Το παρόν αποτελεί μια ευσύνοπτη – αλλά κάπως εμβριθή – προσπάθεια επανανάγνωσης του έργου του Μ.Καραγάτση και εντοπισμού των απόψεών του για ορισμένα ζητήματα. Μια προσπάθεια εξαρχής δύσκολη, δεδομένου, όχι μόνο του αινιγματικού χαρακτήρα του ίδιου του έργου, αλλά και της προσωπικότητας του συγγραφέα καθεαυτoύ. Πάντως, σε όλη την έκταση του έργου του, οι γυναίκες έχουν μια εξέχουσα θέση. Γίνεται αντιληπτό πως είναι λάτρης του γυναικείου φύλου, θαυμάζει και προσκυνάει από τα άκρα των δαχτύλων τους ως τα μαλλιά τους, από το σκοτεινότερο χαρακτηριστικό ως το πιο φωτεινό τους. Παρ’ όλα αυτά, έχει κατηγορηθεί ως μισογύνης και σεξιστής. Ποιος είναι ο λόγος;
Για να εμβαθύνουμε στον ρόλο της γυναίκας την ταραχώδη μεσοπολεμική περίοδο και στο εξής, οφείλουμε να δούμε βαθύτερα τα γραπτά του και ιδιαίτερα το έργο του «Μεγάλη Χίμαιρα», το μοναδικό της φημισμένης τριλογίας του «Εγκληματισμού κάτω από τον Φοίβο» που πρωταγωνιστεί μια γυναίκα.
Η Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ, μετά το γάμο της με τον Έλληνα πλοιοκτήτη Γιάννη Ρεΐζη εγκαθίσταται στη Σύρο και καλείται να ενσωματωθεί στο νέο, ανοίκειο ελληνικό περιβάλλον. Η νέα της οικογένεια περιλαμβάνει τη σταθερή παρουσία της πεθεράς της Ρεΐζαινας και τη σποραδική, αλλά ουσιαστική επαφή της με τον αδερφό του άντρα της Μηνά.
Η έντονη σαρκική επιθυμία για το σύζυγό της, μετεξελίσσεται στη διάρκεια των χρόνων σε βαθιά αγάπη. Σημασία έχει και η ελληνολατρία της, κίνητρο και αποτέλεσμα συγχρόνως της παιδείας και της ακαδημαϊκής κατάρτισης που τη διακρίνουν (είναι διδάκτωρ της Κλασικής Φιλολογίας και γνωρίζει από στήθους τα κορυφαία έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας). Η ηρωίδα ζει στη Σύρο έξι ευτυχισμένα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η συζυγική της ζωής της προσφέρει συναισθηματική και σεξουαλική πληρότητα, η μητρότητα της δημιουργεί την ανακουφιστική ασφάλεια ότι «δέθηκ[ε] πια μ΄αυτό το χώμα, γίνηκ[ε] ένα με τους ανθρώπους που γεννάει» .
Πρόκειται για απατηλή διαπίστωση της Μαρίνας. Από κει και πέρα ξεκινά η κατάρρευση της ηρωίδας, οικονομική και συναισθηματική. Η «τραγικότητα» της ηρωίδας εντοπίζεται σε δύο βασικά σημεία: α) στα ανομολόγητα, κρυφά πάθη της β) στην διασάλευση των κοινωνικών κανόνων εκ μέρους της. Ο αδάμαστος ηδονισμός της κατακρίνεται από το υποσυνείδητό της , αλλά και όταν αυτός ο ηδονισμός αποκαλύπτεται, διαπράττει «ύβρι» σε πολλές εκφάνσεις. Σπάει κοινωνικά εμπεδωμένες αντιλήψεις για: α) τον ρόλο της ως συζύγου, που η κοινωνικά αποδεκτή και παραδεδομένη αντίληψη την θέλει πιστή και αποδεσμευμένη από ανομολόγητες σκέψεις και β) τον ρόλο της μητέρας, που η κοινωνία την θέλει γυναίκα υποδειγματική και σχεδόν υπερπροστατευτική στα παιδιά της.
Η Μαρίνα προβαίνει σε σεξουαλικές πράξεις με τον αδελφό του συζύγου της, τον Μηνά.
