Η κοινωνία βιώνει μια δυσχερή κατάσταση αυτές τις μέρες. Το άγχος για την επόμενη ημέρα, για τα μέτρα που θα ληφθούν και η προσμονή για την επάνοδο της πολυπόθητης κανονικότητας αποτελούν τους άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το ενδιαφέρον της αυτή τη χρονική περίοδο. Υπάρχει, όμως, κάτι, το οποίο δεν έχει λάβει την προσοχή που του αρμόζει. Πρόκειται για το πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο κατατέθηκε την 24η Απριλίου 2020 και στοχεύει στον «Εκσυγχρονισμό της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας».
Η WWF Hellas και η Greenpeace συμμετείχαν στην διενεργηθείσα διαβούλευση καταθέτοντας σχόλια, τα οποία βρίσκονται αναρτημένα στους ιστοτόπους τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως οι ίδιες καταγγέλλουν, στη δημόσια διαβούλευση παρουσιάστηκαν μόνο τα εξήντα έξι άρθρα, τη στιγμή που το πολυνομοσχέδιο απαρτίζεται από εκατόν τριάντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημόσια διαβούλευση αποσκοπεί στην διασφάλιση της διαφάνειας, στη συμμετοχή των πολιτών κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επιβαρύνει τις αρχές με την υποχρέωση λήψης υπόψιν των εκπεφρασμένων απόψεων.
Αντιπαραβάλλοντας το κατατεθέν νομοσχέδιο με την προϊσχύσασα νομοθεσία, μπορεί κανείς να αχθεί στα κάτωθι συμπεράσματα. Από το πρώτο κιόλας άρθρο θεσπίζεται η επέκταση της διάρκειας ισχύος της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (εφεξής «ΑΕΠΟ») από δέκα έτη σε δεκαπέντε, τοποποιώντας το άρ. 2 παρ. 8 του Ν.4041/2011. Εντάξει, και τι σημασία έχουν τα πέντε έτη; Τι δέκα, τι δεκαπέντε. Σε περιοχές, όπου τελούνται έργα, ιδίως όταν τα τελευταία είναι μεγάλων διαστάσεων, ακόμη και ένα εξάμηνο είναι κρίσιμο για το περιβάλλον. Οι Σκουριές της Χαλκιδικής είναι μία περιοχή ευρέως γνωστή για τα μεταλλεία της και τις δικαστικές διαμάχες που προέκυψαν εξαιτίας της σχετικής αδειοδότησης. Καθημερινά, εκλύονται μεγάλες ποσότητες σκόνης και παράγονται απόβλητα από τη μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή αυτή. Η τυχόν παράταση της ισχύος της ΑΕΠΟ που εκδόθηκε έτη πριν, θα έχει βλαβερές συνέπειες για τη χλωρίδα, την πανίδα, αλλά και για τους κατοίκους, οι οποίοι κατά πλειοψηφία εκμεταλλεύονται τη γη της περιοχής. Τη μολυσμένη γη από μία δραστηριότητα που δεν θα αξιολογηθεί εκ νέου από άτομα έχοντα τις κατάλληλες γνώσεις για μία πενταετία ακόμη. Και οι Σκουριές δεν είναι οι μόνες..
