Στη χθεσινή καθιερωμένη ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ανακοινώθηκαν και επίσημα οι ήδη εξαγγελθείσες αυξήσεις των αμυντικών/εξοπλιστικών δαπανών, οι οποίες αγγίζουν τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Αναλυτικά, τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά και αναβάθμιση στρατιωτικού εξοπλισμού. Αναλυτικά η λίστα έχει ως εξής:
  • Aπόκτηση 18 γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale, με αντικατάσταση των παλαιότερων Mirage-2000.
  • Απόκτηση 4 νέων φρεγατών και εκσυγχρονισμό 4 φρεγατών ΜΕΚΟ.
  • Απόκτηση 4 ελικοπτερων MH-60 Romeo.
  • Aπόκτηση τορπιλών και πυρομαχικών για το Πολεμικό Ναυτικό και το Στρατό Ξηράς.
  • Πρόσληψη 15.000 Επαγγελματιών Οπλιτών.
  • Eπαναξιολογείται το πλαίσιο στρατιωτικής θητείας και εκπαίδευσης (ενδεχομένως θα αυξηθεί).
  • Ενεργοποιείται η αμυντική βιομηχανία με κρατική στήριξη.
  • Ψηφιακά τεχνολογικά μέσα νέας γενιάς για τις ένοπλες δυνάμεις.
Κυπριακές κινήσεις

Παράλληλα,  οι διεθνείς διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις συνεχίζονται, καθώς Κύπρος και ΗΠΑ υπέγραψαν μνημόνιο συναντίληψης διά των Υπουργών εξωτερικών της εκάστοτε χώρας. Η κίνηση αυτή έρχεται να προστεθεί λίγες μέρες μετά την αμερικανική άρση του εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Κύπρο το 1987 αναφορικά με μη φονικούς εξοπλισμούς.

Απόσυρση του Oruc Reis ( ; )

Το πολύκροτο ερευνητικό σκάφος, μετά της ναυτικής συνοδείας του, που έχει απασχολήσει τόσο την κοινή γνώμη, αγκυροβόλησε σήμερα στην Αττάλεια. Κάποιοι αναλυτές σχολιάζουν την εν λόγω κίνηση ως μια ενδεχόμενη αρχή αποκλιμάκωσης, ενώ επισήμως η κυβέρνηση ζητά «συνέχεια στην αποκλιμάκωση, για να ξεκινήσει ο διάλογος». Από την τουρκική πλευρά, μετά το φιάσκο της επιτροπής εξωτερικών του Ευρωκοινοβουλίου, κατά την οποία πάμπολλοι ευρωβουλευτές «επιτέθηκαν» στον ΥΠΕΞ της Τουρκίας Τσαβούσογλου, ο υπουργός άμυνας της γείτονος, Ακάρ, ζητάει διάλογο, παρά το γεγονός ότι μέχρι και χθες τα ίδια θεσμικά πρόσωπα δημοσίευσαν ξεκάθαρες απειλές ιμπεριαλιστικού και προβοκατόρικου χαρακτήρα.

ΥΓ: Από εχτές έχει ξεκινήσει μια μάλλον τοξική, αναφορικά με το Δημόσιο συμφέρον, συζήτηση στο δημόσιο διάλογο, για το εάν είναι λογικό να δαπανούμε 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, την ίδια στιγμή που οι βασικές κοινωνικές δαπάνες (παιδεία, υγεία, επιστήμη, εργασιακή και κοινωνική ασφάλιση κ.α.) παραμένουν για πάνω από μια δεκαετία στα τάρταρα. Ο προβληματισμός είναι ορθότατος πλην όμως ετεροχρονισμένος. Ανεξαρτήτως της εκάστοτε πολιτειακής διοίκησης, ένα κράτος έχει συνέχεια και νοείται ως θεσμική, ενιαία και δημόσια υπόσταση. Κατά τούτο, βεβαίως και χρειάζεται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και τόνωσης των πολύπαθων κοινωνικών δαπανών, σε όλα τα επίπεδα, μετά από την τραγική δεκαετή κρίση χρέους στη χώρα μας και την Ευρωζώνη. Αυτό όμως δεν μπορεί να αντισταθμίσει και μια ολοένα και περισσότερο επιθετική συμπεριφορά από μια γειτονική και καθ΄ όλα απολυταρχική χώρα, η οποία έχει αποδείξει πως δεν μένει μόνο στις προκλητικές ρητορικές. Εάν δεν θέλουμε νέες Ελληνικές υποχωρήσεις (όχι μονάχα για ενδεχόμενα καύσιμα στη Μεσόγειο, αλλά γενικώς στην περιφερειακή μας επιρροή), εάν δεν θέλουμε να επαναληφθούν γεγονότα όπως στα Ίμια, τότε ναι χρειαζόμαστε και τεχνολογικά νέο στρατιωτικό εξοπλισμό. Κατά αντιστοιχία, και η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να κρυφτεί μονάχα πίσω από τις επιπρόσθετες αμυντικές δαπάνες, και οφείλει να σχεδιάσει ένα υλοποιήσιμο πρόγραμμα σταδιακής αύξησης των κοινωνικών δαπανών, με στόχο τον μέσο όρο της Ε.Ε. σε αυτούς τους τομείς (σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις σε δαπάνες Κράτους Πρόνοιας).