Αυτή είναι η Δικαιοσύνη, όπως την αποδώσαμε σαν ανθρωπότητα μέσα στους αιώνες. Στιβαρή, αγέρωχη και τυφλή. Η Θέμις, εκπροσωπώντας το θείο δίκαιο, τον νόμο και την ηθική τάξη, όρισε από την αρχαιότητα τη σκέψη των ανθρώπων. Παρουσιαζόταν ως τυφλή, με σκοπό την ανάδειξη της αναγκαίας αντικειμενικότητας που πρέπει να τη διέπει. Κρατά το ζυγό, αντιπροσωπεύοντας τη Δικαιοσύνη, και το ξίφος, συμβολίζοντας την αυστηρή εφαρμογή της. Καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονταν και απαλλάσσονταν από θεσμούς και αρχές που εμπόδιζαν την συνεχιζόμενη πρόοδο, κάποιες από τις δυναμικές ιδέες παρέμεναν και στήριζαν τις νέες κοινωνικές σχέσεις. Όταν το φυσικό δίκαιο άρχισε να διέπει τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, φώλιασε στη μορφή της αγέρωχης Θέμιδος και θεμελιώθηκε θεσμικά, έπειτα από ανθρώπινους αγώνες και θυσίες, με τη μορφή ενός κράτους δικαίου και μιας ανεξάρτητης δικαιοσύνης.

Οι φιλελεύθεροι, παθιασμένοι για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη τυραννία της μοναρχίας, πάσχισαν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας πολιτείας, η οποία θα διαμορφώνεται από τρεις ανεξάρτητες εξουσίες, ένα κοινωνικό συμβόλαιο, συνταγματικές ελευθερίες, χάρτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Με αυτόν τον τρόπο, προσδοκούσαν έναν κρατικό μηχανισμό που θα διαθέτει το μονοπώλιο της βίας και της επιβολής της τάξης από τη μία, αλλά και την ηθική υπεροχή στην εφαρμογή αυτών των κανόνων από την άλλη. Ο ηγεμόνας που επέλυε τις προσωπικές του βεντέτες μέσω της βίας του κράτους έδυσε και στη θέση του ανέτειλε το αστικό κράτος της ισονομίας και οριζόντιας εφαρμογής των νόμων. Παράλληλα, στη προσπάθεια τους να αποδώσουν στο κράτος πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά αντικατέστησαν τα βασανιστήρια και την Ιερά Εξέταση με σωφρονιστικά ιδρύματα και θεσπισμένα δικαιώματα κρατουμένων.

Το ένδοξο παρελθόν αυτής της συλλογιστικής δεν εντοπίζεται σε καμία πρόταση των σύγχρονων «φιλελευθέρων». Το λυπηρό παρόν της τεράστιας σχολής σκέψης περιλαμβάνει άτομα που είτε δεν γνωρίζουν τα παραπάνω, είτε προσποιούνται πως δεν τα γνωρίζουν. Τις τελευταίες εβδομάδες οι τοποθετήσεις τους γύρω από την υπόθεση του, he-who-must-not-be-named, απεργού πείνας συναπαρτίζουν ένα συνονθύλευμα νομικής γελοιότητας και μεσαιωνικής παράκρουσης, που θα έκαναν τα κόκκαλα των αυθεντικών φιλελευθέρων να τρίζουν. Έτσι, ακούμε ότι «είναι αδιανόητο ένας κρατούμενος να επικαλείται τα δικαιώματα των κρατουμένων, διότι είναι κρατούμενος». Ως γνωστόν, μόνον ένας μη κρατούμενος δύναται να χρησιμοποιεί τα δικαιώματα των κρατουμένων, καθώς δεν είναι και κρατούμενος στη τελική. Έπειτα από λίγη σκέψη αναθεωρούν. «Εντάξει έχει δικαιώματα κρατουμένων ο κρατούμενος», διαμηνύουν χαριστικά. «Αλλά μισό λεπτό. Είναι δυνατόν ένας κρατούμενος που παραβίασε τον νόμο να χαίρει αυτών των δικαιωμάτων;» Τότε, αφού ξεφυσούν όλοι οι κρατούμενοι που δεν παραβίασαν τον νόμο, αλλά είδαν φως και μπήκαν στη φυλακή, καταλαβαίνουν ότι ούτε αυτό το επιχείρημα στέκει.

