Άποψη του εξωτερικού συνεργάτη, Ιδομενέα Μόκκα,

Ένα ερώτημα, για το οποίο μέχρις στιγμής καμία απόλυτη και διαφωτιστική απάντηση δεν έχει βρεθεί. Μια «μάχη» ανάμεσα στο δικαίωμα του πληροφορείσθαι (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) και στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ), η οποία ανέκαθεν έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη. Και τούτο, διότι η γραμμή που διαχωρίζει τα δύο προαναφερθέντα δικαιώματα είναι αρκετά λεπτή, καθιστώντας τόσο ρευστό αυτό το δίλημμα, ώστε να μην υφίσταται η δυνατότητα για μία εκ των προτέρων θεωρητική προσέγγισή του.

Η αντιμετώπιση που απορρέει από την συγκεκριμένη «μάχη», διαθέτει διττό περιεχόμενο. Στη μία πλευρά στέκεται ο ανώνυμος πολίτης, η ιδιωτική ζωή του οποίου, δίχως την συναίνεσή του, θεωρείται απαραβίαστη απέναντι στην περιέργεια είτε του συμπολίτη του είτε του Τύπου. Στον αντίποδα (σχεδόν) έχουμε τα δημόσια και τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία εκτίθενται στο στόχαστρο της κριτικής ακούσια, ένεκα κατεξοχήν της φήμης που διατρέχει το όνομα τους. Οι ανησυχίες εδράζονται στο δεύτερο σκέλος, καθώς πολλές φορές παρατηρείται η τάση η κριτική να σημαδεύει ανέλεγκτα κάθε πτυχή της ζωής τους, πρόσφατης ή παλαιότερης.

Αρμόζει ή όχι, ωστόσο, στα πρόσωπα αυτά ένας πυρήνας ιδιωτικής ζωής, που θα βρίσκεται στο απυρόβλητο της δημοσιογραφικής κάλυψης; Και αν αρμόζει, με ποιον τρόπο μπορούμε να οδηγηθούμε στην όσο το δυνατόν πιο εύλογη θεμελίωση αυτού του πυρήνα, ώστε να αξιοποιηθεί ως θεμέλιο για την δικαστική διευθέτηση σχετικών υποθέσεων; Καθώς καταλυτική απάντηση, ως αναφέρθηκε, δεν έχει διατυπωθεί, η τακτική που ακολουθείται συνιστά την in concreto άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Πράγματι, η ευρωπαϊκή και, συνακόλουθα, η ελληνική νομολογία, φαίνεται να ξεδιπλώνει βαθμιαία μια διέξοδο για την εύρεση μιας «χρυσής τομής» επί του ζητήματος, τα βασικότερα σημεία της οποίας αναλύονται παρακάτω.

Δημόσια Πρόσωπα

Ας πάρουμε τα πράγματα ένα – ένα, ξεκινώντας με τα δημόσια πρόσωπα. Ως τέτοια ορίζονται τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία (public officials), αλλά και τα πρόσωπα απόλυτης επικαιρότητας, εκείνα δηλαδή που κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στον κοινωνικό τους κύκλο με ισχύ και επιρροή στα κοινωνικά δρώμενα και εισπράττουν εν γένει ενδιαφέρον από το κοινό, καθώς και τα πρόσωπα σχετικής επικαιρότητας (public divs). Όταν πρόκειται, λοιπόν, περί έκθεσης δημοσίων προσώπων στην δημόσια κριτική μέσα από τον Τύπο, ως πρωτεύον κριτήριο στάθμισης των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ έχει θέσει για τα εθνικούς θεσμικούς φορείς το δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Στο δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας μας, το δικαιολογημένο ενδιαφέρον μπορεί κανείς να το δει να αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα ως συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθεροτυπίας στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου.  Επί της ουσίας, συνιστά ένα σχετικό λόγο άρσης του παρανόμου της προσβλητικής πράξης κατά της τιμής, και αναγράφω «σχετικό», καθώς δεν δύναται να άρει το παράνομο αποκλειστικά, αλλά σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους.

Και ποιους αποτελούν εκείνοι οι παράγοντες που υποδεικνύουν την παρουσία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και εν συνεπεία αίρουν το παράνομο της προσβολής; Δίχως να υπάρχει ένας σχετικός και εύστοχος νόμος ή κανόνας δεοντολογίας, συνάγεται τόσο από την θεωρία όσο και από την νομολογία πως δικαιολογημένη θεωρείται η δημόσια έκθεση, εφόσον στοιχειοθετείται αφενός η σημαντική συμβολή της στη σχετική δημόσια συζήτηση, εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη ενημέρωσης του κοινού, και αφετέρου η ιδιότητα του θιγομένου είτε ως public official είτε ως πρόσωπο απόλυτης /σχετικής επικαιρότητας και ως εκ τούτου υποκειμένου στο ενδεχόμενο οξείας κριτικής των πράξεών του. Συν τοις άλλοις, η διαπίστωση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος προαπαιτεί και, ως προαναφέρθηκε, μια ενδελεχή στάθμιση των συμφερόντων, υπό την συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας (in concreto), η οποία θα διαδραματίσει βαρύνοντα ρόλο στην ευστοχότερη αντιμετώπιση έκαστης σύγκρουσης μεταξύ των δύο δικαιωμάτων.

