Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Ιδομενέα Μόκκα,

Το 1991, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, George Bush, ύστερα από την επικράτηση στον Ψυχρό Πόλεμο, είχε αναφέρει θριαμβευτικά ότι «δεν υφίσταται υποκατάστατο της αμερικανικής ηγεσίας». Θα έλεγε κανείς πως τα λόγια αυτά ειπώθηκαν με ύφος βεβαιότητας, σε σημείο που αναμενόταν να αποδειχθούν διαχρονικά.

Ελάχιστοι εντούτοις γνώριζαν πως, την ίδια ώρα, 7.000 μίλια περίπου μακριά από το Κογκρέσο, αναβίωνε μια αυτοκρατορία, που επρόκειτο σταδιακά να δυσκολέψει την εκπλήρωση του αμερικανικού οράματος.

Ο λόγος για την Κίνα. Ένα έθνος που, υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ (1949-1978), βίωσε στις ρίζες του τον κομμουνισμό. Όπερ ισοδυναμούσε με καθολική αυτάρκεια όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά, τα τρόφιμα και αγαθά, καθώς και το μπλόκο στις οικονομικές – διπλωματικές διασυνδέσεις με την καπιταλιστική Δύση. Την απομόνωση από την διεθνή σκηνή έμελλε να τερματίσει η ανάληψη της εξουσίας από τον Ντενγκ-Σιάο-Πινγκ (1978), ο οποίος δήλωνε ευθέως ότι άφηνε ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο προσοδοφόρου ανοίγματος προς τη Δύση.

Ωστόσο, το έργο που τελικά πυροδότησε την οικονομία της Κίνας συνέβη εντός συνόρων. Συγκεκριμένα, ο κινέζος ηγέτης, το 1979 εκπόνησε ένα πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης, που προέβλεπε την δημιουργία 4 ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ). Εκείνες θα διέπονταν από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο της υπόλοιπης κομμουνιστικής Κίνας, με σημειωτέες παραλλαγές την εξαγωγή αγαθών προς τη Δύση και την δυνατότητα των εισαγωγέων να συναλλάσσονται με καπιταλιστικές αγορές. Επρόκειτο για ένα σύστημα που διακριτικά τιτλοφορείται «Σοσιαλισμός με κινέζικα χαρακτηριστικά».

Η επιτυχία του σχεδίου αυτού υπήρξε τεράστια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία εκ των πρώτων ΕΟΖ, το ψαροχώρι Σενζέν. Το 1980, αριθμούσε 59.000 κατοίκους. Το 2016, η απογραφή μέτρησε 12.000.000 κατοίκους, ενώ το ΑΕΠ της περιοχής σημειώνει εντυπωσιακή άνοδο ύψους 24.569%. Σαφώς, επόμενη κίνηση αποτέλεσε η ένταξη περισσοτέρων περιοχών σε αυτό το ιδιόρρυθμο σύστημα, γεγονός που επαληθεύεται από την χρήση τσιμέντου – κυρίως 2011-2013 –, 6,6 γιγατόνων (πελώρια ποσότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι στις ΗΠΑ αξιοποιήθηκαν 4,5 γιγατόνοι ολόκληρο τον 20ο αιώνα). Απότοκο της καθοριστικής μεταρρύθμισης υπήρξε ο διπλασιασμός του ΑΕΠ της χώρας εντός μιας δεκαετίας (1980-1990) και, σε βάθος χρόνου, η εισδοχή της στον ΠΟΕ το 1998.

Το Σενζέν το 1985 και το 2015. Πηγή εικόνας: CGTN

Η οικονομία κατέγραφε σταθερά βήματα προόδου, δίχως μάλιστα να κλονιστεί έντονα η καθεστηκυία τάξη από το τσουνάμι της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Ένα πακέτο διάσωσης ύψους 586 εκ. δολαρίων και η στροφή προς την παραγωγή αγαθών για την εγχώρια αγορά φάνηκαν επαρκή, ώστε να απομακρύνουν την Κίνα από την οικονομική εξουθένωση, παραχωρώντας της πολύτιμο πλεονέκτημα. Η κρίση, που με δριμύτητα δεν υπολόγισε σύνορα και ναυάγησε δεκάδες εθνικές δομές, για την Κίνα αποτέλεσε ένα απλό ταρακούνημα.

