Άποψη του εξωτερικού μας συνεργάτη, Πέτρου Ράλλιου: 

Μπουμ! Η βόμβα έσκασε εν μέσω πανδημίας. Το Υπουργείο Παιδείας επιλέγει αυτή την χρονική περίοδο, όπου όλοι έχουν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, να δημοσιοποιήσει τις προθέσεις του για  την κατάρτιση ενός νέου πολυνομοσχεδίου, που αφορά την εκπαίδευση και που καλύπτει και  αναφέρεται σε όλες τις βαθμίδες. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, για να διαπιστώσει κάνεις πως το νέο πολυνομοσχέδιο είναι βαθύτατα συντηρητικό και προωθεί στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της κυβέρνησης, που αυτή επιχειρεί να εδραιώσει σε κάθε θεσμό του κράτους.

Ο παραπάνω ισχυρισμός μπορεί εύκολα να αποδειχθεί, εάν δούμε σημείο προς σημείο, τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτό το πολυνομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο αυτό εστιάζει περισσότερο στο Λύκειο. Βλέπουμε πως επαναφέρονται οι συντελεστές βαρύτητας στα εξεταζόμενα μαθήματα. Επαναφέρει, ακόμη, τη βάση του «10». Μειώνονται οι ώρες στα μαθήματα κατεύθυνσης, αφού αυξάνονται και πάλι τα υποχρεωτικά μαθήματα γενικής παιδείας. Επαναφέρει, τέλος, την Τράπεζα Θεμάτων. Το σημαντικότερο, ωστόσο, σημείο είναι αυτό που αφορά την αξιολόγηση ολόκληρων σχολικών μονάδων. Με ποιον τρόπο θα γίνει αυτό; Μέσα από την αξιολόγηση των καθηγητών, αλλά και τις επιδόσεις των μαθητών κάθε σχολικής μονάδας ξεχωριστά, κατηγοριοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα σχολεία σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία, κοινώς, σε σχολεία αρίστων και σε σχολεία «δεύτερης ποιότητας». Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να μην αναφερθούμε και στους αναπληρωτές καθηγητές, που για ακόμη μια φορά τιμωρούνται, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αφού θα αποκλείονται από 2 έως 3 έτη, εάν δεν αναλάβουν υπηρεσία σε οποιοδήποτε μέρος της ελληνικής επικράτειας τούς ζητηθεί και σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα στο σχολικό έτος.

Όλες οι παραπάνω προτάσεις, που έρχονται να ακυρώσουν και να καταργήσουν, όποια προοδευτική μεταρρύθμιση επιχειρήθηκε το προηγούμενο διάστημα, δεν είναι τυχαίες, καθώς κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως είναι ιδεολογικοπολιτικά έως και ταξικά φορτισμένες. Μέσα από αυτές τις προτάσεις, αλλά και το επαίσχυντο όριο εγγραφής (17 έτη) στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), φανερώνεται το πώς βλέπει ένας νεοφιλελεύθερος τον ευαίσθητο χώρο της παιδείας.

Δεν είναι τυχαία η ρήση, που είπε κάποτε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ότι μια επένδυση στην παιδεία, αποδίδει κάποτε τον καλύτερο τόκο. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται η σημερινή κυβέρνηση την εκπαίδευση, (παραφράζοντας κάπως το νόημα της ρήσης αυτής), δηλαδή ως έναν χώρο επένδυσης, με την αγοραία έννοια και όχι την αλληγορική, προσδοκώντας κάποτε το άμεσο δυνατό κέρδος. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η κυβέρνηση επιλέγει την εντατικοποίηση, ενίσχυση και καθιέρωση ενός εξεταστικού – κεντρικού συστήματος, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε εκπαιδευτική διαδικασία, προσδοκώντας στην όσο το δυνατόν λιγότερη μόρφωση των μαθητών και δημιουργώντας άβουλες μάζες, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης. Τι θα έχει ως αποτέλεσμα αυτό; Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί και ο πλέον ανυποψίαστος, αυτό θα έχει ως απότοκο τον έλεγχο και την χειραγώγηση αυτού (προϊόντος), που θα παράγουν τα σχολεία.

Σε καμιά, ωστόσο, περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι πριν όλα έβαιναν καλώς και πως η εκπαίδευση εκπλήρωνε τον βασικό της στόχο, να δημιουργεί δηλαδή ολοκληρωμένες και ανεξάρτητες προσωπικότητες. Όχι. Τα προβλήματα της εκπαίδευσης είναι χρόνια. Είναι επιτακτική η ανάγκη, να προβούμε σε μια ολική επανανοηματοδότηση της δημόσιας παιδείας, θέτοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο, αλλά και το διαρκές αίτημα για επίτευξη της δια βίου μάθησης, δημιουργώντας ένα νέο όραμα και σηματοδοτώντας έτσι την αρχή μιας νέας εποχής, αρχίζοντας από βασικά ερωτήματα όπως:

  • Τι ποιότητας παιδεία θέλουμε και βάσει ποιων στόχων θα κινείται;
  • Τι είδους πολίτες και κοινωνία επιθυμούμε;

Αυτά τα βασικά ερωτήματα είναι καίρια και χρήζουν απάντησης, συλλογικά, από όσους προβληματίζονται με την σημερινή κατάσταση, αλλά και με τις πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας.

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως θεμέλιο κάθε πολιτείας είναι η ανατροφή των νέων. Επομένως, μόνο αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα!