Ανάλυση της εξωτερικής συνεργάτιδος, Μάρας Τζαρτζά,
Με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού που έχει ξεσπάσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ανακύπτει έντονος προβληματισμός σχετικά με επιμέρους ζητήματα αυτής, μεταξύ των οποίων και ο επικείμενος εμβολιασμός. Συνήθως ο ως άνω προβληματισμός επικεντρώνεται στην υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολιασμού. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να διασαφηνιστούν τέτοια ερωτήματα, που προκαλούν σύγχυση σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μέσα από μια παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου που ισχύει στην Ελλάδα σχετικά με τους εμβολιασμούς, αλλά και τις ιατρικές πράξεις εν γένει.
Είναι, λοιπόν, υποχρεωτικοί οι εμβολιασμοί στην Ελλάδα;
Για τις ανάγκες του παραπάνω ερωτήματος θεωρώ αναγκαίο να απαντηθεί πρώτα εν συντομία ένα άλλο ερώτημα και συγκεκριμένα, σε τι συνίσταται ο εμβολιασμός. Αποτελεί μια σημαντική προληπτική, ιατρική πράξη, που αποσκοπεί στην προστασία των ανθρώπων από ποικίλα λοιμώδη νοσήματα. Ήδη εξ ορισμού, λοιπόν, διαφαίνεται η σπουδαιότητά του ως θεμελιώδους «όπλου» προστασίας της δημόσιας υγείας, σε βαθμό που εκ πρώτης όψεως δε θα προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση ένα ενδεχόμενο υποχρεωτικότητάς του. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι ότι αποτελεί, όπως αναφέρθηκε, ιατρική πράξη, η οποία ως τέτοια, ενέχει επέμβαση στον οργανισμό του ατόμου και θα πρέπει υποχρεωτικά να διενεργείται μόνον κατόπιν συναίνεσης του εμβολιαζόμενου προσώπου, προκειμένου να είναι νόμιμη. Αυτή η θέση είναι σύμφωνη τόσο με τις επιταγές της υπερνομοθετικής ισχύος της Διεθνούς Σύμβασης της 4ης Απριλίου 1997 του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σύμβαση του Οβιέδο), η οποία κυρώθηκε με τους νόμους 2619/1998, 1565/1939 και 2071/1992 και είναι δεσμευτική στη χώρα μας, όσο και του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης: «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει, μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του.
Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Ι.Δ: «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς». Θα πρέπει μάλιστα η συναίνεση του εμβολιαζόμενου προσώπου να είναι έγκυρη, να προέρχεται δηλαδή αφενός από πρόσωπο ενήλικο και διανοητικώς και ψυχικώς υγιές ως απόρροια της ελεύθερης βούλησής του και αφετέρου να μην αποτελεί προϊόν καταναγκασμών ή άλλων μεθοδεύσεων, που περιορίζουν ή αποκλείουν την ικανότητά του να αποφασίζει ελεύθερα. Σε περίπτωση που ο ιατρός επιχειρήσει οποιαδήποτε ιατρική πράξη, χωρίς να έχει διασφαλίσει προηγουμένως την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς, υπέχει ποινική και αστική ευθύνη. Επομένως καθίσταται σαφής η κατ’ αρχήν μη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, όπως και κάθε άλλης ιατρικής πράξης.
Η ανωτέρω θέση διαπνέει το ελληνικό Σύνταγμα με μια σειρά διατάξεων, οι οποίες προστατεύουν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, με σημαντικότερες τις 2 παρ.1 και 5, καθώς και την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Όπως αναφέρθηκε, ο εμβολιασμός συνιστά επέμβαση και μάλιστα σημαντική στον οργανισμό – σφαίρα αυτοδιάθεσης του ατόμου, και άρα η διενέργειά του υποχρεωτικά, δηλαδή ανεξαρτήτως της βούλησης του ατόμου, θα προσέβαλε υπέρμετρα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εν γένει την ανθρώπινη υπόσταση, που προασπίζεται με όλα τα παραπάνω νομοθετήματα. Η ανθρωποκεντρική αυτή προσέγγιση θεωρώ πως θα πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε πολιτισμένη κοινωνία.
