Ανάλυση των Εμμανουήλ Πανανά και Μάρω Θεοδώρου,

Το πως κινείται το εκλογικό σώμα και η έκφραση της βούλησης των ψηφοφόρων μέσα από την διαδικασία των εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές έρευνας στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογίας.

Ένα από τα πιο ιδιόμορφα πεδία προς έρευνα, το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον των ερευνητών εδώ και δεκαετίες αποτελεί η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Από τις ψήφους στις εκλογές την περίοδο του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, στην ανάδειξη του New Deal, και από την αντιπολεμική γενιά των δεκαετιών 1960-1970 μέχρι την λεγόμενη ‘’σιωπηλή πλειοψηφία’’ της δεκαετίας του 1980, η συμπεριφορά και οι προτιμήσεις των Αμερικανών ψηφοφόρων φαίνεται να έχει λάβει ποικίλες εκφάνσεις και μετατροπές. Οι αλλαγές αυτές φανερώνουν τάσεις, οι οποίες στηρίζονται σε ηλικιακό, κοινωνικό,  μορφωτικό, φυλετικό, περιουσιακό, πολιτισμικό και λοιπά άλλα επίπεδα, διαμορφώνοντας ένα μωσαϊκό κοινωνικών ομάδων, που εκτείνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του αχανούς κράτους, οι οποίες εκφράζονται είτε λιγότερο είτε περισσότερο, ανάλογα με την δυναμική, τα συμφέροντα που εκφράζουν και την πρόσβαση ή εγγύτητα επιρροής που κατέχουν στις δομές του Κογκρέσου, της Βουλής των Αντιπροσώπων και των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών.

Αποδέκτες των μεταβολών που συντελούνται στα κοινωνικά τεκταινόμενα των ΗΠΑ και στον τρόπο έκφρασης των ψηφοφόρων είναι τα δυο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν εδώ και δεκαετίες εναλλάξ την εξουσία, ήτοι το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Όπως είναι λογικό και παρατηρείται σε κάθε δυναμικό φαινόμενο έτσι και στην περίπτωση του Δημοκρατικού κόμματος οι αλλαγές που έχουν συμβεί ανά τα χρόνια, οι ενσωμάτωση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, η έκφραση, υποστήριξη και επικέντρωση σε συγκεκριμένα πεδία της θεματικής ατζέντας που αναδεικνύεται στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερη, ποικιλόμορφη ταυτότητα, η οποία εκφράζεται από τις αναρίθμητες και πολλαπλές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες στηρίζουν και τροφοδοτούν το κόμμα που ανέδειξε προέδρους σαν τον Franklin Roosevelt, τον J. F. Kennedy και τον Barack Obama.

Μία από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις του Δημοκρατικού Κόμματος διαχρονικά υπήρξαν οι λευκοί, αγγλοσαξονικής, καυκάσιας ή μεσογειακής καταγωγής, υψηλού μορφωτικού επιπέδου κάτοικοι των μεγάλων και τεχνολογικά αναπτυγμένων αστικών κέντρων της ανατολικής και δυτικής ακτής των Η.Π.Α.

Αξίζει να σημειωθεί πως στις εκλογές του 2020 η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αποτέλεσε σχεδόν το 1/3 των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών. Ειδικά οι καθολικοί, Ιταλοί, Ιρλανδοί, Πολωνοί και ορθόδοξοι, Έλληνες, Αρμένιοι, ψηφοφόροι των μεγάλων αστικών κέντρων αν και φάνηκε να διχάζονται αρκετά ως προς την επιλογή του προέδρου την περίοδο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, φάνηκε πως την κρίσιμη ώρα της ψήφου να μην απαρνιόνται εξ’ ολοκλήρου τις παραδοσιακές πολιτικές τους προτιμήσεις και να παραμένουν κατά κύριο λόγο σταθεροί στις πολιτικές του επιλογές.

Σημαντική επίσης είναι, αν και πολλές φορές δεν γίνεται τόσο εμφανής από άποψη προβολής, και η υποστήριξη προς το Δημοκρατικό κόμμα και από σημαντικό ποσοστό λευκών, μη πτυχιούχων, ψηφοφόρων, οι οποίοι αποτέλεσαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο 32% των συνολικών ψηφοφόρων του υποψήφιου των δημοκρατικών και μετέπειτα 46ου προέδρου, Joe Biden στις προεδρικές εκλογές του 2020. Η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα εντοπίζεται, παρομοίως, κατά κύριο λόγο στα μεγάλα αστικά κέντρα ολόκληρης της χώρας, είτε αυτά βρίσκονται στα κατεξοχήν πιο φιλελεύθερα παράλια, όπως για παράδειγμα η Νέα Υόρκη, η Βοστώνη και το Λος Άντζελες , είτε αυτά τοποθετούνται στον συντηρητικό βαθύ Νότο, όπως το Ντάλας, το Χιούστον και η Ατλάντα, ή στις μεσοδυτικές πολιτείες, όπως στο Σικάγο και Ντιτρόιτ.