Στην περίφημη απόφαση του ΕΔΔΑ επί της Καρολίνας του Μονακό (Von Hannover vs. Germany, 24/06/2004, Von Hannover vs. Germany II, 7/02/2012), το δικαστήριο, προς επαλήθευση της τακτικής της προηγούμενης παραγράφου, προέβη σε μια στάθμιση των συμφερόντων που απορρέουν από τα άρθρα 8 και 10 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με την έρευνα για πιθανή υπόσταση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Εντός των συνόρων, αξιοσημείωτος εν προκειμένω είχε υπάρξει ο ερωτικός δεσμός ανάμεσα στον Α. Παπανδρέου με την Δ. Λιάνη (1986-1987), ο οποίος ορθά χαρακτηριζόταν ως ενταγμένος στην σφαίρα του ιδιωτικού απορρήτου και, ως εκ τούτου, στο απυρόβλητο της δημοσιογραφικής κάλυψης. Μέχρι, όμως, που την ημέρα της πρώτης ημέρας μνήμης του σεισμού της Καλαμάτας, μια εμφάνιση του ζεύγους σε θαλαμηγό γνωστού δημάρχου απέσπασε αμέτρητα κλικ από κάμερες δημοσιογράφων, εκθέτοντάς το στο στόχαστρο της δημόσιας κριτικής. Και ο λόγος; Είχε ανακοινωθεί επισήμως πρωτύτερα ότι ο πρωθυπουργός δεν θα μπορέσει να μεταβεί στην σεισμόπληκτη περιοχή λόγω ανειλημμένων υπηρεσιακών υποχρεώσεων.

Αντιθέτως, στην απόφαση 100.31/01/2000 της Αρχής για την υπόθεση Ασλάνη – Κορκολή, η οποία αφορούσε στη τοποθέτηση αρχείου και στη χρήση τόσο βιντεοταινίας με ευαίσθητες ιδιωτικές στιγμές του τραγουδιστή όσο και ημερολογίου του σχεδιαστή μόδας, δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για ενημέρωση δεν εντοπίστηκε, με αποτέλεσμα η Αρχή να καταδικάσει τον τηλεοπτικό σταθμό σε πρόστιμο 25 εκ. δραχμών, διακοπή της επεξεργασίας και καταστροφή των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Μια απόφαση κομβικής σημασίας, μιας και αποτέλεσε έρεισμα για την απόφαση ΣτΕ 3545/2002, με την τελευταία να συγκατατάσσει την ερωτική ζωή στον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 9Α παρ. 1 εδάφιο β΄ του Συντάγματος (δες και ΣτΕ 3922/2005, ΣτΕ 1680/2007).

Πολιτικά Πρόσωπα

Σε γενικές γραμμές, η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν διαφέρει από εκείνη που σχετίζεται με τα δημόσια πρόσωπα. Ως αφετηρία στην ανάλυση περί πολιτικών προσώπων, άξιος αναφοράς είναι ο καθιερωμένος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου «χρυσός κανόνας», σύμφωνα με τον οποίον: «Η ιδιωτική ζωή των πολιτικών προστατεύεται, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με την ιδιωτική ζωή του κοινού πολίτη. Και τούτο, διότι στην δημοκρατία είναι δικαίωμα του καθενός να ξέρει όσο το δυνατόν καλύτερα ποιοι είναι αυτοί που τον κυβερνούν».

Εις επίρρωση του κανόνα, έμφαση δίδεται σε τρία κριτήρια, άτυπα μεν, ορισμένα δε. Πρώτον, όπως ακριβώς ισχύει και επί δημοσίων προσώπων, η δημοσιοποίηση για θέμα που πληροί τους όρους του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος συνιστά θεμιτή πράξη. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η κατάσταση υγείας των πολιτικών, με πιο χαρακτηριστική την υπόθεση Plon vs. France, επί της οποίας το ΕΔΔΑ απεφάνθη υπέρ του προσωπικού ιατρού του προέδρου Mitterrand, με τον πρώτο να έχει δεχθεί κατηγορίες από τις γαλλικές Αρχές για την μετά θάνατον αποκάλυψη της μακράς ασθένειας του προέδρου.  Επίσης, εδώ υπόκειται και ο δεσμός Παπανδρέου – Λιάνη που εκτέθηκε προηγουμένως.