Αλλά ο Μηνάς, πνευματώδης και αχόρταγος, αποτελεί στη πραγματικότητα έναν femme manqué, που σημαίνει μια μεταμφιεσμένη γυναικεία ψυχολογία, που έχει σχέση με ναρκισσισμό και εγωπάθεια. Ο Μηνάς δεν είναι στη πραγματικότητα τίποτα άλλο από την αντίστροφη όψη της Μαρίνας, η ίδια σε αρσενικό, που μοιράζονται τον ίδιο αξεδίψαστο ηδονισμό. Η ηδονή, όταν είναι παράνομη – θρησκευτικά και κοινωνικά – πληρώνεται με το να είναι πρώτα ακόρεστη και εν τέλει καταστροφική, που οδηγεί τελεσίδικα στον θάνατο και την αυτοκτονία.
Στο πρόσωπο της πεθεράς ενσαρκώνεται η παραδοσιακή ηθική. Η μητέρα του Ρεϊζη παρουσιάζεται ως ο θεματοφύλακας της ηθικής, με τις ανασχέσεις και τους αυτο – περιορισμούς της, που ωστόσο στο τέλος δείχνει κατανόηση στη μοίρα της Μαρίνας και προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές, που εκείνη δημιούργησε.
Ενδιαφέρον έχει να δούμε στην Μαρίνα Μπαρέ το αρχέτυπο της «Μήδειας» του Ευρυπίδη και της «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ. Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών είναι η πτώση τους, συνειδητή και ταχεία, που οφείλεται στο ερωτικό τους πάθος. Και οι τρεις σπάνε την παραδοσιακή αντίληψη για τον έρωτα, την οικογένεια και την ηθική, διαπράττουν την ίδια «ύβρι» και γιαυτό στο τέλος «καταδικάζονται». Κατά κάποιον τρόπο μεταδίδουν και στα ίδια τους τα παιδιά αυτή τη τραγικότητα, αφού και στη περίπτωση της Μαρίνας, η κόρη της πεθαίνει. Η αλυσίδα Μήδεια – Μαρίνα Μπαρέ – Μαντάμ Μποβαρύ έχει θεμελιακή σημασία, αλλά ο κρίκος της Μαρίνας έχει μια ξεχωριστή μετάφραση. Ο Καραγάτσης δίνει στη Μαρίνα Μπαρέ άρωμα «μηδειακό» και μορφή «μποβαριανή», αλλά έχει το δικό της νόημα, για να κουμπώσει στα δεδομένα της εποχής του και να εκφράσει αυτά που θέλει. Αρκεί να σκεφτούμε το εξής: σε όλη τη περίοδο του μεσοπολέμου χρειαζόταν μια ιδεολογική αναπαρθένευση μετά το υπαρξιακό κενό για τον ελληνισμό, που προέκυψε απτη Μικρασιατική καταστροφή. Κενό που η Γενιά του ’30 έτρεξε να καλύψει.
Έτσι ο Καραγάτσης σου φέρνει μια Μαρίνα Μπαρέ που αντιπαράβλλεται – νικάει, μα εκλωβίζεται και διαλύεται, πεθαίνει – με τη παραδοσιακή ηθική. Πρόκειται για ένα «κάλεσμα» στους συγχρόνους του στην ηθικοθρησκευόμενη Ελλάδα, και κυρίως στους πνευματικούς ταγούς της, να αποδεσμευτούν από ιδανικά και αξίες, που πλέον καθόλου δε συγκινούσαν τους πολίτες· Με τον ίδιο τρόπου που ο Φλωμπέρ καυτηριάζει την μικροαστική γαλλική κοινωνία, μετά τον ενθουσιασμό της για την κατάληψη της εξουσίας.
Η γυναίκα που παλεύει και ηττάται, που δεχεται την τραγική της μοίρα ως βιολογική συνέπεια των πράξεών της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άνθρωπος. Ένα πρόταγμα κατανόησης του ανθρώπου μέσα από το έρεβος των πράξεών του, σε μια εποχή, που το να σπασεις τα κοινωνικά στεγανά ουδόλως ήταν απλό. Το στοίχημα της Μαρίνας Μπαρέ δεν ήταν να νικήσει μέσα στο ψυχικά ανίκητο ερωτικό της πάθος. Το στοίχημά της ήταν να παλέψει, προτού νικηθεί από το προκαθορισμένο τέλος της. Η γύμνια της – σαρκική και συναισθηματική – να μετατραπεί σε μαχαίρι, που χώνεται στα σωθικά σου και σου υπενθυμίζει πως η γύμνια είναι ανθρώπινη. Και για όσους έχουν εγκαλέσει τον Καραγάτση – και θα συνεχίσουν να εγκαλούν, όσο το έργο του είναι αξεπέραστα διαχρονικό – πως εκείνος είναι σεξιστής: Θα απαντούσα με τη τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει στο μυθιστόρημα «10», πριν ξεχυψήσει : «Ας γελάσω…»