Αξίζει να σημειωθεί πως η προσέλκυση ενός τόσο μεγάλου ποσοστού των ανειδίκευτων και μη πτυχιούχων λευκών Αμερικανών στις τάξεις του δημοκρατικού κόμματος θεωρήθηκε μία από τις καταλυτικές εξελίξεις στην νίκη του Joe Biden για τον προεδρικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ίσως η πιο αφοσιωμένη πληθυσμιακή ομάδα, η οποία ταυτίζεται με το Δημοκρατικό Κόμμα είναι οι Αφροαμερικανοί και γενικότερα οι λεγόμενοι ‘’έγχρωμοι ψηφοφόροι’’ (Voters of color), αποτελώντας σχεδόν το 40% των ψηφοφόρων των δημοκρατικών.

Αν και τα ποσοστά των αφροαμερικανών έχουν υποστεί κάποια κάμψη τα τελευταία χρόνια, από 97% στις εκλογές του 2012 για την δεύτερη θητεία του τέως προέδρου Barack Obama σε 90% στις πρόσφατες εκλογές του 2020, εξακολουθούν να αποτελούν μία από τις καταλυτικότερες δεξαμενές ψηφοφόρων που ενισχύουν την δυναμική του δημοκρατικού κόμματος σε κάθε εκλογική διαδικασία και χωρίς αυτή την δυναμική είναι σίγουρο πως οι δημοκρατικοί δεν θα επιτύγχαναν νίκες σε Πολιτείες κλειδιά και σε αμφίρροπες Πολιτείες, όπως η Georgia, η Pennsylvania και το Michigan.

Μία ακόμα σημαντική πληθυσμιακή ομάδα η οποία δείχνει σημαντική υποστήριξη στο δημοκρατικό κόμμα είναι οι ψηφοφόροι ασιατικής καταγωγής.

Πιο συγκεκριμένα φάνηκε πως σε συνολικά ποσοστά, το 63-68% των Αμερικανών ψηφοφόρων Ασιατικής καταγωγής σε ολόκληρη τη χώρα ψήφισαν υπέρ του Biden, με μία σημαντική μειοψηφία της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας να τάσσεται υπέρ του Donald Trump, με ποσοστό 31%. Εντός της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας φαίνεται πως πιο ένθερμοι ψηφοφόροι των δημοκρατικών θεωρούνται οι ψηφοφόροι ινδικής, κινεζικής, ιαπωνικής, φιλιππινέζικης και κορεάτικης καταγωγής, με σχεδόν το 70% κάθε υπο-ομάδας να στηρίζει τον δημοκρατικό υποψήφιο.

Σταθεροί υποστηρικτές των Δημοκρατικών έχουν αποδειχθεί οι Ισπανόφωνοι της Αμερικής στην πλειονότητά τους. Εδώ σημαντικό είναι να γίνει η διάκριση των Ισπανόφωνων ανάλογα με την προέλευσή τους, καθώς παρατηρείται ότι όσοι προέρχονται από το Πουέρτο Ρίκο ή το Μεξικό ψηφίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα, ενώ όσοι κατάγονται από την Κούβα ψηφίζουν τους Ρεπουμπλικάνους.

Η βασικότερη εξήγηση που έχει δοθεί για την στροφή των Κουβανών Λατίνων προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι η προσπάθειά τους να αποτρέψουν την εμφάνιση και στις Ηνωμένες Πολιτείες ενός καθεστώτος όμοιου με αυτό που βίωσαν στην Κούβα. Αυτή η τάση συνεπάγεται την απόρριψη πολιτικών που θεωρούνται σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές, ακόμη και όταν αυτό εμφανίζεται με τη μορφή παροχής δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης ή δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Σε ό τι αφορά τους υπόλοιπους Ισπανόφωνους, κεντρικά ζητήματα στα οποία εμπιστεύονται περισσότερο τους Δημοκρατικούς και συνιστούν γι’ αυτό τον λόγο εκλογικά τους κριτήρια είναι μεταξύ άλλων οι τομείς της υγείας, της παιδείας και της οικονομίας. Εξέχοντα ρόλο διαδραματίζουν ακόμη οι φυλετικές και εθνοτικές διακρίσεις και η αστυνομική βία, καθώς και ο δομικός ρατσισμός σε βάρος των Ισπανόφωνων. Ιδιαίτερα φαίνεται να τους απασχολούν επίσης η κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα, τα οποία οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν ανακοινώσει ότι θα καταργήσουν, αλλά και η μετανάστευση, όπου οι πολιτικές Trump προκάλεσαν ιδιαίτερη δυσφορία.

Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι οι Ισπανόφωνοι «χτυπήθηκαν» σφοδρά από την διαχείριση της πανδημίας από τους Ρεπουμπλκάνους, πράγμα για το οποίο τους κατακρίνουν, καθώς εμφάνισαν τα δυσανάλογα υψηλότερα ποσοστά ασθένειας και θανάτου από Covid-19, αλλά και απωλειών των θέσεων εργασίας τους λόγω της πανδημίας. Τέλος, την επιλογή κόμματος επηρεάζει και η εξωτερική πολιτική που αυτό χαράσσει σε σχέση με την χώρα προέλευσης των Ισπανόφωνων, π.χ. το αν το Πουέρτο Ρίκο θα γίνει ισότιμη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών ή αν θα εξακολουθήσει να ισχύει το εμπάργκο στην Κούβα.

Οι Ισπανόφωνοι όμως δεν είναι η μόνη κοινωνική ομάδα που παραδοσιακά στηρίζει τους Δημοκρατικούς, αφού σε αυτές προστίθενται αναμφίβολα και οι ιθαγενείς, παρότι η βαρύτητα της ψήφου τους συχνά υποτιμάται από τους υποψηφίους των κομμάτων. Τα θέματα στα οποία εστιάζουν και τα οποία το Δημοκρατικό Κόμμα έχει επίσημα εντάξει στην agenda του αφορούν τον αυτοκαθορισμό της φυλής τους, την ουσιαστική κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου, καθώς και την ασφαλή στέγαση και τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών στα εδάφη των φυλών τους.

Βασική τους ανησυχία αποτελεί η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Χαρακτηριστική είναι μάλιστα εδώ η κατακραυγή που προξένησε ο Trump εντός των κύκλων των ιθαγενών για καταστροφική επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον που αποτελεί τις πατρογονικές εστίες της φυλής των Tohono O’ odham στην Αριζόνα, με τείχος που κατασκεύασε δίχως τη συναίνεση της φυλής. Εξίσου κομβικός είναι για τους ιθαγενείς και ο τομέας της υγείας, τόσο σε επίπεδο ασφάλισης όσο και σε επίπεδο διαχείρισης της πανδημίας. Ο τρόπος αντιμετώπισης και των δύο αυτών σημείων από του Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής από τους ιθαγενείς.

Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει και για τους Έλληνες της Ομογένειας, οι οποίοι σύμφωνα με τα δεδομένα του State Department το έτος 2020, ανέρχονται σε περίπου 3 εκατομμύρια. Τα εκλογικά τους κριτήρια επικεντρώνονται κυρίως στην οικονομία, την υγειονομική περίθαλψη, τη μετανάστευση και τη διαχείριση των ελληνικών ζητημάτων, με τις τρεις πρώτες θεματικές να κατέχουν δεσπόζουσα θέση στη διαμόρφωση της εκλογικής τους συμπεριφοράς.

Βάσει έρευνας που διεξήγαγε η Signet Research για το GreekReporter το διάστημα 10/4/2016-25/5/2016 η πλειονότητα των Ελλήνων της Αμερικής έδειχνε μια σταθερή προτίμηση για το Δημοκρατικό Κόμμα από το 1996. Ωστόσο, το 2020 η στήριξη της Ελληνικής Ομογένειας προς τον Donald Trump αυξήθηκε, παρά την πεποίθηση περί κακοδιαχείρισης του ελληνοτουρκικού ζητήματος.

Ένα από τα μεγάλα συμπεράσματα που έγιναν κατανοητά στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 υπήρξε το γεγονός πως πλέον φαίνεται να μην υφίσταται τόσο ξεκάθαρα όσο στο παρελθόν η υποστήριξη και ταύτιση μεταξύ των ψηφοφόρων και των δύο μεγάλων κομμάτων σε πολιτειακό επίπεδο, αλλά να δημιουργείται μία λογική αντιπαραβολής μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και της υπαίθρου, με τα ενδιάμεσα και ταχύτατα αναπτυσσόμενα προάστια να αποτελούν το μήλο της έριδος.

Ακόμα, φάνηκε σε σχέση με τις εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος πως οι υποψήφιοι κάθε κόμματος ήταν αρκετά πιο δύσκολο να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, αλλά όταν κατάφερναν να φέρουν με το μέρος τους ψηφοφόρους ξεκινούσε μία δριμεία μάχη σε ποικίλα επίπεδα, η οποία πολλές φορές λάμβανε διχαστικό χαρακτήρα, κάτι το οποίο έγινε κατανοητό στις οριακές μάχες που δόθηκαν σε πολλές πολιτείες κλειδιά, αλλά και σε πολιτείες που παλαιότερα θεωρούνταν ‘’κάστρα’’ ενός από τα δύο κόμματα.