Του εξωτερικού συνεργάτη, Ιδομενέα Μόκκα:

Παρά την ανεπαρκή έως τώρα τηλεοπτική και ειδικότερα ειδησεογραφική κάλυψή της, η ανθρωπιστική – γεωπολιτική κρίση που εκτυλίσσεται την παρούσα στιγμή στην Υεμένη, οφείλει να θεωρηθεί ως μεγίστης σημασίας. Η ανεπίσημη μεν ουσιαστική δε περιέλευσή του κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει συμβεί προ πολλού, και με την πάροδο του χρόνου η κλήση για παροχή άμεσης και τελέσφορης αρωγής καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική, σε βαθμό που να αγγίζει την απόγνωση.

Η Ιχνηλάτηση της Έκρυθμης Κατάστασης
Είναι όμως φρονιμότερο να μελετηθεί το ζήτημα από τις ρίζες του. Με μία πρώτη επιδερμική στάθμιση του ζητήματος, δύναται ο καθένας να αντιληφθεί πως πρόκειται καταρχάς για μια εμφύλια σύγκρουση εντός της υεμενικής επικράτειας. Η κύρια αφετηρία της εντοπίζεται το 2011, όπου το διαχρονικό όραμα της χώρας για πολιτική σταθερότητα έδωσε την θέση του στην εν τέλει δια βίας μεταβίβαση των πολιτικών σκήπτρων από τον Αλί Αμντουλάχ Σαλέχ στον Αμντ Ραμπ Μανσούρ Χαντί. Παρ’ όλα αυτά, όπως ακριβώς συνέβαινε με την ηγεσία του τέως Προέδρου Σαλέχ, έτσι και η νέα κυβέρνηση, διόλου φάνηκε αντάξια απέναντι στις πελώριες απαιτήσεις ενός κράτους με ανέκαθεν πενιχρούς πόρους και κεφάλαια. Ιδιαίτερες εκφάνσεις της ηγετικής ακαταλληλότητας του Προέδρου Χάντι υπήρξαν οι ανεπιτυχείς ανταποκρίσεις του απέναντι σε επιθέσεις από ομάδες τζιχαντιστών, η αποτροπή διαμόρφωσης ενός ισχυρού αποσχιστικού κινήματος στο νότιο κομμάτι της χώρας, η απόσχιση πολλών στρατιωτικών υπαλλήλων από τα ηνία του και, προφανώς, η αδυναμία εξεύρεσης ικανοποιητικών λύσεων στα χρόνια εθνικά προβλήματα της φτώχειας, της ανεργίας και της απουσίας βασικών υλικών αγαθών.

Τούτη η αναξιότητα στην ανάληψη της πρωτοκαθεδρίας πυροδότησε ακόμη πιο έντονες λαϊκές αντιδράσεις από εκείνες που είχαν εκδηλωθεί στο παρελθόν. Διαμορφώθηκε, επομένως, ένα στρατόπεδο αντίπαλο στην εξουσία του Χαντί, στο οποίο τον πρώτο λόγο διέθεταν οι Χούτι. Γνωστοί ως ένα κίνημα νέων, το οποίο είχε κάνει αισθητή την παρουσία του μέσω εξεγέρσεων κατά την διάρκεια της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου υπό Σαλέχ. Δρουν με γνώμονα τα δικαιώματα των σιιτών Ζαίντι, μιας εθνικής μειονότητας που αντιπροσωπεύει το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Διαπιστώνοντας, λοιπόν, την, ως προαναφέρθηκε, αναξιότητα στην εξουσία, αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την ευπάθεια της κυβέρνησης, επιδιώκοντας να καταλάβουν την πρωτεύουσα της χώρας, την Σαναά, σχέδιο που κατέληξε με επιτυχία τον Ιανουάριο του 2015, με παράλληλη μάλιστα υποβοήθηση από τους Σουνίτες, των οποίων την υποστήριξη άκοπα καρπώθηκαν. Ως εκ τούτου, ο πρόεδρος αναγκάστηκε να καταφύγει νότια στο λιμάνι του Άντεν, αλλά τον Μάρτιο, κατόπιν της κατάστρωσης ενός πλάνου φιλόδοξου των Χούτι για την επέκταση της κυριαρχίας από την πρωτεύουσα σε ολόκληρη την επικράτεια (σε συνεργασία με ένοπλες δυνάμεις που υποστήριζαν τον τέως πρόεδρο Σαλέχ), ο ίδιος υποχρεώθηκε αυτή τη φορά να βρει καταφύγιο στο εξωτερικό.

