Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Σταύρου Κοροβέση,
Ήταν στις 5 Μαίου του 2020, όταν κατατέθηκε στη Βουλή το νέο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» ρυθμίζοντας πολεοδομικές διαδικασίες και φυσικά το μήλον της έριδος, μεταξύ πολλών περιβαλλοντικών οργανώσεων και του τότε Υπουργού Ενέργειας και Περιβάλλοντος κ.Χατζηδάκη, που δεν ήταν άλλο από τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις έργων και επενδύσεων στις προστατευόμενες περιοχές Natura.
Σύμφωνα, με τον τότε Υπουργό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα εκσυγχρόνιζε την περιβαλλοντική νομοθεσία, ενώ παράλληλα θα τονιζόταν ο φυσικός πλούτος της χώρας μας. Διαβεβαίωνε φυσικά σε υψηλούς τόνους «ότι η απλούστευση δε συνιστά έκπτωση στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά αντιθέτως, οι ρυθμίσεις θα ακολουθούν πιστά τις ευρωπαϊκές πρακτικές και την κοινοτική νομοθεσία». Από την άλλη δε πλήθος περιβαλλοντικών οργανώσεων αντιτάχθηκαν σε πολλά επιμέρους άρθρα, με κυρίαρχη την αιτιολογία πως το νομοσχέδιο επιτρέπει την καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα των κατά βούληση επενδυτικών σχεδίων εκχωρώντας τον έλεγχο των μελετών (Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) σε ιδιώτες και επιβάλλοντας ασφυκτικές προθεσμίες για τις γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών. Ενώ αντίστοιχα και η σύγκλητος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (συνεδρία 568/31.03.2020) εξέφρασε κατά πλειοψηφία την αντίθεση της στο νομοσχέδιο για τα άρθρα 26 έως 43 που αφορούν στην κατάργηση της αποκεντρωμένης διοίκησης των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ), όπως και στην κατάργηση της διαδικασίας της αυτοψίας και των γνωμοδοτήσεων για έργα εντός των Προστατευόμενων Περιοχών (Π.Π), επιτρέποντας οικοδομικά και άλλα έργα στις περιοχές απολύτου προστασίας των Π.Π.
Τελικά ποιος από τις αντιμαχόμενες πλευρές δικαιώθηκε σε λιγότερο από 1 χρόνο, από την εφαρμογή του νομοσχεδίου;
Βέβαια, θα πρέπει να αναφέρουμε πρώτα πως η εκπόνηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων προηγείται οποιασδήποτε αδειοδότησης π.χ αιολοκού σταθμού, έτσι ώστε ο περιβαλλοντικός μελετητής να λάβει υπόψιν την επίδραση του έργου στη βιοποικιλότητα της περιοχής και να γνωμοδοτήσει υπέρ ή κατά της ευόδωσης της επένδυσης. Σύμφωνα με την προηγούμενη νομοθεσία την κυριότητα των μελετών είχαν οι Φορείς Διαχείρισης των Προστατευμένων Περιοχών (Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου), μια αρμοδιότητα που παραχωρήθηκε στους ιδιώτες με το νέο νομοσχέδιο.
Φθάνοντας λοιπόν στο σήμερα θα επιχειρηθεί μια αξιολόγηση των πεπραγμένων του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Πρόσφατα η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία προχώρησε σε μια πρωτοφανή καταγγελία, κατακεραυνώνοντας τις οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις περί δήθεν αντικειμενικότητας την Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Μια εταιρεία λοιπόν ανέλαβε την εκπόνηση των συγκεκριμένων μελετών για 6 διαφορετικούς αιολικούς σταθμούς, σε 6 διαφορετικές ορεινές θέσεις της χώρας.
Μελετώντας τα κοινά στοιχεία επικοινωνίας από την εισαγωγή των μελετών διαπιστώθηκε πως και στις 6 περιπτώσεις ο Περιβαλλοντικός μελετητής του έργου ταυτίζεται με τον Φορέα του έργου (!).
Στη συνέχεια, διαβάζοντας τις αναφορές του μελετητή στο πεδίο μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντοπίστηκε η πλήρης ομοιότητα όλων των αναφορών και για τις 6 περιοχές, χωρίς την αλλαγή ούτε μίας λέξης και στις 6 μελέτες. Ούτε λίγο, ούτε πολύ μας λένε ότι παρόλο που μιλάμε για 6 διαφορετικά οικολογικά περιβάλλοντα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι επιπτώσεις των αιολικών σταθμών και στις 6 περιοχές θα είναι πανομοιότυπες. Την υψηλή δόση αντικειμενικότητας συμπληρώνουν η φωτογραφική τεκμηρίωση που συνοδεύουν τις μελέτες, με σκοπό την τεκμηρίωση της υφιστάμενης κατάστασης στην ζώνη επιρροής του έργου, με αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες. Οι ανάγκες καλύφθηκαν με εικόνες του προγράμματος Google Street View, γιατί η αλήθεια είναι ότι μια επίσκεψη κοστίζει χρόνο και χρήμα για μια εταιρεία.
O ευτελισμός της διαδικασίας Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, ως του τελευταίου αναχώματος στην άναρχη εγκαθίδρυση και επέκταση των βιομηχανικών ζωνών μέσα σε προστατευόμενες περιοχές Natura, είναι παραπάνω από προφανής. Ανάγωγα φυσικά αποτελούν ο χλευασμός της Διοίκησης και των γνωμοδοτουσών υπηρεσιών. Έτσι, αυτόματα καθίστανται αμφίσημα και αμφιλεγόμενα τα μηνύματα περί βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης, εφόσον η υιοθέτηση μιας ισοπεδωτικής πολιτικής απέναντι στη βιοποικιλότητα σημαντικών οικολογικών περιοχών αποδεικνύεται έμπρακτα. Μια φρενήρης επενδυτική πολιτική που απειλεί να «μιάνει» κάθε ηθικό πλεονέκτημα του «πράσινου» συμβολαίου.
Άλλωστε, είναι αδύνατο στο κράτος, που πρέπει να αποτελεί την πολιτική έκφραση του εθνικού συνόλου, να ελέγξει τις ιδιωτικές τάσεις για κέρδος, όταν θεσμικά τις κατοχυρώνει και προγραμματικά τις ενισχύει. Είναι αδύνατο να ελεγχθεί και να περιοριστεί το κακό με αποσπασματικά και περιπτωσιακά μέτρα, όταν δεν υπάρχει συνολικό εθνικό πρόγραμμα που να συνθέτει όλα τα δεδομένα, και τα οικονομικά και τα πολιτιστικά, με κριτήριο το συμφέρον του συνόλου, και αυτό όχι βραχυπρόθεσμα αλλά με μακροχρόνιες προοπτικές, που να υπερβαίνουν την εφήμερη χρονική διάρκεια μιας γενιάς.
Πάνω σε αυτή την στρατηγική θα πορευτούμε άραγε στις εθνικές μας δεσμεύσεις που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Πράσινη συμφωνία που θέτουν ως στόχο την πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας και την πλήρη ενεργειακή κάλυψη της χώρας μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μέχρι και το 2050;