Στη συνέχεια στρεφόμαστε στα σοβαρότερα και συναισθηματικά επιχειρήματα, τα οποία είτε εκφέρονται από ουσιωδώς φορτισμένους ανθρώπους για απολύτως κατανοητούς και προφανείς λόγους, είτε από διαπλεκόμενα μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους ως μέθοδοι μαζικού αποπροσανατολισμού. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο εν λόγω κρατούμενος είναι καταδικασμένος για 11 δολοφονίες.

Ο νομικός μας πολιτισμός, όπως είδαμε, προσπαθώντας εδώ και δεκαετίες να απαλλαχθεί από ρεβανσιστικά χαρακτηριστικά περασμένων αιώνων, αντιμετωπίζει τον κρατούμενο ως κρατούμενο, όσον αφορά τα δικαιώματά του, μη σχετικοποιώντας τα βάσει των εγκλημάτων του.

Το σύστημα που εκ του μανιφέστου του κάνει το τελευταίο είναι ο φασισμός. Η κοινή γνώμη και ο πολιτικός κόσμος τη μέρα της καταδικαστικής απόφασης πριν 19 χρόνια έδειξαν πως καταδικάζουν τις ενέργειες του δράστη ως όφειλαν. Από εκείνη τη στιγμή, ηθικά και πολιτικά, κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει τις στυγερές δολοφονίες και τις συνέπειές τους. Ο δρόμος της αστικής δικαιοσύνης, ωστόσο, οφείλει εξ ορισμού να τα ξεχάσει, όταν κρίνει τα δικαιώματα του κρατουμένου. Η Θέμις είναι, και πρέπει να είναι, τυφλή.

Η τρίτη, και πιο υποκριτική κατηγορία, είναι αυτή των δεξιοτεχνών του whataboutism. Τι θα λέγαμε άραγε αν ο Μιχαλολιάκος ή ο (ελεύθερος ήδη) Κορκονέας έκαναν το ίδιο; Τι θα κάναμε αν ο Δ.Κ. ζητούσε να μεταφερθεί σε παραθαλάσσιες φυλακές με άδεια κάθε τριήμερο; Η απάντηση είναι απλή: Ποιο είναι το αίτημα; Είναι το «αναφαίρετο δικαίωμα» των τριών χαρακτήρων στη δολοφονία μεταναστών, μαθητών και πολιτικών αντιπάλων αντίστοιχα; Ή μήπως η απεργία πείνας λαμβάνει τέτοια στήριξη επειδή το αίτημα είναι σύννομο βάσει των εξαγγελιών του νομικού κόσμου και εγχώριων και διεθνών οργανισμών; Και δεδομένου ότι οι πολιτειακές αρχές στη πραγματικότητα φέρθηκαν υποδειγματικά στους δύο πρώτους, ποιος μένει, για να λάβει τη στήριξη μας στην κάθε άλλο παρά υποδειγματική αντιμετώπισή του; Η Θέμις υπό κανονικές συνθήκες θα έστρεφε το ξίφος της επιβολής των νόμων προς τη κυβέρνηση, η οποία τους παραβιάζει, και όχι προς τον κρατούμενο. Ο παράγοντας που της το απαγορεύει είναι η όραση. Μια όραση που δεν σταμάτησε ποτέ να συνδέεται με τον σύγχρονο ηγεμόνα.

Αλλά καταληκτικά, ευχαριστούμε την τρίτη κατηγορία για την περίσσεια υποκρισία της. Δεν αξίζει στις λαμπρές ιδέες του φιλελευθερισμού να βρίσκονται τη στέγη των επονομαζόμενων συνεχιστών τους. Η Θέμις, η οποία σώθηκε από τους ηγεμόνες του θείου δικαίου, σήμερα κατακρεουργείται από τους σωτήρες του φυσικού δικαίου. Χρέος των επόμενων να διασώσουν τα ευεργετικά χαρακτηριστικά της. Και αυτό σε απάντηση στο τελευταίο τους επιχείρημα: «Πώς γίνεται αυτοί που δεν πιστεύουν στη δικαιοσύνη να την υπερασπίζονται;». Αυτό ακριβώς δείχνει και τον τοξικό τους ρόλο στην ανθρώπινη πρόοδο. Το πώς δεν καταλαβαίνουν ότι ο Karl Marx σεβάστηκε τον Adam Smith περισσότερο από τους σύγχρονους απολογητές του καπιταλισμού, ότι ο Julian Assange σεβάστηκε την ελευθερία του τύπου περισσότερο από τα συστημικά παράσιτα και ότι η σύγχρονη δημοκρατία μας θα διασωθεί από τους σκληρότερους επικριτές της.