Τότε, πώς εξηγείται ότι χωρίς τον προηγούμενο εμβολιασμό κατά ορισμένων νοσημάτων δεν επιτρέπεται η εγγραφή των παιδιών το σχολείο και η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων;
Ιδιαίτερο προβληματισμό έχει προκαλέσει τόσο στον ιατρικό, όσο και στο νομικό κόσμο το παραπάνω ζήτημα, δηλαδή το αν θα μπορούσε ο εμβολιασμός να τεθεί ως αναγκαίος όρος για την εκπλήρωση δημόσιας υποχρέωσης, για παράδειγμα στρατολογικής ή υποχρέωσης βασικής εκπαίδευσης για τα παιδιά. Οι διατάξεις των εγκυκλίων και ειδικών νόμων που περιέχουν τον όρο του προηγούμενου εμβολιασμού για τους μαθητές και τους στρατολογούμενους δεν τον επιβάλλουν, με την έννοια ότι εξακολουθεί να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των προσώπων το αν θα υποβληθούν σε αυτόν ή όχι, δικαιούμενα ασφαλώς να αρνηθούν χωρίς την απειλή νομικών κυρώσεων σε βάρος τους. Διαφορετικά, θα παραβιαζόταν η αρχή της ανθρώπινης αξίας και η επίμαχη διάταξη θα ερχόταν σε πρόδηλη αντίθεση με τις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Πώς ερμηνεύεται ο νόμος 4675/2020-ΦΕΚ 54/Α/ 11-03-2020, που προβλέπει υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών σε περίπτωση πανδημίας;
Στο άρθρο 4 παρ. 3 στχ β) του ως άνω πρόσφατου νόμου της Κυβέρνησης αναφέρεται ότι «σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία, μπορεί να επιβάλλεται δυνάμει απόφασης του υπουργού Υγείας, μετά από σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια». Ο νόμος αντλεί τη νομοθετική του βάση από τη γενική υποχρέωση του κράτους να «μεριμνά για την υγεία των πολιτών» που κατοχυρώνεται συνταγματικά με το άρθρο 21 παρ. 3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως είναι μια υγειονομική κρίση, η προστασία της δημόσιας υγείας συγκρούεται με ατομικά δικαιώματα (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, προσωπικότητα) και υπερτερεί αυτών. Τα τελευταία υπόκεινται τότε σε περιορισμούς, ποτέ όμως υπέρμετρους, ώστε να θίγεται ο πυρήνας τους (αρχή της αναλογικότητας).
Από την ίδια τη διατύπωση του νόμου 4675 προκύπτει ότι η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν προβλέπεται ως καθολική και άμεση, αλλά ως μέτρο δυνάμενο να ληφθεί για συγκεκριμένες περιπτώσεις ή κατηγορίες προσώπων, που ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης της νόσου (π.χ. ιατρονοσηλευτικό προσωπικό). Εξάλλου, αναφέρει ρητά ότι η διάρκεια του υποχρεωτικού εμβολιασμού στις παραπάνω περιπτώσεις προσώπων, που εύλογα κρίνεται ότι διατρέχουν κίνδυνο μετάδοσης της νόσου, δεν είναι αόριστη, αλλά θα ισχύει μόνο για καθορισμένο χρονικό διάστημα. Η διάρκεια αυτή δύναται να παραταθεί, σε κάθε όμως περίπτωση, τόσο η λήψη του μέτρου, όσο και η παράταση ισχύος του θα αιτιολογείται επί συγκεκριμένων συνθηκών.
Συνεπώς, οι ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου συμβαδίζουν απόλυτα με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, για τις οποίες έγινε λόγος, καθώς αφορούν σε μια εξαιρετική περίπτωση και θέτουν μεν περιορισμούς σε ατομικά δικαιώματα υπέρ της δημόσιας υγείας, χωρίς όμως αυτοί να θίγουν την αρχή της αναλογικότητας.