Άρθρο της εξωτερικής συνεργάτιδος, Ιωάννας Κατσώνη,

Όλοι έχουμε βιώσει το συναίσθημα της ζήλειας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση στην αίσθηση ότι απειλείται κάτι δικό μας.

Ο ψυχοθεραπευτής Albert Ellis χαρακτηρίζει τη ζήλεια «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», με την έννοια ότι το άτομο θέλει και ζηλεύει, ενώ ο Latmer, ηθικολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, αποκάλεσε τη ζήλεια «το έγκλημα της σκληρότητας που ακολουθεί τον έρωτα».

O βασικότερος παράγοντας που συνδέεται με την εμφάνιση ζήλειας είναι οι «απόψεις» που έχει το άτομο σχετικά με τους άλλους ανθρώπους. Κατά πόσο δηλαδή έχει «μάθει» από μικρή ηλικία, από το πρώιμο οικογενειακό του περιβάλλον, ότι μπορεί να εμπιστεύεται τους άλλους ανθρώπους, ή  αντιθέτως έχει μέσα του δυσπιστία για τα κίνητρά τους.

Έτσι αν ένας άνθρωπος έχει μάθει μέσα από «τραυματικές» εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ότι για να «προστατευτεί» και για να μην πληγωθεί σε μια σχέση του πρέπει να είναι σε «επιφυλακή», είναι φυσικό επακόλουθο να εμφανίσει στις μετέπειτα σχέσεις του συναισθήματα ζήλειας. Ανάλογα δηλαδή από το πόσο θετικές ή αρνητικές ήταν αυτές οι πρώιμες εμπειρίες, το άτομο γίνεται λιγότερο ή περισσότερο ευάλωτο στο συναίσθημα της ζήλειας

Παρακολουθώντας την συμπεριφορά αυτή με μια επιστημονική διόπτρα, ο Φρόυντ, ως πατέρας της ψυχολογίας αναφέρει ότι  υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η προβολική και η παθολογική- παρανοϊκή.

Τη φυσιολογική ζήλια την αισθάνονται λίγο-πολύ όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται συνήθως από κάποιο έναυσμα. Η προβολική- νευρωτική ζήλια προκύπτει από προβολή δικών μας αρνητικών συναισθημάτων σε κάποιον άλλο. Η παθολογική ζήλια σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έμμονη ιδέα της απιστίας και συνήθως με μια επανενεργοποίηση παλαιότερων τραυματικών εμπειριών και βιωμάτων, που έχουν στιγματίσει το άτομο.

Μία αιτία, η οποία έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία, σχετίζεται με την αναπαραγωγή ενός μοντέλου συμπεριφοράς που μας ”χρέωσαν” όταν ήμασταν μικροί. Οι γονείς χρησιμοποιούν συχνά τον όρο ζήλια ή ζηλιάρης για να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά ενός παιδιού, π.χ. στα πλαίσια μίας αδερφικής διαμάχης. Προσδίδουν κατά αυτόν τον τρόπο μία αρνητική χροιά στα παιδικά συναισθήματα και μία ταμπέλα στον ”ένοχο”.

Η ζήλεια συνδέεται κατά βάθος με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμηση μας στηρίζεται συχνά δυστυχώς σε λάθος πράγματα. Στο κατά πόσο έχουμε υλικά αγαθά, κατά πόσο είμαστε επιτυχημένοι στη δουλειά μας, στο αν είμαστε όμορφοι.

Έτσι λοιπόν, μια άλλη επιστημονική θεωρία έρχεται στο παρασκήνιο μας, με ένα πολύ γνωστό ψυχαναλυτή  τον John Bowlby. Ο ψυχαναλυτής John Bowlby διατύπωσε πρώτος τη θεωρία της προσκόλλησης, με βάση την οποία το παιδί, ως κοινωνικό ον, διαμορφώνει την προσωπικότητά του ανάλογα με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους σημαντικούς φροντιστές του. Στόχος της προσκόλλησης για το παιδί είναι να νιώσει ασφάλεια και προστασία, ενώ παράλληλα μαθαίνει να δείχνει εμπιστοσύνη. Ένας συναισθηματικά ή πρακτικά μη διαθέσιμος γονιός ή ένας γονιός συναισθηματικά ανώριμος, ένα ασταθές περιβάλλον είναι παράγοντες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε τραύματα προσκόλλησης και σε επακόλουθη ανασφάλεια του ατόμου στην ενήλικη ζωή του.

Η πραγματική αυτοεκτίμηση στηρίζεται όμως στην προσωπική μας αίσθηση αυτοσεβασμού, η οποία δεν μπορεί να στηριχτεί στην εμφάνιση, το ταλέντο, την επαγγελματική επιτυχία ή το κατά πόσο μια σχέση μας πήγε έτσι όπως φανταζόμασταν ή όχι. Είτε η σχέση υφίσταται είτε όχι, η αξία μας παραμένει η ίδια.

Επίσης, αν είμαστε ένας άνθρωπος με αυξημένη ανάγκη για προσοχή και θαυμασμό από το σύντροφό μας μέσα στη σχέση, είναι λογικό ότι θα αναπτύξουμε γρήγορα συναισθήματα ζήλειας, καθώς η επαφή του συντρόφου με τους άλλους ανθρώπους και η «ανεξαρτησία» του μέσα στη σχέση εκλαμβάνονται ως έλλειψη προσοχής και εκτίμησης απέναντι στο πρόσωπό μας.

Πηγή: psychology.gr