Με βαρύγδουπες φράσεις απευθύνθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην Υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, σχετικά με το ζήτημα της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια σε σχετική συζήτηση που διεξήχθη πριν λίγες μέρες στη Βουλή.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση λέγοντας πως «έρχεται η κα. Κεραμέως ως νέος Ηρώδης να σφαγιάσει τα όνειρα χιλιάδων παιδιών» με την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Στην ομιλία του αναφέρθηκε σε εκ προμελέτης έγκλημα που αφορά τον αποκλεισμό  πολλών υποψηφίων από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και κάλεσε την Υπουργό να αποσύρει αυτό το «έκτρωμα» όπως το αποκάλεσε.  

Η κοινοβουλευτική ιστορία αποδεικνύει περίτρανα πως η κριτική για την κριτική, ο αντίλογος για τον αντίλογο και οι βαρύγδουπες φράσεις άνευ ουσίας αποτελούν πάγια τακτική αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και μηδενικών αντιπροτάσεων. Επιπλέον, δεν νοείται να εμπεριέχονται ανακριβή στοιχεία που προσομοιάζουν σε κοινότυπα fake news, σε κάθε ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιο επεξηγηματικά, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στον  αποκλεισμό 30.000 υποψηφίων από την ανώτατη εκπαίδευση, ενώ ο αριθμός αυτών ανέρχεται σε 9.000 σε σχέση με πέρυσι. Μπροστά στις υπόλοιπες ανακριβείς πληροφορίες που διαδίδονται, η γιγάντωση αυτού του αριθμού κρίνεται αμελητέα για μια σχολή σκέψης που επένδυσε στην αύξηση των πανεπιστημιακών τμημάτων χωρίς να τη συνοδεύσει με μια αντίστοιχη επαγγελματική αποκατάσταση, εντείνοντας έτσι τα φαινόμενα άνεργων πτυχιούχων.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί πως η Eλάχιστη Bάση Eισαγωγής καθορίζεται από τα ίδια τα Πανεπιστήμια. Συνεπώς, όπως είναι προφανές, ο ρόλος των Πανεπιστημίων ενισχύεται καθώς πλέον μπορούν να θέτουν τις προϋποθέσεις ώστε οι σπουδαστές τους να είναι ικανοί όχι μόνο να εισαχθούν σε μία από τις σχολές αλλά και να καταφέρουν να αποφοιτήσουν από αυτές. Αν κρίνουμε από τις  τις αντιπολιτευτικές δηλώσεις, ποσώς ενδιαφέρονται κάποιοι για την πραγματική ουσία εισχώρησης ενός υποψηφίου σε μια σχολή Πανεπιστημιακού επιπέδου. Σημασία μάλλον έχει η ποσότητα, να περάσουν δηλαδή όσο γίνεται περισσότεροι και ας μην πληρούν τα κριτήρια και ας μην έχουν τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν το πτυχίο.  Εξ ου και οι προτάσεις για ίδρυση περαιτέρω τμημάτων κατά την προηγούμενη κυβερνητική θητεία, μάλιστα σε αντικείμενα που διαπνέονται από κορεσμό και μειωμένη – έως ανύπαρκτη – ζήτηση στην αγορά εργασίας (πχ η τέταρτη νομική σχολή σχολή στη Πάτρα).

Αυτό το «έκτρωμα» λοιπόν δίνει κανονιστική και αποφασιστική ενίσχυση στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, μέσω της δυνατότητας να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων. Φυσικά, απόδειξη για την αποδοχή της απόφαση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, αποτελεί το γεγονός ότι η Σύνοδος Πρυτάνεων εξέφρασε κάποιες ανησυχίες για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εφαρμογή της, όμως δεν προέβη σε αίτημα για κατάργησή της.

 Την επόμενη φορά που κάποιος αναρωτηθεί πότε επιτέλους η Ελλάδα θα «πάει μπροστά» ή «πότε θα εξευρωπαϊστεί», καλό θα ήταν προγενέστερα να αναρωτηθεί αν θέλει να αφήσει την Ελλάδα να προοδεύσει και να αρχίσει να συμβαδίζει με τα υπόλοιπα ξένα Πανεπιστήμια. 

Θα ήταν συνεπώς συνετό για τους κατακριτές του μέτρου, να αρχίσουν να πασχίζουν για την επίτευξη μίας γόνιμης κριτικής, ενός υγιούς διαλόγου και να σταματήσουν να εξαπολύουν επιθέσεις ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε πρόταση προέρχεται από την κυβέρνηση απλώς και μόνο για να κάνουν εντύπωση. Έτσι κι αλλιώς, αφού η συγκεκριμένη τακτική δεν βρίσκει αντίκρισμα, μήπως η αξιωματική αντιπολίτευση να σκεφτεί την αλλαγή ρότας, πριν ξαναγυρίσει σε παρελθοντικά επίπεδα του 3%;..