Σειρά στα κριτήρια έχει εκείνο που αφορά στην άσκηση καθηκόντων. Στο προσκήνιο, δηλαδή, της δημόσιας κριτικής βρίσκεται κατά κανόνα το πολιτικό πλάνο και έργο των εν λόγω προσώπων, και όχι μεμονωμένες πράξεις που εντάσσονται στην σφαίρα του απόλυτου ιδιωτικού απορρήτου (π.χ. ερωτικές προτιμήσεις). Άλλωστε, αποτελεί αυτή μία θέση που θεμελιώνεται στην υπακοή προς την αρχή της διαφάνειας και εν γένει το δικαίωμα του πληροφορείσθαι. Πλην αυτών, προάγεται το πνεύμα που διατίθεται να χαράξει το δημοκρατικό καθεστώς, με τον πολίτη να δικαιούται να λαμβάνει έγκυρη ενημέρωση για καθοριστικές πτυχές της προσωπικής ζωής των πολιτικών (π.χ. αθέμιτες χρηματοδοτήσεις, κατάχρηση εξουσίας), οι οποίες άπτονται των θέσεών τους και εν συνεπεία δύνανται να καθορίσουν την πολιτική του συνείδηση και τοποθέτηση.

Τρίτο και διαυγέστερο κριτήριο αποτελεί η διαπίστωση αντινομίας μεταξύ του δημόσιου λόγου και της ιδιωτικής συμπεριφοράς του πολιτικού προσώπου. Η εκπλήρωσή του επέρχεται όταν δια της δημόσιας αποκαλύψεως προβάλλεται μια συγκεκριμένη πτυχή της προσωπικής ζωής του πολιτικού, η οποία έρχεται σε ευθεία εναντίωση με την δημόσια εικόνα που είχε κατασκευάσει. Μάλιστα, η αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων για την αποκάλυψη σχετικής αντινομίας δύναται να θεωρηθεί ανεκτή, δίνοντας έτσι προβάδισμα στο συμφέρον του δημοκρατικού πολίτη να διαθέτει τα εφόδια, για να καλλιεργήσει αυθεντική πολιτική αντίληψη. Οπωσδήποτε, όμως, τα αποδεικτικά αυτά μέσα επιβάλλεται να αποδεικνύουν άμεσα το αποδεικτέο κρίσιμο γεγονός, δίχως ίχνος διόγκωσης και δραματοποίησης της είδησης.

Η άποψη αυτή, ως όλον, υιοθετήθηκε και από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Alpha Δορυφορική Τηλεόραση Α.Ε. κατά Ελλάδος (υπ’ αριθμόν 72562/2018), με τον τηλεοπτικό σταθμό να προσφεύγει στο Στρασβούργο, ώστε να επιτύχει την ακύρωση του προστίμου που είχε επιβληθεί από το ΕΣΡ δια της αποφάσεως του ΣτΕ 1213/2010. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για την προβολή ενός βίντεο, που αναπαριστούσε πρώην βουλευτή Αχαΐας, και συνάμα πρόεδρο της επιτροπής της Βουλής κατά του παράνομου τζόγου, να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια σε κεντρικό κατάστημα της Πάτρας. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη υπέρ της Alpha Δορυφορικής. Αξιοσημείωτο θεωρείται και το πολιτικά παραδεκτό της προ σχεδόν δύο ετών αποκάλυψης του θαλάσσιου περίπατου του τέως πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Και είχε υποστηριχθεί το νομικά θεμιτό εντός της Βουλής, καθώς αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η θαλαμηγός εκλαμβάνεται από τον μέσο Έλληνα ως σύμβολο του ελιτισμού. Και αυτά την ώρα που το άκρως αντίθετο, ήτοι ο αντιελιτισμός, όχι μόνο είχε καταγγελθεί από τον κ. Τσίπρα, αλλά και είχε αποτελέσει ο ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής σταδιοδρομίας του.

Εύλογο είναι να κατανοηθεί οριστικά πως, όταν γίνεται λόγος για δημόσια και πολιτικά πρόσωπα, ο Τύπος δεν απολαμβάνει κανενός ιδιαίτερου προνομίου απέναντι στην προσβολή της προσωπικότητας και την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Πρότερης της δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων τους, διαδραματίζει εγγυητικό ρόλο για το νομικά θεμιτό της, η στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων που απορρέουν από τα άρθρα 8 και 10 της ΕΣΔΑ. Ένα εγχείρημα αρκετά απαιτητικό και ρευστό, όπως είδαμε, για την ευόδωση του οποίου ενδείκνυται η κατασταλτική παρέμβαση από τα κατάλληλα όργανα, συγκεκριμένα τις επιτροπές δεοντολογίας των δημοσιογράφων και των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης, τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και τους δικαστικούς λειτουργούς.

*Τα κυριότερα σημεία του παραπάνω άρθρου εκτέθηκαν σε διαδικτυακή προπόνηση που οργάνωσε ο ρητορικός όμιλος της Νομικής ΑΠΘ «Θ.Α.Ρ.Σ.Υ.Ν.».