Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Σταύρου Κοροβέση.
Καθημερινά κατακλυζόμαστε και «βομβαρδιζόμαστε» συντονισμένα με πληροφορίες και εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη του φαινομένου της «κλιματικής αλλαγής». Ένα φαινόμενο, που οι αιτίες του και οι συνέπειές του δεν έχουν διαλευκανθεί απολύτως, με την επιστημονική κοινότητα να εμφανίζεται διχασμένη και «φειδωλή» σχετικά με την απόδοση συγκεκριμένων και «καθαρών» απαντήσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της αποδέχεται τον όρο κλιματική αλλαγή, στην οποία υπεισέρχεται φυσικά και η ανθρώπινη παρέμβαση και συμβολή, ως ο κυρίαρχος ρυθμιστικός μηχανισμός γένεσης και ανατροφοδότησης του φαινομένου. Από την άλλη μεριά, ένα μικρότερο, αλλά αξιόλογο ποσοστό της επιστημονικής κοινότητας, δεν αποδέχεται τον όρο κλιματική αλλαγή, αυτό καθ’ εαυτό, αλλά τον όρο κλιματική μεταβλητότητα, αφήνοντας ένα ερωτηματικό στο γενεσιουργό αίτιό της, καθώς δε θεωρεί ως πρωταρχική αιτία της την πολυ-συζητούμενη ανθρώπινη παρέμβαση, στηριζόμενη στη μελέτη της επιστήμης της παλαιοκλιματολογίας.
Πιο ειδικά, η συγκεκριμένη επιστήμη χρησιμοποιεί ως μάρτυρα τους παγετώνες, για τη μελέτη της εξέλιξης της θερμοκρασίας της γης. Έτσι, αποσπώντας δείγματα από τα αιωνόβια παγετωνικά καλύμματα της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής μπορεί να υπολογίσει την ηλικία τους, καθώς και την περίοδο δημιουργίας τους, μέσω της ανάλυσης των ισοτόπων του 02 (οξυγόνου) που είναι εγκλωβισμένα στον παγετώνα. Γνωρίζοντας δηλαδή την περίοδο ημιζωής του οξυγόνου (το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να διασπαστεί ένας πυρήνας ατόμου 02) και ανάλογα με το πόσοι πυρήνες ισότοπου βρίσκονται αδιάσπαστοι στο υπό εξέταση δείγμα πάγου, γίνεται ο υπολογισμός της ηλικίας του παγετώνα. Ταυτόχρονα, με τον υπολογισμό της ηλικίας του παγετώνα, ωστόσο, γίνεται και υπολογισμός των θερμοκρασιακών συνθηκών που επικρατούν περιοδικά στον πλανήτη μας.
Σύμφωνα με το παραπάνω διάγραμμα, παρατηρώντας τα θερμοκρασιακά μέγιστα στον άξονα της θερμοκρασιακής διαφοράς από τις τωρινές θερμοκρασιακές συνθήκες – που αποτελούν και τις τιμές αναφοράς (επίπεδο 0) – παρατηρούμε ότι κάθε 120.000 χρόνια επαναλαμβάνεται θερμή περίοδος, όπου τα παγετωνικά καλύμματα της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής σημειώνουν τα ελάχιστα των όγκων τους. Παρατηρείται δηλαδή, μια περιοδική εναλλαγή θερμών και ψυχρών περιόδων διαχρονικά στο παγκόσμιο κλίμα. Από τη μελέτη του παραπάνω πίνακα εξάγεται και η πληροφορία ότι η χρονική περίοδος των θερμότερων περιόδων κυμαίνεται από 15.000-20.000 χρόνια, με μια μικρή απόκλιση μεταξύ τους. Επίσης, από τον ίδιο χάρτη γίνεται αντιληπτό ότι σήμερα διανύουμε μια αντίστοιχη θερμή περίοδο, η οποία έχει αρχίσει εδώ και 14.000 χρόνια, με τη θερμοκρασία να αυξάνεται, τους πάγους να λιώνουν και τη στάθμη της θάλασσας να αυξάνει εδώ και 14.000 χρόνια.
Η μεγάλη τήξη των παγετωνικών καλυμμάτων του Βόρειου και Νότιου Ημισφαιρίου δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει εξιστορηθεί, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, με τη γνωστή ιστορία του «κατακλεισμού του Νώε», όσο και στην ελληνική μυθολογία, με πρωταγωνιστές το Δευκαλίωνα και την Πύρα, – κατακλεισμός του Δευκαλίωνα – με καθοδηγό και σύμβουλό τους, φυσικά, τον παντοδύναμο Δία. Οι θερμές περίοδοι συνοψίζονται με τον όρο «μεσοπαγετώδης περίοδος», όπου οι πάγοι υποχωρούν λιώνοντας και η μέση παγκόσμια θερμοκρασία «τραβάει την ανηφόρα». Αν η μεσοπαγετώδης περίοδος που βιώνουμε διαρκέσει χρονικά, όσο και η προηγούμενη, που εκδηλώθηκε πριν απο 120.000 χρόνια, τότε αναμένεται ότι σε 4.000 – 6.000 χρόνια από τώρα, οι παγετώνες θα έχουν λογικά το «πάνω χέρι» και ο πλανήτης να εισέλθει σε μια νέα «εποχή των παγετώνων».
Ωστόσο, ακόμη και μέσα στη μεσοπαγετώδη περίοδο που διανύουμε έχουν διαπιστωθεί αξιόλογες θερμοκρασιακές μεταβολές. Ειδικότερα, πριν από 300 χρόνια περίπου, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία κυμαινόταν περίπου κατά 0,5 – 0,7°C χαμηλότερα από τις σημερινές μέσες κλιματικές τιμές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να βιώσουμε μια μικρή παγετωνική περίοδο, μέσα στη μεσοπαγετώδη, όπου συγκεκριμένα οι ποταμοί Τάμεσης και Ρήνος πάγωναν με μεγάλη συχνότητα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα.
Ο παγωμένος Τάμεσης, 1863-1864, του Thomas Wijck
Συνεχίζοντας την αναδρομή μας στο παρελθόν, κατά την περίοδο του 1100, ο πλανήτης βίωσε μια αξιόλογη θερμή περίοδο, όπου η θερμοκρασία υπολογίστηκε ότι ήταν υψηλότερη κατά 0,7°C από τις σημερινές μέσες κλιματικές τιμές της, γεγονός που συνέβαλε στην ανακάλυψη της Γροιλανδίας από τους Βίκινγκς. Το 985 ο Γκούνμπγιορν Ούλφσον ανακάλυψε τη Γροιλανδία κατά λάθος – έπλεε από τη Νορβηγία προς την Ισλανδία, αλλά λόγω θαλασσοταραχής έχασε τον προσανατολισμό του. Τον ίδιο χρόνο έφθασε εκεί και ο Έρικ ο Ερυθρός, εξόριστος από την Ισλανδία, που αποπειράθηκε να δημιουργήσει τον πρώτο οικισμό (Μπράταχλιντ). Έτσι, ονομάστηκε και η Γροιλανδία, στη διεθνή ορολογία, ως Greenland, – πράσινη γη -, καθώς λόγω αυτής της θερμοκρασιακής απόκλισης δεν καλυπτόταν από παγετωνικά καλύμματα και ιδιαίτερα το νότιο τμήμα της είχε ένα ήπιο κλίμα, με δασική βλάστηση και πόες, ενώ υπήρχε και οργανωμένη κτηνοτροφία.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω το χρόνο, σύμφωνα με παγετωνικές μελέτες, κατά την περίοδο της Ρωμαικής Εποχής, η θερμοκρασιακή απόκλιση από τις σημερινές θερμοκρασίες, ήταν αξιόλογα υψηλή κατά 1,5°C. Περίπου πριν από 2.000 χρόνια με την υποταγή της Βρετανίας στους Ρωμαίους, αναφέρεται σε ιστορικές πηγές ότι οι Ρωμαίοι εισήγαγαν την καλλιέργεια της αμπέλου, με εξαιρετικά αποτελέσματα, λόγω των τότε ευνοϊκών θερμοκρασιακών συνθηκών. Πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα, το 300 μ.Χ, κατά τη διακυβέρνηση του Μ. Κωνσταντίνου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μαθαίνουμε ότι ο ίδιος έτρεφε ιδιαίτερη προτίμηση στο κρασί του Μάντσεστερ. Φυσικά, σήμερα δεν υφίστανται αμπελώνες για παραγωγή υψηλής ποιότητας οίνου στην Αγγλία.
Ακόμη πιο πίσω ιστορικά δε, κατά τη Μινωική Εποχή, φαίνεται ότι η θερμοκρασία ήταν ακόμη πιο υψηλή από τα σημερινά δεδομένα, κατά 2,7°C. Απόδειξη της θερμής αυτής περιόδου οι απεικονίσεις της καθημερινής ζωής των «Μινωιτών», όπου η επιλογή ελαφριού ρουχισμού είναι εμφανής, λόγω των ιδιαιτέρως ήπιων θερμοκρασιών συνθηκών.
Ο «Πρίγκιπας με τα Κρίνα», τοιχογραφία στο μινωικό ανάκτορο της Κνωσού στην Κρήτη
Αυτή η περιοδικότητα εμφάνισης ψυχρών και θερμών περιόδων στον πλανήτη μας οφείλεται σύμφωνα με τους επιστήμονες στη μεταβολή της εκκεντρότητας της Γης, που παρατηρείται κάθε 100.000 με 110.000 χρόνια. Με λίγα λόγια, η Γη απομακρύνεται περισσότερο από τον ήλιο, έχουμε, δηλαδή, μια διαφορετική μορφή της ελλειπτική τροχιά της Γης γύρω από τον ήλιο. Η επίδραση του ανθρώπου σε αυτήν την περιοδική έκφραση του κλίματος δεν έχει σαφώς ακόμη διαλευκανθεί. Δε γνωρίζουμε ακόμη την επίδραση που μπορεί να έχει το φαινόμενο του θερμοκηπίου στην ομαλή εναλλαγή των θερμότερων και ψυχρότερων περιόδων της γήινης ατμόσφαιρας. Ένα είναι το σίγουρο, ότι οι μόνο αρμόδιοι για να απαντήσουν στα περιβαλλοντικά αυτά ζητήματα είναι οι φυσικοί επιστήμονες, και φυσικά οι δημοσιογράφοι πρέπει να αναμεταδίδουν «ατόφιες» τις επιστημονικές έρευνες και εκτιμήσεις, μακριά από τα «δημαγωγικά πυροτεχνήματα» συντεχνιακών συμφερόντων.