψυχορραγεί.
Τι γίνεται όμως όσο παρακολουθούμε άπραγοι αυτή την ανταλλαγή πυρών μεταξύ των πολιτικά εκλεγμένων αντιπροσώπων μας και των αρμόδιων ρυθμιστών; Το πλέον δυνατό που μπορούμε να κάνουμε κατά την άποψη μας και σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς είναι να μειώσουμε δραστικά την κατανάλωση του ρεύματος.
Διότι, επικαλούμενοι και πάλι απλές οικονομικές αρχές, η τιμή του ρεύματος θα πέσει είτε εάν αυξηθεί η προσφορά του φυσικού αερίου πρωτίστως αλλά και άλλων πρώτων υλών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος (θα λέγαμε αρκετά δύσκολο έως ανέφικτο στην τρέχουσα περίοδο, λόγω γεωπολιτικών συγκυριών και της ευρωπαϊκής πολιτικής περί ενεργειακής μετάβασης), είτε μειώνοντας την κατανάλωση του ρεύματος.
Αυτού του είδους η ενέργεια στην περίπτωση μας θα μπορούσε να περιγραφεί και ως «αόρατο χέρι» της αγοράς, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μαζική αντίδραση του κόσμου στις εκάστοτε διακυμάνσεις των τιμών των καταναλωτικών αγαθών.