Πλέον, ένας από τους περισσότερο χρησιμοποιούμενους όρους στην κοινωνικοπολιτική συζήτηση είναι αυτός της «πολιτικής ορθότητας». Ακούμε διανοούμενους να την κρίνουν, ακούμε να την υποστηρίζουν. Ακούμε να τη χρησιμοποιούν ως επιχείρημα υπέρ της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ακούμε να τη χαρακτηρίζουν ως συνώνυμο της λογοκρισίας. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για έναν όρο τόσο ευρύ και τόσο μη-διευκρινισμένο, ιδίως στην Ελληνική κοινωνία της ημιμάθειας. Ήρθε λοιπόν η ώρα να εξεταστούν και οι δύο πλευρές. Να απαντηθεί δηλαδή. το ερώτημα του κατά πόσο η πολιτική ορθότητα αποτελεί όπλο της κοινωνικής δικαιοσύνης ή δικαιολογία μιας υπερευαίσθητης κοινωνίας. Είναι κάτι το οποίο η άνιση κοινωνία έχει ανάγκη προς υπεράσπισή της ή αποτελεί μια καταπάτηση του δικαιώματος στη δημόσια έκφραση και ελευθερία του λόγου; Έχει η πολιτική ορθότητα ιδεολογία και κομματικό χρωματισμό;
Σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης, ως πολιτική ορθότητα ορίζεται η αποφυγή εκφράσεων ή ενεργειών που πιστεύεται ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν ή προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων που μειονεκτούν κοινωνικά ή γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους. Ο συγκεκριμένος όρος βέβαια χρησιμοποιείται κυρίως από τη δεκαετία του 90’ και έπειτα, καθώς παλαιότερα η έννοια της πολιτικής ορθότητας δε στόχευε τόσο στην αποφυγή παρερμηνεύσεων που θα οδηγούσαν σε ρατσιστικά υπονοούμενα και υπαινιγμούς, αλλά αντιθέτως, στόχευε στη διατήρηση ενός φονταμενταλιστικού καθεστώτος, όπως το χαρακτήρισε και ο Ιταλός δοκιμιογράφος και φιλόσοφος Ουμπέρτο Έκο. Επιπροσθέτως, ο Γερμανός λόγιος Βίκτωρ Κλέμπερερ έχει περιγράψει ένα από τα πιο ακραία κινήματα «πολιτικής ορθότητας» στην ιστορία της γερμανικής γλώσσας, τη «γλώσσα του Τρίτου Ράιχ». Σήμερα όμως, η χρήση του όρου αποκτά μια τελείως διαφορετική, ενδεχομένως αντίστροφη – θα έλεγε κανείς – τροπή.
Σε μία κοινωνία που περιβάλλεται σε όλους της τους τομείς από ρατσιστικά κατάλοιπα, τόσο αναφορικά με το σεξισμό και τις φυλετικές διακρίσεις, όσο και με τη γενικότερη περιθωριοποίηση των μειονοτήτων, η πολιτική ορθότητα ουσιαστικά «διορθώνει» τον εν δυνάμει ρατσιστικό λόγο, προλαμβάνοντας τις εκφράσεις οι οποίες είναι πιθανό να προσβάλουν μια μειονότητα. Η διόρθωση αυτή στοχεύει περισσότερο στις εκφράσεις που τείνουν να στηρίξουν τα ήδη υπάρχοντα ρατσιστικά κοινωνικά στερεότυπα, πριν αυτά εξελιχθούν σε ωμή ρατσιστική έκφραση και ρητορική μίσους.
Όταν για παράδειγμα κάποιος χαρακτηρίσει μια ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά ως «γκέι», θίγοντας κάποια χαρακτηριστικά που συνάδουν με το θηλυπρεπές κοινωνικό στερεότυπο, όπως «ευαισθησία», «αδυναμία», ή «έλλειψη θάρρους», χρησιμοποιεί υποτιμητικά έναν σεξουαλικό προσανατολισμό, ώστε να περιγράψει μια κοινωνική νόρμα. Επομένως, μπορεί μεν το σχόλιο αυτό καθαυτό να μη χρησιμοποιεί άμεσα ρητορική μίσους, αλλά βασίζεται πάνω σε ρατσιστικά οδηγούμενα κοινωνικά πρότυπα, και εκεί η πολιτική ορθότητα «προλαμβάνει» τον – ενδεχομένως ασυνείδητο – ρατσισμό. Σε αυτά τα πλαίσια, η πολιτική ορθότητα κινείται υπέρ της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η ρητορική μίσους δεν άπτεται του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το καίριο ερώτημα που προκύπτει όμως είναι: σε ποιο βαθμό τα προλαμβάνει; Τι είναι και τι δεν είναι ρατσιστικό και προσβλητικό; Είναι τελικά η προσβολή αντικειμενική ή υποκειμενική και αν είναι αντικειμενική, ποιος το κρίνει; Πολλοί στηρίζουν πως στο βωμό της πολιτικής ορθότητας «κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος», και ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις να ισχύει.
Ωστόσο, κάνοντας μια μικρή αναδρομή μέχρι και 5 χρόνια πίσω, το λεγόμενο «ρατσιστικό χιούμορ» βρισκόταν στο απόγειο του, τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και στην ποπ κουλτούρα (ταινίες, σειρές κλπ.), ενώ σήμερα ακούμε το επιχείρημα «εάν το έλεγες τώρα αυτό θα σε έπαιρναν με τις πέτρες». Και ναι, πράγματι μπορεί να το έκαναν. Πράγματι , ένα αστείο που μπορεί να έκανε κάποιος πριν 5 χρόνια υποτιμώντας την εξωτερική εμφάνιση, τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την αναπηρία κάποιου, μπορεί εάν δε θεωρούταν ξεκαρδιστικό να περνούσε απλά αδιάφορο, ενώ σήμερα όχι. Το ερώτημα λοιπόν θα πρέπει να είναι εάν θα κριθεί κανείς για τα εμμέσως ρατσιστικά κατάλοιπα του λόγου του ή εάν θα έπρεπε να τα είχε πει εξαρχής;
Αδιαμφισβήτητα η πολιτική ορθότητα δεν πρέπει να φτάνει στα άκρα, όπως και τίποτε άλλο στη ζωή. Δεν αποτελεί άλλωστε ούτε κάποιον νόμο, ούτε επιβάλλει σε κάποιον να είναι ευπρεπής στο λόγο του και να μη χρησιμοποιεί προσβλητικές εκφράσεις. Στο τέλος της ημέρας, για αυτό υπάρχει η νομοθεσία. Είναι άρα στη διακριτική ευχέρεια του κάθε πολίτη το κατά πόσο θα επιλέξει να «προσβάλει» ή όχι κάποια κοινωνική ομάδα, γνωρίζοντας φυσικά τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό. Οι γραμμές όμως είναι λεπτές, πολύ λεπτές, και όπως είπε ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ «Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζουν να θίγονται τα όρια της ελευθερίας των άλλων». Σε μία κοινωνία του 2020 λοιπόν, που οι κοινωνικές διακρίσεις συνεχίζουν να εμφανίζονται καθημερινά, είναι λογικό στη δράση να υπάρχει και αντίδραση .