Το Νοέμβριο που μας πέρασε στο Παρίσι, ο Νικολά Σαρκοζί, πρώην πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας, βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για υπόθεση διαφθοράς. Πρόκειται μάλιστα για την πρώτη περίπτωση προέδρου γαλλικής Δημοκρατίας που παρουσιάζεται ενώπιον της Δικαιοσύνης για την εκδίκαση υπόθεσης σε βάρος του από το 1945 έως σήμερα (κατηγορίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν για πρόεδρο, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να παραστεί εν τέλει στη δίκη).

Ο Σαρκοζί, που διετέλεσε πρόεδρος της χώρας από το 2007 έως και το 2012, κατηγορείται για δωροδοκία της εισαγγελικής αρχής τελεσθείσα το 2014, προκειμένου να αποσπάσει απόρρητες πληροφορίες για άλλη δίκη που τον αφορούσε. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες σχετίζονταν με έρευνα για τη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας το 2007 μέσω της παράνομης δωρεάς 50 εκατομμυρίων ευρώ από τον δικτάτορα της Λιβύης, Μουαμάρ Καντάφι. Ως αντάλλαγμα για την απόκτηση της πληροφορίας ο Σαρκοζί μετέθεσε τον εισαγγελέα σε θέση που ο τελευταίος επιθυμούσε στο Μονακό. Ως ημερομηνία της έκδοσης ετυμηγορίας για τη δίκη περί διαφθοράς έχει οριστεί η 1η Μαρτίου 2021.

Ωστόσο, το παραπάνω δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα πολιτικής διαφθοράς, δηλαδή εκμετάλλευσης εξουσίας με σκοπό το προσωπικό όφελος. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί, ακόμη, ο νεποτισμός, δηλαδή η ευνοιοκρατία υπέρ συγγενικών ή φιλικών προσώπων. Επίσης, σύνηθες φαινόμενο είναι η εκλογική απάτη με επέμβαση στην καταμέτρηση ψήφων ή με εισβολή στα συστήματα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Μια άλλη έκφανση της πολιτικής διαφθοράς συνιστά και η κατάχρηση δημοσίου χρήματος, με τις σκανδιναβικές χώρες να παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά διαφθοράς αυτού του είδους.

Βασικά γνωρίσματα της πολιτικής διαφθοράς συνιστούν αφενός το γεγονός ότι γίνεται αντιληπτή εκ του αποτελέσματος και αφετέρου ότι συνήθως ενέχει την σύμπτωση του ελεγκτή και του ελεγχόμενου στο «πρόσωπο» των κρατικών φορέων. Τα δύο αυτά στοιχεία κυοφορούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη του φαινομένου.  Άλλα αίτια ανάγονται στην έλλειψη ουσιαστικής παιδείας των μελών μιας κοινωνίας, όπως και η έλλειψη των απαιτούμενων ικανοτήτων από την πλευρά των πολιτικών, για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του αξιώματός τους. Στην ίδια κατηγορία υπάγεται και η ταύτιση της άσκησης πολιτικής με την επαγγελματική απασχόληση προς το ζην, αλλά και η προσκόλληση που χαρακτηρίζει συχνά τους πολιτικούς στην εξουσία, συνδυαστικά με την απουσία μακροπρόθεσμου οράματος.

Αξιοσημείωτο είναι εδώ ότι σύμφωνα με τον Merton η πολιτική διαφθορά είναι συστατικό της λειτουργίας του πολιτικού μηχανισμού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο κάθε πολιτικός αναπτύσσει πελατειακές σχέσεις με διάφορα τμήματα του κοινωνικού συνόλου: την τοπική κοινωνία, τις μεμονωμένες επαφές του με άτομα, τις επιχειρήσεις, το οργανωμένο έγκλημα, με τα δύο τελευταία να λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις υπηρεσίες του κράτους.

Εξετάζοντας τις συνέπειες του φαινομένου, αυτές είναι πολλαπλές και ολέθριες. Σε πρακτικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, την ανάληψη δημοσίων έργων, η πολιτική διαφθορά μπορεί να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με τους υφιστάμενους κανόνες με αντίκτυπο σε τομείς όπως το περιβάλλον. Εξίσου σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις, όταν γίνεται λόγος για τον τομέα της δημόσιας υγείας ή δημόσιας ασφάλειας. Τελικός αποδέκτης αυτών των καταστάσεων δεν είναι άλλος από τον ίδιο το λαό, φυσικά.

Σε επίπεδο καθαρά πολιτειακό, ασφαλώς η δημοκρατία δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα. Το εκλογικό σώμα γίνεται δέσμιο χρησιμοθηρικών κινήτρων και ταυτόχρονα χάνει την εμπιστοσύνη του στους ιθύνοντες. Θυσιάζει μια χρηστή διακυβέρνηση για λίγη βολή. Από την άλλη πλευρά, ο παραδόπιστος  και ψυχρός πολιτικός – εισπράκτορας αποκτά αθέμιτα όπλα διεκδίκησης της εξουσίας.

Δυστυχώς, η περιγραφόμενη κατάσταση δεν είναι άγνωστη για τη χώρα μας ήδη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Από τις εκλογικές νοθείες των κυβερνήσεων Κωλέττη και Βούλγαρη, μέχρι και τα σύγχρονα σκάνδαλα, η πολιτική διαφθορά χαρακτηρίζει κατά γενική ομολογία τον Έλληνα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο. Σύμφωνα με τον Δείκτη αντίληψης για τη διαφθορά για το έτος 2019, η Ελλάδα κατατάσσεται εξηκοστή ανάμεσα σε 180 χώρες για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Στην ίδια θέση τη συνοδεύουν η Κούβα και η Ιορδανία.