Επιπλέον, εντατικοποίησε την γεωστρατηγική της θέση στην Νότια Σινική Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό, ενώ επιδόθηκε σε σημαντικές επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, με βλέψη στην εκμετάλλευση των ανεξάντλητων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Υπολογίζεται πως η Κίνα έχει δαπανήσει γύρω στα 1 τρις δολάρια σε επενδύσεις ανά τον κόσμο, με την Ελλάδα να αποτελεί ελκυστικό προορισμό, ένεκα της γεωγραφικής θέσης και των φορολογικών κινήτρων προς όφελος ξένων επενδυτών.

Η πιο επιβλητική πρωτοβουλία συνιστά το πρόγραμμα «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος» με πρωτοστάτη τον νυν Πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπινγκ. Μία σειρά έργων υποδομής, που εκτείνεται σε 68 χώρες και περιλαμβάνει σιδηροδρομικές γραμμές 12.000 χλμ, ένα τεράστιο δίκτυο αυτοκινητόδρομων, καθώς και έναν αγωγό φυσικού αερίου μήκους 1.833 χλμ. Εκτιμάται να ολοκληρωθεί το 2049, 100 χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Μέχρι τότε, η ανάδειξή της σε παγκόσμιο οικονομικό κολοσσό θα υφέρπει, απειλώντας την οικουμενική πρωτοκαθεδρία της Δύσης.

Το πρόγραμμα «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος». Πηγή εικόνας: Asian Green Real Estate

Ακόμη, άφθονες προσοδοφόρες ευκαιρίες για σύναψη νέων και για ενδυνάμωση υπαρχουσών συμμαχιών παραχωρεί η Περιφερειακή Οικονομική Συνεργασία  (RCEP), την οποία η Κίνα υπέγραψε τον Νοέμβριο του 2020 με 14 χώρες (Ασία – Ωκεανία). Γίνεται λόγος για μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου που αριθμεί 2.2 δις άτομα και αντιπροσωπεύει το 28% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μέσω αυτής, η Κίνα ελπίζει να διευρύνει την οικονομική-στρατιωτική – γεωπολιτική  επιρροή της στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, παραμερίζοντας συνάμα την αντίστοιχη των ΗΠΑ. Σημειωτέον πως η τελευταία δεν αποτελεί μέλος ούτε της RCEP ούτε της CPTTP (εταιρική σχέση του Ειρηνικού).

Οι παρούσες ενδείξεις μαρτυρούν πασιφανή συνέχιση της ανοδικής πορείας. Η «γενέτειρα» του ιού SARS -CoV-2 κατάφερε να επικρατήσει, σχεδόν θριαμβευτικά, των παρεπόμενων κινδύνων που προξένησε η πανδημία. Και αυτό, χάρη στον ρυθμό που είχε καθιερώσει τα προηγούμενα έτη σε συνδυασμό με μέτρα στήριξης και έκτακτες ενισχύσεις στις επιχειρήσεις.

Ως εκ τούτου, αναδείχθηκε ως η μοναδική μεγάλη οικονομία που σημείωσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2020 (2,3%).

Η κινεζική οικονομία επιτάχυνε και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, πετυχαίνοντας ανάπτυξη – ρεκόρ της τάξεως του 18,3 %, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2020 (πτώση 6,8). Στον πυρήνα της ανάπτυξης η βιομηχανική παραγωγή (14,1%) και ο κλάδος του λιανεμπορίου (34,2%).

Στο μεταξύ, η Δύση παραμένει σε ρόλο παρατηρητή. Άλλωστε, οι εξελίξεις συμβαίνουν ταχύτατα, την ώρα που εκείνη επιβαρύνεται από συστημική κρίση, πολιτικές αναταραχές και την πανδημία, καθιστώντας πιο απαιτητική την πρόκληση περί διατήρησης του διεθνούς στερεώματος. Βέβαιη, ομολογουμένως, θεωρείται η βαρύτητα της τρέχουσας πενταετίας, καθώς μέλλει να επαναπροσδιορίσει τη δυναμική αμφότερων των πλευρών στην παγκόσμια οικονομική και γεωστρατηγική σκηνή.