Μελωδίες που ξεχειλίζουν από την οθόνη, φώτα, σκοτεινές γωνίες, λαμπερά μάτια, χορός, και πολύχρωμες ψυχές, τοποθετούνται σε ένα τεράστιο κάδρο για να αποκαλύψουν την ιστορία ενός μύθου: του Elvis Presley.
Με τόσο εξαιρετική μουσική ιστορία, δύσκολα πιστέψαμε ότι θα ήταν εφικτό –πριν την παρακολούθηση- να εστιάσουμε σε κάποιο άλλο στοιχείο πέρα από το «κατά πόσο αξιόλογη θα ήταν η απόδοση αυτής της τέχνης» (δηλ. της μουσικής του). Τελικά όμως η ταινία επιφυλάσσει μια σειρά από εκπλήξεις για τους θεατές και μας εντυπωσιάζει από όλες τις πλευρές. Από την αρχή μέχρι το τέλος ξετυλίγεται σιωπηλά μα και τόσο φανερά η τεράστια προσπάθεια όσων ενεπλάκησαν σε αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα. Μια προσπάθεια που δεν αφορά μόνο στην μουσική, στην κινησιολογία (για την οποία μόνο θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο άρθρο), στη σύνδεση των στιγμών και στην ορθή χρονική ακολουθία των γεγονότων, αλλά κυρίως αφορά στην τόσο ουσιαστική έμφαση που δόθηκε για την αποκάλυψη του εσωτερικού κόσμου, των συναισθημάτων δηλαδή, των βασικών χαρακτήρων, μέσω της εκπληκτικής ηθοποιίας των συντελεστών.
Πολλά έχουν ειπωθεί ήδη για τον Όστιν Μπάτλερ, τον ηθοποιό που ερμήνευσε τόσο ιδιαίτερα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εγώ θα επικεντρωθώ στην ουσία της ερμηνείας. Πράγματι, τα αρχικά ερεθίσματα που λαμβάνουμε από τις πρώτες του σκηνές είναι δίχως σαφή προσανατολισμό καθώς εμφανισιακά, εκ πρώτης όψεως δεν παρουσιάζουν κάποια εμβληματική ομοιότητα τα δύο πρόσωπα, παρ’όλα αυτά, η ηθοποιία του αποπνέει μια πίστη – τόσο στον ρόλο όσο και στον εαυτό του- που όχι μόνο καλλιεργεί την συμπάθεια στους θεατές, αλλά σταδιακά «πείθει» για μια γνησιότητα που δημιουργεί ο ίδιος και με το πέρας της ταινίας, αργά και σταθερά, την απογειώνει. Δημιουργείται η εντύπωση ότι έχει αναπτυχθεί κάποιου είδους ενσυναίσθηση, που διαχέεται στον χώρο και καθιστά «κατανοητές» όλες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του Έλβις Πρίσλεϊ, τους φόβους του, τις ανθρώπινες αδυναμίες του, όπως επίσης – από την άλλη πλευρά, και τις κινητήριες δυνάμεις για κάθε δημιουργία του, το πάθος του για την μουσική και όλα τα αδιέξοδα –συναισθηματικά και μη- που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Εξίσου αποκαλυπτική υπήρξε η ερμηνεία της συμπρωταγωνίστριας Ολίβια Ντεχόνγκε ως Πρισίλα Πρίσλεϊ, ενσαρκώνοντας έναν χαρακτήρα με απέραντη και βαθιά κατανόηση, άφθονη αγάπη και υποστηρικτηκότητα.
