Αρκετά έχει απασχολήσει και προβληματίσει την επικαιρότητα ο αποκλεισμός δημοσίων προσώπων από τον προσωπικό τους λογαριασμό στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, λόγω παραβίασης των κανόνων που θέτει η εκάστοτε πλατφόρμα. Ο προβληματισμός όμως, δεν περιορίζεται στο γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά προεκτείνεται σε σχέση με την ισχύ που έχουν οι μεγάλες εταιρείες απέναντι στην ελευθερία του λόγου του μέσου χρήστη.
Αξίζει να παραθέσουμε την εύστοχη παρατήρηση του Ε. Ταφτ, πως:
«μόνο δύο βιομηχανίες αποκαλούν τους πελάτες τους χρήστες, αυτές των παράνομων ουσιών και αυτές των λογισμικών»
Αν το σκεφτούμε καλύτερα και σε βάθος μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της παρατήρησης και να αντιληφθούμε την καθόλου τυχαία χρήση του όρου. Αρκεί μια και μόνο σύγκριση για να αντιληφθούμε την ομοιότητα των χρηστών. Οι χρήστες που εξαρτώνται από ουσίες, μόλις λάβουν τη δόση τους βρίσκονται στο επιθυμητό για εκείνους στάδιο μέχρι το πέρας της επήρειάς της, που θα τους αναγκάσει να την αναζητήσουν ξανά και ξανά με σκοπό να νιώσουν αυτό το αίσθημα. Κατ’ αναλογία, ένας χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ζώντας στην εικονική του διαδικτυακή πραγματικότητα μόλις αναρτά κάτι που του χαρίζει επιδοκιμασία και υποστηρικτικά σχόλια, σκέφτεται αμέσως την επόμενη ανάρτησή του με σκοπό να νιώσει εκ νέου αυτό το ευχάριστο συναίσθημα.
Το επίδικο τελικά στην περίπτωση που εξετάζουμε είναι αρχικά το αν και ύστερα σε ποιο βαθμό πρέπει να περιοριστεί η δύναμη αυτών των μέσων. Για τους περισσότερους η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική. Εξετάζοντας όμως πιο προσεκτικά το ζήτημα, διαπιστώνουμε πως η κατάφαση αυτή δημιουργεί μια σειρά αλληλένδετων προβλημάτων που πρέπει να λάβουμε υπόψιν.
Αναδιατυπώνουμε λοιπόν το ερώτημα ως εξής: μπορεί να καταστεί εφικτός ένας ποιοτικός και συνάμα αποτελεσματικός έλεγχος στην διάθεση των πληροφοριών, χωρίς όμως αυτός να αγγίζει ή και να ξεπερνά τα όρια της λογοκρισίας;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθεια της να δώσει μιας μορφής απάντηση σε αυτό το φλέγον ζήτημα εισηγήθηκε να επικρατήσει ένα μοντέλο που θα πράττει με γνώμονα την προστασία των δημοκρατικών αξιών. Πιο επεξηγηματικά, ένας ορθός τρόπος περιορισμού θα ήταν να επικρατήσουν στο διαδίκτυο, οι νόμοι που ισχύουν και στην πραγματικότητα. Επομένως, οτιδήποτε προβλέπεται ως παρανομία στην πραγματική ζωή θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως τέτοιο και στην παράλληλη διαδικτυακή μας.
Πρόκειται σαφώς για ένα πολύπλοκο θέμα με αρκετές προεκτάσεις που είναι αδύνατον να συμπεριληφθούν όλες και να αναλυθούν διεξοδικά σε ένα τέτοιου μήκους άρθρο. Μια χρυσή τομή ωστόσο, ανάμεσα στην ιδιωτική αυθαιρεσία και στην ανεξέλεγκτη δράση στο Διαδίκτυο -που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της παρανομίας-, είναι η διαφύλαξη της ελευθερίας του λόγου, αλλά και η προστασία των χρηστών μέσα από τη καταδίκη κάθε ρητορικής μίσους που υποσκάπτει τα θεμέλια του υγιούς διαλόγου.