*Για τις Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους, εκδόσεις Κέλευθος,
Σαφώς και φωλιάζει αρκετή προβοκατόρικη διάθεση εντός του τίτλου∙ δεν επιχειρώ όμως με το παρόν κείμενο να ολισθήσω σε μια συμβατικού τύπου κριτική, όμοια εκείνων που κυριαρχούν στον Τύπο. Κάλλιστα μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη πηγή της σύγχρονης τάσης υπερτίμησης ενός λογοτεχνικού έργου στη παρείσφρηση της νοοτροπίας του κέρδους και των τεχνικών της διαφήμισης ακόμα και στο χώρο του βιβλίου, φαινόμενο δυσυπέρβλητο μεν στη σύγχρονη μαζική κοινωνία, αρκετά λυπηρό δε. Διότι όταν η ίδια η «κριτική» προσέγγιση αποδεσμεύει από τον ίδιο της τον πυρήνα την «κριτική» της υφή και την άοκνη διαδικασία αξιολόγησης του έργου, και μετατρέπεται σε προσπάθεια υπερτίμησης του (συνηθέστατα παραμορφώνοντας τα μηνύματα που εκπέμπει), καλλιεργείται μια -μεγάλης ευρύτητας- δυσπιστία από το αναγνωστικό κοινό.
Για να είμαι σαφής: Αναφέρομαι φυσικά όχι στις περιπτώσεις που η ευγενική έκφραση των σκέψεων ενός κριτικού συνομιλεί γόνιμα με ένα έργο, αλλά στις περιπτώσεις εκείνες- κατ’ εμέ πλειοψηφικές- όταν υποτάσσεται η κριτική στο συμφέρον (χωρίς να υπαινίσσομαι πως οφείλουν οι κριτικές να βρίθουν χαιρεκακίας). Ας μην απεραντολογώ: Ποιο μπορεί να αξιολογηθεί ως ασφαλές κριτήριο για την διαπίστωση της ποιότητας και σημασίας ενός λογοτεχνικού έργου, όταν οι ίδιες οι προσεγγίσεις «από τα πάνω» δημιουργούν, ασύνειδα, αντίθετες δυναμικές από τις προσδοκώμενες – όπως η καχυποψία; Η απάντησή μου είναι: η υποδοχή από τον κόσμο∙ όταν εκείνη πηγάζει από την αναγνώριση της ιδιαίτερης αισθητικής και ποιοτικής υφής του, και όχι από την ευθυγράμμιση ενός έργου με την επικαιρότητα και τη λογοτεχνική μόδα.
Με χαρά διέκρινα τις Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους κάποια στιγμή να βρίσκονται στα ελληνικά ευπώλητα, και μάλιστα στη κορυφή τους. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αφορμή να το ανιχνεύσω, να προσεγγίσω την θεματική του και επιτέλους να το διαβάσω. Μεσουρανούσε, βέβαια, ήδη για σχεδόν 145 εβδομάδες στον κατάλογο των μπεστ-σέλερ των New York Times. Έχει σημασία αυτό; Έχει. Διότι συχνά τα ευπώλητα – ιδιαίτερα στην Ελλάδα – κρύβουν διεργασίες βαθύτερες, που εκκινούν «από τα κάτω», κατά τις οποίες ένα βιβλίο εξασφαλίζει το ενδιαφέρον και την αποδοχή ενός μεγάλου τμήματος των αναγνωστών αδιαμεσολάβητα. Όσες κριτικές και να γραφτούν στα κυρίαρχα Μέσα, ουδείς μπορεί να προδικάσει τι θα συναρπάσει τον κόσμο. Και όταν τέτοιας έκτασης ενθουσιασμός συνοδεύει την έκδοση ενός έργου, ένας βιβλιόφιλος δεν μπορεί παρά να μην ενδιαφερθεί για αυτό και τη βαθύτερή του όψη.
Η Εστές είναι μια σπουδαία συγγραφέας. Οι εκδόσεις Κέλευθος επέλεξαν να εκδώσουν το εν λόγω έργο στην εκπνοή του 2020, δίνοντας μεν στο έργο χαρακτήρα επίκαιρο, αλλά όχι επικαιρικό. Διότι εκφράζεται, άλλοτε έμμεσα άλλοτε αινιγματικά, για τη γυναικεία φύση στη διαχρονία της. Η ίδια αναφέρεται εισαγωγικά στο έργο ως «αρχαιολογική σκαπάνη του πνεύματος» που ανασκάπτει ενδελεχώς τα ερείπια του γυναικείου εσωτερικού κόσμου. Διαβάζοντας το έργο διαπιστώνεις πως δεν αποτελεί ένα ακαδημαϊκό σύγγραμμα ψυχολογίας, ούτε ένα μανιφέστο φεμινισμού. Αισθάνεσαι τα ορμητικά κύματα της ποιητικής της ικανότητας να σκάνε ομαλά με εκείνα των αρχών της γιουνγκιανής ψυχολογίας. Ξεδιπλώνει τη σκέψη της με παραμύθια, χωρίς όμως να δημιουργεί κάποια συλλογική παραμυθία για την Γυναίκα. Γράφει χαρακτηριστικά στην σελίδα 266: «Μια γυναίκα δεν μπορεί να αλλάξει τη νοοτροπία της κοινωνίας με μια απλή προσταγή […] μέσα από την δυναμική αποδοχή του εαυτού μας και την αυτοπεποίθηση αρχίζει να αλλάζει και η γενικότερη νοοτροπία». Σκάβει στο βάθος του χρόνου, συνομιλώντας με το παρόν και το μέλλον. Φωτίζει, επιπλέον, ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης, αρκετά υποφωτισμένο στην ελληνική εμπειρία: Τη συνάφεια της γυναίκας με τις λύκαινες.
Πίσω από κάθε ιστορία φωλιάζει ένα ολόκληρο πρόταγμα, μια έκκληση για αλλαγή. Πράγματι, η επανοικειοποίηση μας με κάποιες πτυχές της «Άγριας Ψυχής» της γυναικείας Φύσης μπορεί να αλλάξει συθέμελα την σύγχρονη αντίληψή μας για εκείνη. «Κάθε Σταυρός είναι φτιαγμένος στα μέτρα εκείνου που τον κουβαλάει», γράφει σε κάποιο σημείο στο Νεαρό Άσπρο Ελάφι ο Χ. Α Χωμενίδης.
Πολλές φορές αλλοιθωρούμε μπροστά στον διαχρονικό Σταυρό που έχει κληθεί η Γυναίκα να κουβαλήσει. Και το έργο αυτό είναι ικανό να μας κάνει να αναθεωρούμε.