Της εξωτερικής συνεργάτιδος, Εβελίνας Παπαδοπούλου,
Η ανεξάρτητη Ελλάδα, ακόμα και μετά την προσάρτηση των Ιονίων νήσων και της Θεσσαλίας, αλλά και τη συνθήκη του Βερολίνου (1878), διέτεινε συχνά το αίτημα της ένωσης περιοχών που θεωρούσε δικές της, στα πλαίσια του γενικότερου εθνικιστικού αναβρασμού που επικρατούσε τον 19ο αιώνα.
Μία από αυτές ήταν η Κρήτη. Το κρητικό ζήτημα έμοιαζε με μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί στα χέρια του εκάστοτε πρωθυπουργού. Μια από αυτές τις εκρήξεις αποτέλεσε την αιτία για τον Ατυχή πόλεμο, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 που έφερε τους Οθωμανούς στα πρόθυρα της Αττικής.
Η Κρήτη ταλανιζόταν από επαναστάσεις στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τις οποίες ο σουλτάνος κατέστειλε με ωμότητα, ενώ οι διοικητές που ο ίδιος διόριζε δεν ακολουθούσαν τον Οργανικό Νόμο είτε αυτοβούλως είτε λόγω πίεσης από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Συνεπώς, ηρεμία δεν υπήρχε στη μεγαλόνησο. Το 1894, οι Χριστιανοί της Κρήτης απαίτησαν τον διορισμό χριστιανού διοικητή με αποτέλεσμα την έλευση του Καραθεοδωρή πασά, τέως Ηγεμόνα της Σάμου. Η μουσουλμανική επιτροπή του νησιού δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί αυτή την αλλαγή και έτσι ξεκίνησε εμφύλια σύρραξη στα 1895. Τον Καραθεοδωρή διαδέχτηκε ο Βέροβιτς πασάς που, αποτυγχάνοντας να ελέγξει την κατάσταση στο νησί, θα αποχωρήσει στα 1897.
Με τον εμφύλιο να μαίνεται, οι Μεγάλες Δυνάμεις απαγόρευσαν στην Αθήνα να στείλει ενισχύσεις προς όφελος των Ελλήνων. Παρά όμως αυτήν την απαγόρευση, μετά από πίεση της Εθνικής Εταιρείας αλλά και της κοινής γνώμης, που διψούσε για την λύτρωση της Κρήτης, η κυβέρνηση έστειλε τόσο στολίσκο υπό τον βασιλοπαίδα Γεώργιο, όσο και στρατό υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις απαίτησαν από την Ελλάδα να αποσύρει τις ενισχύσεις, κάτι που η ίδια έπραξε, εξαιρώντας όμως το τάγμα του Βάσσου. Η αντίδραση ήταν ακαριαία, με την επέμβαση των Δυνάμεων να κηρύττει το νησί ως «αυτόνομη επαρχία υπό την υψηλή κυριαρχία του σουλτάνου». Η Οθωμανική αυτοκρατορία φάνηκε να αποδέχεται την λύση αυτή. Η ελληνική πλευρά όμως, όχι. Η Εθνική εταιρεία είχε έντονη αντίδραση, ξεσηκώνοντας το πλήθος, ενώ η πίεση της αντιπολίτευσης δεν άφησε πολλά περιθώρια στην κυβέρνηση.
Η άρνηση αυτή της Ελλάδας να ακολουθήσει πιστά την απόφαση των Μεγάλων δυνάμεων για αυτονομία του νησιού, την καθιστούσε απευθείας απομονωμένη. Οι Δυνάμεις δεν της επέτρεπαν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η λύση ήταν πλέον μονόδρομος: πόλεμος. Ο πόλεμος δεν άργησε να μεταφερθεί στην κυρίως Ελλάδα με τον κατά πολύ ανώτερο αριθμητικά οθωμανικό στρατό να βρίσκεται στη Θεσσαλία. Η Λάρισα καταλήφθηκε ταχέως, αφού πρώτα εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της, ενώ ακολούθησαν μάχες στο Βελεστίνο με σθεναρή αντίσταση από την ελληνική πλευρά και τον συνταγματάρχη Σμολένσκη.
Ακολούθησε μια ακόμα ήττα των Ελλήνων στη μάχη των Φαρσάλων στις 24 Απριλίου, ενώ ο συνταγματάρχης Σμολένσκης διατάχθηκε να κατευθυνθεί στον Δομοκό, όπου και θα στηνόταν η νέα γραμμή άμυνας των Ελλήνων. Όλα έδειχναν ότι οι Οθωμανοί θα προέλαυναν ανεμπόδιστοι ως την Αθήνα, μέχρι που ο σουλτάνος διέταξε παύση πυρών ύστερα από παράκληση του τσάρου Νικολάου Β’, με τον οποίο είχε συγγένεια.
Στο μέτωπο της Ηπείρου, ο συνταγματάρχης Μάνου και το στράτευμά του κατάφεραν να κρατήσουν τη γραμμή Άρτας – Πέτα αλλά και να απειλήσουν τουρκικό έδαφος.
Η οριστική λήξη του πολέμου ήρθε στις 22 Νοεμβρίου του 1897 στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας την Ελλάδα εμφανώς πληγωμένη. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης παραιτήθηκε, με αποτέλεσμα η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης να υπογραφεί από τον διάδοχό του, Αλέξανδρο Ζαΐμη. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε σε υπέρογκη πολεμική αποζημίωση προς την Πύλη ενώ παρέδωσε κομμάτι της Θεσσαλίας.
Έπειτα από την περιπέτεια αυτή, τα οικονομικά της Ελλάδας ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Για να μπορέσει να καταβάλει την αποζημίωση, αλλά και την αποπληρωμή του ήδη υπάρχοντος χρέους, η χώρα πήρε ένα ακόμα μεγάλο δάνειο και περιήλθε σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο Ατυχής πόλεμος είναι η πρώτη μεγάλη πολεμική επιχείρηση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Η συνθηκολόγηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ταπεινωτική, ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί στην ελληνική κυβέρνηση ότι στάθηκε αρκετά ανυποχώρητη, παρότι ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης είχε να αντιμετωπίσει και τα οικονομικά προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η πτώχευση του Τρικούπη λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα.
Η χώρα φάνηκε ανεπαρκής για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή την απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων εδαφών. Ο κομματισμός που επικρατούσε οδηγούσε ανίκανους ανθρώπους σε καίριες θέσεις με αποτέλεσμα να γίνονται μοιραία λάθη. Αξίζει να αναφερθεί όμως ότι άνοιξε ο δρόμος για την προσάρτηση της Κρήτης, αφού στα 1898 το νησί κηρύχθηκε αυτόνομο.