Στο άρ. 7 του πολυνομοσχεδίου τίθεται ένα σημαντικό ζήτημα: η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Θεμελειώδες στοιχείο αυτής είναι ο έλεγχος των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.). Στην παρ. 7 ορίζεται το εξής: «7. Στις περιπτώσεις που η ανάθεση ορισμένου έργου σε Πιστοποιημένο Αξιολογητή διενεργείται κατόπιν αιτήματος του φορέα του έργου ή της δραστηριότητας, ο τελευταίος υποχρεούται σε καταβολή της προβλεπόμενης από το προεδρικό διάταγμα της παρ. 6 αμοιβής απευθείας στο Δημόσιο Ταμείο». Ο αξιολογητής, δηλαδή, θα βρίσκεται σε θέση οικονομικής εξάρτησης από τον φορέα του έργου. Η διαδικασία καθίσταται αδιαφανής, αφού ο ελεγκτής της μελέτης, η οποία θα καθορίσει αν το έργο φέρει ολέθριες επιπτώσεις στο περιβάλλον, εξαρτάται άμεσα από τον ιδιωτικό φορέα, του οποίου το συμφέρον επιτάσσει την υλοποίση του έργου. Με ποιον τρόπο προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και το κοινό σε όλους αγαθό;
Περαιτέρω, κρίσιμο είναι και το άρ. 44 του νομοσχεδίου, κατά το οποίο τροποποιείται το άρ. 1 (περ. ΙΙ) του π.δ. 59/2018, σχετικά με την ειδική κατηγορία χρήσεων γης: «25. Εξορυκτικές δραστηριότητες (Ορυχεία, Λατομεία, Μεταλλεία, Αμμοληψία, Ζώνες αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων)». Οι εξορύξεις μπορούν να λάβουν χώρα και στις ζώνες διαχείρισης οικοτόπων και ειδών, κατά το ίδιο άρθρο. Οι περιοχές που συμπεριλαμβάνονται στον Εθνικό Κατάλογο Περιοχών του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 κατά το άρ. 45 παρ. 1 περ. α) «χαρακτηρίζονται δια του παρόντος ως περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας και διακρίνονται σε ειδικές ζώνες διατήρησης, ζώνες ειδικής προστασίας και σε προτεινόμενους τόπους ενωσιακής σημασίας». Στις παρ. 3 και 4 του άρ. 46, όμως, καθίσταται σαφές πως μια περιοχή του δικτύου Natura 2000 μπορεί η ίδια ή περιεχόμενη σε μία μεγαλύτερη έκταση να χαρακτηριστεί ως ζώνη διαχείρισης οικοτόπων και ειδών. Αυτόματα, γίνεται επιτρεπτή κάθε εξορυκτική δραστηριότητα εντός περιοχών του δικτύου Natura 2000. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έχει δραματικό αντίκτυπο στους οικότοπους και στα άγρια πτηνά, τα οποία προστατεύονται ήδη από τις Οδηγίες 92/43/EΟK και 2009/147/EK, πρώην 79/409/EK. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου «Η προστασία αυτή (η προστασία που παρέχεται με το άρ. 46) είναι κλιμακούμενη, καθώς διαφοροποιείται το επίπεδο προστασίας ανά ζώνη. Αυτό γίνεται, επειδή από τις μελέτες μπορεί να προκύψει ότι μια προστατευόμενη περιοχή καταλαμβάνει εκτάσεις που απαιτούν περισσότερη ή λιγότερη προστασία, αναλόγως του προστατευτέου αντικειμένου». Οι εξορύξεις σε ζώνες που περιλαμβάνουν περιοχές του δικτύου Natura 2000 δεν αποτελούν ένδειξη κλιμακούμενης προστασίας. Τα οικοσυστήματα βρίσκονται σε διαρκή σύνδεση και αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Πώς η εξόρυξη, έστω και αν δεν γίνει εντός της περιοχής Natura, αλλά στα όρια αυτής, αποκλείεται να επηρεάσει τον προστατευόμενο οικότοπο; Είναι ουτοπικό να θεωρείται πως δεν θα θιχτεί το δίκτυο Natura από μία τέτοια ενέργεια, ακόμη και αν τελείται δίπλα του και όχι εντός αυτού. Στα ίδια άρθρα επιτρέπεται και η έρευνα για εξόρυξη υδρογονανθράκων, δίχως να τίθεται κάποιος περιορισμός σε αυτή.
Τα άρ.50-55 αποτελούν μια δέσμη άρθρων με θέμα τις «οικιστικές πυκνώσεις». Πρόκειται για μια διαδικασία τακτοποίησης των αυθαίρετων κτισμάτων. Εν τοις πράγμασι, τo άρ. 51 παρ. 3 περ. γ) αναφέρεται στον αποκλεισμό των κτιρίων και κατασκευών «…που βρίσκονται σε περιοχές του δικτύου Natura 2000, σε υγροτόπους που προστατεύονται σύμφωνα με τη συνθήκη Ramsar και σε άλλες περιοχές για τις οποίες ισχύουν ειδικές προστατευτικές διατάξεις της φύσης ή του τοπίου, εκτός εάν κατασκευάστηκαν πριν τον χαρακτηρισμό των περιοχών αυτών». Η διάταξη επιτρέπει τη νομιμοποίηση των κατά τα άλλα παράνομων κτισμάτων εντός προστατευόμενων περιοχών, υψίστης περιβαλλοντικής σημασίας.
