Από τον καιρό που το ευρώ-σύστημα έκανε την εμφάνισή του, κυκλοφορεί ένα εκπαιδευτικό βίντεο για τη νομισματική πολιτική στους επίσημους λογαριασμούς της ΕΚΤ.
Αυτό μας εισάγει με έμμεσο τρόπο στην αξία του «συντηρητικού κεντρικού τραπεζίτη», δηλαδή αυτού που οργανώνει τη πολιτική του έτσι, ώστε να χαλιναγωγήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, δηλαδή τις αυξήσεις των τιμών, κατά προτεραιότητα. Έτσι, το «τέρας του πληθωρισμού», όπως ονομάζεται στο βίντεο, παρουσιάζεται σαν μία υπεριστορική απειλή, η οποία απαιτεί συγκροτημένο πλάνο αντιμετώπισης αν θέλουμε να μη γιγαντωθεί επικίνδυνα.
Έως εδώ, αν και κανένας δεν μπορεί να διαφωνήσει πως ο πληθωρισμός είναι ένα κρίσιμο ζήτημα νομισματικής πολιτικής, το βίντεο εκφράζει την άποψη μιας απολίτικης κεντρικής τράπεζας, η οποία χρησιμοποιεί τα εργαλεία της, για να συγκρουστεί με ένα αντικειμενικό πρόβλημα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνοδεύτηκαν από την κεντρική αναστροφή της πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς οι επιπτώσεις της μεγάλης ύφεσης του 2008 απαιτούσαν μια παρεμβατική κεντρική τράπεζα. Εκεί βρίσκεται και η πηγή των σημερινών αντιδράσεων στο κύμα του πληθωρισμού. Όχι τόσο στην παρεμβατική της δράση per se, όσο στα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε, τα οποία παρά και ενάντια των βίντεο-διακηρύξεων είναι άκρως πολιτικά.
Συγκεκριμένα, οι συσχετισμοί εντός του ευρώ-συστήματος γέννησαν αντί-υφεσιακά όπλα, τα οποία βασίζονταν στην ελπίδα πως η ανάκαμψη είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο μέσω της στήριξης των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη χρησιμοποίηση των τραπεζικών καναλιών για την επενδυτική επέκταση.
Η τακτική αυτή οδήγησε σε μια δεκαετία χαμηλών, έως και αρνητικών, επιτοκίων και σε μία ισχυρή πρόσδεση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος με τα κεντρικά πακέτα στήριξης.
Κατ’ ουσία τα χρήματα τα οποία δόθηκαν στα τραπεζικά κανάλια, πέρασαν σε μεγάλους κολοσσούς και αυτοί με τη σειρά τους τα μετέτρεψαν σε περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικούς τίτλους. Αν και προφανώς ένα μέρος μετατράπηκε σε επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, το μεγαλύτερο βρήκε κερδοφόρο χαρακτήρα εκτός της πραγματικής οικονομίας, γεγονός που φαίνεται από το ότι ο «χρηματιστηριακός πληθωρισμός» των μετοχών και των ομολόγων ξεπέρασε κατά πολύ τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς μεγέθυνσης κατά την ίδια περίοδο.
Η περίοδος της πανδημίας αποτέλεσε μία ακόμα ρωγμή ενός μοντέλου, που, ενώ ήδη είχε απλώσει τα στρεβλά χαρακτηριστικά του, κατάφερνε έως σήμερα να διατηρηθεί στα κρυφά. Αναλυτικότερα, η έντονη επεκτατική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού μας έφερε, αναπόφευκτα, ένα τεράστιο κύμα πληθωρισμού, το οποίο η ΕΚΤ καλείται σύντομα να αντιμετωπίσει δραστικά.
Και εδώ συνοψίζεται μία υπόθεση που, αν ισχύει, κάνει οποιαδήποτε πολιτική επιλογή της ΕΚΤ ασύμβατη με την μακροοικονομική ισορροπία του ευρώ-συστήματος. Η ύπαρξη της νομισματικής πολιτικής έγκειται στο ότι υπάρχει ένα επιτόκιο ικανό να ανατρέψει τις πληθωριστικές πιέσεις, χωρίς να οδηγήσει σε μαζικές χρεοκοπίες και νέες τραπεζικές κρίσεις.
Έτσι, ενώ η άνοδος στο κόστος δανεισμού, δηλαδή το επιτόκιο, θα επιβραδύνει την πληθωριστική μεγέθυνση, παράλληλα δεν θα οδηγήσει σε συστημικά «σόκ» που θα επιδεινώσουν τις παραγωγικές δυνατότητες της Ευρώπης. Και το ερώτημα-υπόθεση βρίσκεται ακριβώς εκεί.
Υπάρχει ένα τέτοιο εξισορροπητικό επιτόκιο σήμερα;
Και το ζήτημα είναι ιστορικό. Η εξάρτηση των χρηματιστηρίων από τη νομισματική πολιτική έχει αγγίξει τα ανώτερα επίπεδα από ποτέ. Η αντιμετώπιση της κρίσης της χρηματιστικοποίησης του 2008 ήταν εργαλεία επέκτασής της. Έτσι, από την εποχή του Bretton Woods, που η επενδυτική πολιτική κατείχε ρόλο μακροοικονομικής σημαντικότητας, φτάσαμε στην εποχή του 2008, που το χρηματοπιστωτικό σύστημα συντέλεσε στην απαρχή της μεγαλύτερης κρίσης μετά το 1929, και μετά στο σήμερα, που τα χρηματιστήρια λειτουργούν παρασιτικά και ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομία.
Ωστόσο, ακόμα μένει να αναλυθεί αν η υπόθεση ισχύει. Παράλληλα με την επερχόμενη νομισματική αντίδραση, λειτουργούν και άλλες αντίρροπες δυναμικές που μπορούν να κάνουν την εύρεση του εξισορροπητικού επιτοκίου εφικτή.
Σε κάθε περίπτωση, από μόνη της η λογική ύπαρξη της υπόθεσης πρέπει να μας απασχολήσει για τη θεσμική διάρθρωση των οικονομιών μας.