Η επιρροή που άσκησαν στον ψυχισμό του Έλβις (κατά σειρά), το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του χρόνια, η πολιτεία του Μισισίπι, μια πολιτεία που κατοικούνταν κατεξοχήν από τον «μαύρο πληθυσμό», τα μουσικά ερεθίσματα που δέχθηκε από τις μελωδίες τους (οι οποίες –όπως αποτυπώνεται στην ταινία με έντονο το κοινωνικό στίγμα- θεωρήθηκε ότι «αμαύρωναν» τον πολιτισμό των λευκών),η μητέρα του, η επιβλητική προσωπικότητα του μάνατζερ και μέντορα του Συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, η σύζυγος του από την στιγμή που εισέρχεται στην ζωή του και φυσικά η αγάπη που λαμβάνει από ολόκληρο τον κόσμο που πλειοψηφικά (πέραν των συντηρητικών/ρατσιστικών στοιχείων) τον αποθεώνει, επέδρασαν ποικιλοτρόπως στην ζωή, την καρδιά και την κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση του.
Παρακολουθώντας φυσικά συμπεριληπτικά την ταινία, και προκειμένου να κατανοήσουμε τον πλούτου του βυθού μιας κοινωνίας στην δεκαετία των ‘50s, ‘60s και ‘70s, δεν μπορούμε να μην συνδέσουμε με το ήδη περίπλοκο σχέδιο που προβάλλεται μπροστά μας, την έντονη κοινωνική κατακραυγή που βιώνει ο «μαύρος πληθυσμός», την υπερτονισμένη αίσθηση του «να είσαι ο άλλος», αυτός που «ενοχλείς» όχι μόνο για το χρώμα σου, αλλά ολοκληρωτικά σαν ύπαρξη να μοιάζει σαν να πηγάζεις από κάποιο λάθος σε όλες τις εκφάνσεις της εξέλιξης και της πορείας σου σε αυτόν τον κόσμο.
Από τον τρόπο που ντύνεσαι και μιλάς, μέχρι την μουσική που δημιουργείς και τον χορό που σε εκφράζει.
Αυτοί άλλωστε δεν ήταν και οι λόγοι για τους οποίους επικρίθηκε τόσο αρνητικά και ο ίδιος ο Έλβις; Αλλά, δεν ήταν μόνο αυτό… Αναφορές δεν εκλείπουν φυσικά –αφού εντάσσονται και χρονικά- στον θάνατο/δολοφονία των Τζ. Κένεντι (1963) και του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ (1968), γεγονότα με την δική τους πρόσθετη και ξεχωριστή σημασία.
Η ίδια η ταινία και –στην πραγματικότητα- η ιστορία που προσπαθεί να «κουβαλήσει» μπορεί να διασπασθεί και να μελετηθεί υπό το πρίσμα πολλών και διαφορετικών επιστημών (κοινωνικά, ψυχολογικά, ανθρωπολογικά, ιστορικά κ.α). Το αν η μουσική την καθιστά πιο «ανάλαφρη», ή ακόμη πιο ουσιαστική (παρατηρώντας είτε αυτούσια τους στίχους είτε την σχέση μεταξύ στίχων και της ακολουθίας γεγονότων και καταστάσεων), δεν θα το κρίνω εγώ/εμείς, αδιαμφισβήτητα όμως την καθιστά εκθαμβωτική. Η μελωδία του Rock ‘n Roll ακόμη και για τους μη υποστηρικτές του, δεν μπορεί να χαϊδέψει αδιάφορα την ακοή κανενός, πόσω μάλλον αφού επανεξεταστεί υπό το πρίσμα των εκπληκτικών remix που επιμελήθηκαν οι δημιουργοί υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν.
Κλείνω με ένα (ασήμαντο) στοίχημα προς εσάς. Επιλέξτε τυχαία ένα τραγούδι από τα τόσα του «βασιλιά του Rock ‘n Roll» και σκεφτείτε αν σας εκφράζει έστω και λίγο. Ποντάρω στο ναι!
“I guess I’ll never know the reason why
(Ένας από τους δικούς μου αγαπημένους στίχους που νομίζω θα εκφράσει και αρκετούς από εσάς)
Εύχομαι σε όλους ένα όμορφο και κυρίως, δημιουργικό καλοκαίρι!