Σημειωτέον ότι η σύγκρουση εντός της Υεμένης έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις δια της παρέμβασης τρίτων κρατών. Έντονη υπήρξε η παρέμβαση από την Σαουδική Αραβία σε συμμαχία με άλλα οχτώ αραβικά κράτη υπό τη μορφή αεροπορικών επιδρομών, προκειμένου αφενός να ανατρέψουν την δράση του επαναστατικού κινήματος και αφετέρου να επιτρέψουν την επιστροφή του Χαντί στην εξουσία. Παράλληλα, ο στόχος της προκείμενης συμμαχίας έχει στο πλευρό της τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και την Γαλλία, οι οποίες την τροφοδοτούν με χρήσιμη λογιστική υποστήριξη.

Τι Επικρατεί την Δεδομένη Στιγμή στη Χώρα

Σημάδια εξυγίανσης δεν έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε κανένα τομέα εδώ και 4 χρόνια. Αντιθέτως, η σύρραξη δίχως άλλο κλιμακώνεται, βυθίζοντας την χώρα στην εξάντληση μέρα με την μέρα. Τούτη την περίοδο, το αντικυβερνητικό στρατόπεδο των Χούτι εξακολουθεί να είναι εγκατεστημένο στην πρωτεύουσα της Υεμένης, τη Σανάα, έχοντας, επιπλέον, υπό πολιορκία αρκετές άλλες περιοχές εντός των συνόρων, όπως φαίνεται και στον επισυναπτόμενο χάρτη. Το έργο της όμως δεν αναπτύσσεται ανεμπόδιστα, μιας και υπερασπίζεται την πολιορκία που ασκεί δια εκατέρωθεν βαλλιστικών επιθέσεων ενάντια στην Σαουδική Αραβία. Ιδιαίτερα αισθητή συμπλοκή μεταξύ τους έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2019, όπου οι Χούτι έκαναν έφοδο δια αέρος σε ανατολικές περιοχές με κοιτάσματα πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, που αντιπροσώπευαν το 5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, αναστέλλοντας έτσι και την ροή της σχετικής παραγωγής. Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες καταλόγισαν την συγκεκριμένη επίθεση στο Ιράν. Σημείο αναφοράς στην συνεχόμενη ρήξη μεταξύ των δύο εν λόγω στρατοπέδων υπήρξε και η σύγκρουση στην Hudaydah (Ιούνιος 2018), μία πόλη στα δυτικά της Υεμένης που συνδέει την χώρα με την Κόκκινη Θάλασσα, με το λιμάνι του να αποτελεί σανίδα σωτηρίας για περίπου τα 2/3 του εθνικού πληθυσμού. Ως απότοκο της σημειώθηκε η σύναψη της Συμφωνίας της Στοκχόλμης, με σκοπό την απομάκρυνση των ένοπλων δυνάμεων και την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος ανταλλαγής κρατουμένων. Μια αισιόδοξη εξέλιξη, της οποίας όμως οι τιθέμενοι όροι δεν φαίνεται να τηρούνται ακόμη καθ’ όλον.

Από την αντίπαλη πλευρά, ο πρόεδρος Χαντί παραμένει στο καταφύγιό του, που βρίσκεται στην Σαουδική Αραβία, ενώ εντός της επικράτειας η κυβέρνηση του έχει προσωρινά εγκατασταθεί στο Άντεν, παρατείνοντας την χαρακτηριστική αδυναμία της να επιφέρει μια θεσμική σταθερότητα ή έστω να εξασφαλίσει την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών προς τον λαό της.

