Πηγή εικόνας: The Guardian
Το 1/3 των τροφίμων παγκοσμίως χάνεται ή σπαταλάται ετησίως, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 20% των τροφίμων ανά έτος. Την ίδια στιγμή 1 στους 7 ανθρώπους ανά τον κόσμο υποφέρουν από την πείνα. Η σπατάλη τροφίμων (μη αξιοποίηση φαγητού που προοριζόταν για κατανάλωση) έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε θεμελιώδη άξονα χάραξης πολιτικής, τόσο διεθνούς όσο και ευρωπαϊκής. Η αντιμετώπισή της εντάσσεται μάλιστα στον δωδέκατο στόχο βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (υπεύθυνη παραγωγή και κατανάλωση).
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα νοικοκυριά ευθύνονται για περισσότερο από τη μισή ποσότητα των τροφίμων που σπαταλώνται. Αυτό οφείλεται στην υπερβολική αγορά ακόμη και τροφίμων που δεν χρειαζόμαστε, στα πλαίσια μιας καταναλωτικής μανίας, καθώς και στο «σύνδρομο των μεγάλων μερίδων» τα υπολείμματα των οποίων προφανώς και καταλήγουν χωρίς δεύτερη σκέψη στον κάδο απορριμμάτων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το 53% των ευρωπαίων πολιτών αγνοούν ότι η ένδειξη «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από» δηλώνει απλά την ημερομηνία κατόπιν της οποίας το τρόφιμο μπορεί να καταναλωθεί, μόνο που ενδέχεται να μην έχει την ίδια διατροφική ποιότητα (γεύση ή υφή). Αντίστοιχα, το 60% δεν γνωρίζει ότι η ημερομηνία λήξης («ανάλωση έως και») αναφέρεται στο χρονικό σημείο μετά από το οποίο το τρόφιμο δεν είναι πια ασφαλές. Η σύγχυση των ενδείξεων αυτών αποτελεί μία ακόμη αιτία του φαινομένου.
Από την άλλη πλευρά, οι υπηρεσίες εστίασης και catering συμβάλλουν στη διόγκωση του προβλήματος με την παραγωγή περισσότερου φαγητού από αυτό που ζητείται, το απομένον του οποίου συνήθως αχρηστεύεται. Ένα μεγάλο μέρος τροφίμων απορρίπτεται ακόμη από αλυσίδες σούπερμάρκετ, διότι δεν πληροί συγκεκριμένα πρότυπα ως προς την εμφάνιση, το βάρος, το μέγεθος ή το σχήμα (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως υστερεί σε ποιότητα).
Δυστυχώς, η παραπάνω νοοτροπία δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Η σπατάλη τροφίμων σημαίνει αυτόματα και σπατάλη φυσικών πόρων, τόσο συνδεόμενων με το έδαφος όσο και υδάτινων, αλλά και σπατάλη ενέργειας. Σε μια εποχή, όπου το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής χρήζει των πιο άμεσων λύσεων, η υπό μελέτη κατάσταση οδηγεί στην παραγωγή του 8% του συνολικού διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο εντείνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Και βέβαια, υπό μια πιο κυνική έποψη, οι οικονομικές συνέπειες είναι εξίσου καταστροφικές.
Παρά το μέγεθος του προβλήματος, οι λύσεις του δεν είναι εξίσου περίπλοκες. Η εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης τροφίμων, η αποφυγή παρορμητικών αγορών κατόπιν πλάνου με τα απαραίτητα αγαθά και η οργάνωση των προϊόντων με τρόπο που να αξιοποιούνται πρώτα αυτά που λήγουν νωρίτερα, είναι μερικές μόνο από τις προτεινόμενες λύσεις. Επιπλέον, η κομποστοποίηση και η ανακύκλωση της εναπομείνασας τροφής ως τροφής ζώων συνιστούν δύο χρήσιμες προτάσεις.
Παρατηρεί κανείς ότι τα βήματα για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι υπερβολικά απλά, με αποτέλεσμα να είναι αδικαιολόγητη σε κάθε περίπτωση η άρνησή μας να τα πραγματοποιήσουμε. Βέβαια, η προώθηση ακόμη και των απλούστερων λύσεων σε αυτή την περίπτωση, προϋποθέτει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος θα εγκαταλείψει για λίγο το βάθρο του εγωκεντρικού μικρόκοσμού του και θα παραδεχτεί ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα που αξίζουν της προσοχής του πέραν του εαυτού του. Η αλλαγή νοοτροπίας είναι στην πραγματικότητα το κλειδί. Βέβαια, η χώρα μας απέχει πολύ από αυτό τον στόχο. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι εξάλλου ότι, σε έρευνα ανάμεσα σε 67 χώρες για τη λήψη μέτρων και την ανάπτυξη πολιτικών κατά της σπατάλης τροφίμων για το έτος 2019, η Ελλάδα κατέχει την καθόλου τιμητική 54η θέση (με τη Γαλλία να έρχεται πρώτη και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τελευταία).