Αναμετρώμαι μήνες με το έργο αυτό του Ριγκόνι και στοχάζομαι τακτικά πάνω σε αυτό, που δεν είναι απλώς Μεγάλη Λογοτεχνία. Αισθάνομαι ότι εμφωλεύει στην συλλογική συνείδηση μια δυσπιστία απέναντι στην δυναμική του λογοτεχνικού φαινομένου να ασκεί διαμορφωτική επίδραση στην ψυχοδομή του σύγχρονου ανθρώπου – εκφραζόμενη άλλοτε πένθιμα (Αλαίν Φίνκιελκραουτ), άλλοτε αγωνιωδώς δημιουργικά (Τ. Δημητρούλια), άλλοτε με αδιαφορία (cc: εντερπρενέρς, επαγγελματίες εσπατζήδες, αυτοβελτιωτές).
Οι εποχές που η Λογοτεχνία είχε, αν όχι ρόλο κυρίαρχο, τότε προδήλως πιο ισχυρό στο να σχηματίσει τις πνευματικές προϋποθέσεις, ώστε να προσεγγίζονται οι δυσπρόσιτες περιοχές της εσωτερικής καταγωγής του πολίτη – αναγνώστη, πιθανολογείται ότι έχουν παρέλθει. Και έχουμε ισχυρούς λόγους να προχωράμε σε τέτοιες διατυπώσεις. Ασφαλώς τέτοιες κουβέντες για τις πολλαπλές «κρίσεις» της Λογοτεχνίας και της ανάγνωσης κομίζουν σημαντικές πληροφορίες στο ευρύ πεδίο της κατανόησης του τρόπου που λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος. (Αποσπασματικά, αναγκαστικώς εγωτιστικά, γέμει ασυνεχειών).
Και όμως, η διάψευση των υπολογισμών και η δυναμική μιας επαναμάγευσης είναι οργανικό κομμάτι του λογοτεχνικού. Ιδού ορισμένοι κρίκοι μιας μεγάλης αλυσίδας: Πόε – Λάβκραφτ – Ριγκόνι. Και οι 3 προσεγγίζουν τον φόβο. Ο Λάβκραφτ στέκεται αρκετά και αλληγορικά στην αδυναμία του ανθρώπου να ασκεί πλήρη έλεγχο στη φύση γενικά και στα «ανορθολογικά» πάθη του ειδικά (καταφάσκοντας τους φροϋδικούς προβληματισμούς που περιγράφονται στο Das Unbehagen in der Kultur).
Ο φόβος, θαρρώ, είναι ο διαχρονικός τόπος συνάντησής μας. Και όσο η Λογοτεχνία τον διαχειρίζεται ορθά, με ειλικρίνεια, οι «Κρίσεις» εξασθενούν.
Ο Ριγκόνι, από την μεριά του, εισδύει στους μυχούς της ύπαρξης με συγκρατημένη φρίκη. Δεν θέλει να εμπνεύσει τον φόβο αλλά να τον φανερώσει.
Και υπήρξε σημαντικότατος στοχαστικός άνθρωπος, γιατί αντιλήφθηκε ότι οι θεσμοί που ρύθμιζαν και διασφάλιζαν την προστασία και την ασφάλεια χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή αστάθεια. Έγκειται στις δυνάμεις του ίδιου του απαρηγόρητου υποκειμένου να αναλαμβάνει την οποιαδήποτε ευθύνη απέναντι στον φόβο και την ανασφάλεια. Το πλεόνασμα του υπαρξιακού φόβου καλείται ο καθένας να το διαχειριστεί με δικούς του συναισθηματικούς πόρους. Ο Ριγκόνι κάνει μεγάλη λογοτεχνία και είναι ειλικρινής, ηθικός.
«Ενίοτε φοβάμαι πως η χαρά θα με σκοτώσει», εκφράζει σε κάποιο σημείο ο αφηγητής.
Φυσικά. Άρνηση να ακολουθήσει την – σχεδόν πρόσφατη – αυταπάτη μιας συλλογικής ευτυχίας που όποιος δεν έχει πίστη σε εκείνη, είναι παράταιρος, ανοίκειος, εξοστρακιστέος. Συμβιβασμός σε μια μέτρια ζωή ή αυτοκτονία; Ο φαουστικού τύπου διχασμός διασχίζει στη πραγματικότητα όλο το έργο. Όμως κάτι ωθεί τον αφηγητή στα διηγήματα του Ριγκόνι να παρηγορείται από ένα νικοκαρούζειο «θα γυρίσουμε στην ομορφιά μια μέρα».
Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, αυτή είναι η ουσία του τίτλου άλλωστε. Σε μια εποχή που φόβος, ανασφάλειες, εσωτερικές συγκρούσεις είναι συνεχώς παρόντα, αλλά «οφείλουμε να μη μιλάμε για αυτά», θα έρθει ένας Ριγκόνι και οι πολίτες – αναγνώστες θα τον διαβάζουν ενοχικά. Σήμερα υφίσταται, πιστεύω, ένας αγώνας, και αυτόν θεωρώ ως βασικότερη μεταβλητή στις συζητήσεις για τον ρόλο της Λογοτεχνίας:
Ο αγώνας για ειλικρίνεια.
Πρωτίστως με τον εαυτό, έπειτα με το εξωτερικό περιβάλλον. Συμβαίνει κάτι μεγάλο, που υπερβαίνει την επιφάνεια των εμπορικών κελευσμάτων, δυνητικά επικίνδυνο∙ ο κόσμος όπως τον ξέραμε δεν υπάρχει. Και ενώ βρίσκεται υπό διαμόρφωση, εμείς διαχειριζόμαστε τις συνέπειες του παρελθόντος. Δεν μπορεί να είναι βιώσιμη απλώς η διαχείριση, δεν μπορεί η διαχείριση να είναι το όραμα. Αισθάνομαι ότι υφίσταται μια συναίνεση στην μη συζήτηση των προβλημάτων. Θα ήταν, βέβαια, ευχάριστο, αν ο περί ου ο λόγος αγώνας έστω διεξαγόταν.