Όσον αφορά το άρ. 92, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Σε εικοσιτρείς Δήμους εγκρίνεται η προσωρινή λειτουργία σταθμών μεταφόρτωσης απορριμάτων. Αντί να δοθεί βάση στην ανακύκλωση των αποβλήτων και στην κομποστοποίηση, αντί να προταθεί μια λύση για την κατασπατάληση του φαγητού, η οποία αποτελεί ένα βασικό μέσο παραγωγής απορριμάτων, αντί να δοθούν κίνητρα, ώστε όλοι να στραφούν σε έναν πιο «πράσινο» τρόπο ζωής και να αποφευχθεί επιτέλους η παραγωγή τόνων σκουπιδιών, γίνεται δεκτό να λειτουργήσει για πέντε χρόνια σε κάθε προαναφερόμενο Δήμο σταθμός μεταφόρτωσης απορριμάτων, υπό την έγκριση της τεχνικής υπηρεσίας κάθε Δήμου, όπως αναφέρει και το νομοσχέδιο. Στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, λειτουργούν ήδη σταθμοί μεταφόρτωσης. Όμως, η λειτουργία τους απαογρεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Αντί, λοιπόν, να πραγματωθεί μία οργανωμένη προσπάθεια για να αποκατασταθεί ο χώρος όσο αμεσότερα γίνεται, νομιμοποιείται ο σταθμός για πέντε έτη, με την πάροδο των οποίων θα γεννηθεί η υποχρέωση του εκάστοτε Δήμου να επαναφέρει την περιοχή στην προτέρα κατάσταση.
Τέλος, το άρ. 110 αναφέρει ρητά: «Για τη διενέργεια των σεισμικών ή άλλων γεωφυσικών και γεωλογικών ερευνών που προβλέπονται στις άδειες αναζήτησης που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καθώς και στις συμβάσεις έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων που συνάπτει το Ελληνικό Δημόσιο, ο Ανάδοχος δύναται να χρησιμοποιεί, εντός του πλαισίου του παρόντος και των αδειών αναζήτησης και συμβάσεων έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων βάσει των οποίων διενεργούνται, εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στα νομικά πρόσωπα αυτών, για το χρονικό διάστημα διενέργειας των παραπάνω ερευνών. Για την ανωτέρω προσωρινή χρήση δεν απαιτείται η λήψη οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης ή συναίνεσης από τα παραπάνω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως κυρίων, νομέων ή κατόχων των εκτάσεων αυτών». Η διάταξη σκοπεί στην αποφυγή της υποχρέωσης λήψης άδειας από τα ως άνω αναφερόμενα πρόσωπα, όταν χρειάζεται να διεξαχθεί έρευνα στο πλαίσιο συμβάσεων εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων. Η λήψη άδειας αποτελεί αποτέλεσμα της κυριότητας του Δήμου, του Ο.Τ.Α., του νομικού προσώπου επί της εκτάσεως. Διάφοροι Δήμοι στην Ήπειρο αρνήθηκαν την διεξαγωγή σεισμικών ερευνών στην περιοχή τους. Η φωνή των τοπικών κοινωνιών είναι αναγκαίο να εισακούγεται, δεδομένου ότι τα μέλη τους είναι τα πρώτα που θα βιώσουν τις επιπτώσεις αυτών των ερευνών. Επιπτώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ηχορρύπανση, απόρριψη αποβλήτων, εκπομπές αέριων ρύπων, θαλάσσια συντρίμμια, υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων και ζημία τόσο στην πανίδα της περιοχής, όσο και στην γεωργική δραστηριότητα αυτής.
Ορισμένες φορές υπεισέρχεται κανείς σε μία διαδικασία στάθμισης του περιβάλλοντος με την οικονομία, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης και ανέχειας. Ξεχνάει, όμως, ότι ο άνθρωπος ένα πράγμα δε στερείται: τη φύση. Η φύση δεν ανήκει σε κανέναν. Δεν είναι επιδεκτική ιδιοκτησίας. Θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από τη γενιά μας, όπως υπήρχε και πριν από εμάς για εκατομμύρια χρόνια. Το χρέος που βαραίνει όλους μας είναι να βελτιώσουμε την κατάσταση, στην οποία ήταν όταν την «παραλάβαμε» και να την «παραδώσουμε» λίγο καλύτερη στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Αυτό πρέπει να θυμόμαστε.