Σαν να μην έφταναν οι παραπάνω ταλαιπωρίες, η κυβέρνηση τίθεται, επιπλέον, αντιμέτωπη με εξορμήσεις από ομάδες ταγμένες προς τα συμφέροντα του Ισλαμικού Κράτους. Αυτές, διαπιστώνοντας την έκταση που έχει λάβει η κρίση και την παρεπόμενη ευάλωτη θέση στην οποία έχει περιέλθει η Υεμένη, δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και αφενός απέσπασαν εδάφη στα νότια της χώρας αφετέρου εξαπολύουν φονικές επιθέσεις στο προπύργιο της κυβέρνησης, ήτοι στο Άντεν.

Ο Ανθρωπιστικός Αντίκτυπος

Τα ίχνη που έχει αφήσει μέχρις στιγμής ο πόλεμος στην Υεμένη είναι συγκλονιστικά, καθιστώντας τον την πιο δυσβάστακτη ανθρωπιστική κρίση που συμβαίνει την παρούσα στιγμή σε οικουμενικό επίπεδο. Περισσότερες από 100.000 απώλειες έχουν καταγραφεί, από τις οποίες οι 85.000 ήταν παιδιά, αποδιδόμενες στις ένοπλες επιθέσεις είτε άμεσα είτε έμμεσα (π.χ. υποσιτισμός, ασθένειες). Εικοσιτέσσερα εκατομμύρια πολίτες, δηλαδή το 80% του συνολικού πληθυσμού, διατελούν υπό ψυχική και σωματική κατάρρευση, βρισκόμενοι σε κατάσταση ανάγκης για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Δύο εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από υποσιτισμό και λειψυδρία, από τα οποία τα 360.000 έχουν ηλικία κάτω των 5 ετών. Περισσότεροι από 3,65 εκατομμύρια πολίτες έχουν στερηθεί της στέγης τους.

Η έξαρση του COVID-19 προσέγγισε τις πύλες της χώρας, προμηνύοντας την ταχύτερη και ορμητικότερη επιδείνωση του ήδη εξαθλιωμένου εθνικού υγειονομικού συστήματος. Λαβωμένη ήδη από την ελονοσία, τον δάγγειο πυρετό και την χολέρα, ο ΠΟΥ ορθά προέβλεψε ότι η εκδήλωση της πανδημίας θα βρει πρόσφορο έδαφος στην Υεμένη, λόγω του εύθραυστου που χαρακτήριζε τις δομές υγείας της. Παρά τον μικρό αριθμό των καταγεγραμμένων κρουσμάτων (πάνω από 1.000 σε αριθμό με 288 θανάτους), ο αντίστοιχος αριθμός προβλέπεται να είναι πολύ μεγαλύτερος λόγω της απουσίας συστήματος καταγραφής στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Χούτι.

Η ελλιπής έως και μηδαμινή ενημέρωση περί των γενομένων στην Υεμένη και, εν γένει, στην Μέση Ανατολή, έχει αποστρέψει την προσοχή μας από τα δεινά που εκεί τίθενται να καταπολεμούν. Εκεί, όπου μέρα παρά μέρα, κάποιος γονέας θρηνεί για τον θάνατο του παιδιού του και κάποιο παιδί στερείται της ελευθερίας να οραματίζεται και να αγωνίζεται για ένα μέλλον λαμπρό. Για αυτόν τον λόγο, οφείλει ο καθένας, με τα δικά του μέσα, όπως προσφάτως λειτούργησε αντίστοιχα επί πανδημίας και BLM, να συνεισφέρει στην αποφόρτιση της κρίσης που διέρχεται ο λαός της Υεμένης, καθώς και στην αποσόβηση του υπαρκτού – και όμως – κινδύνου να εξαφανιστεί το συγκεκριμένο κράτος από τον παγκόσμιο χάρτη.