Άρθρο του εξωτερικού συνεργάτη, Ιδομενέα Μόκκα

Σε 3 μήνες οι Γάλλοι πολίτες αναμένεται να προσέλθουν στην κάλπη ενόψει των προεδρικών εκλογών, σε μία εποχή όπου διακυβεύεται πληθώρα ζητημάτων στο εσωτερικό του κράτους και ευρύτερα στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Η λαϊκή ετυμηγορία μέλλει να επιτελέσει βαρύνουσα λειτουργία στο παγκόσμιο αντίκτυπο της Γαλλίας, στην απάντηση ενάντια στη κλιματική κρίση, στην αποκλιμάκωση των εσωτερικών κοινωνικών αναταραχών και στις επικείμενες σχέσεις με την εξίσου νεοσύστατη πολιτική ηγεσία της Γερμανίας. Άξονες που δεν λησμονείται ότι χρήζουν ανταπόκρισης εν μέσω μιας αναπτυσσόμενης πανδημίας.

Ήδη είναι γνωστό ότι οι κύριοι διεκδικητές της γαλλικής πρωτοκαθεδρίας αντικατοπτρίζουν την κλίση της πλειοψηφίας του γαλλικού πληθυσμού προς δεξιές πολιτικές νοοτροπίες, γεγονός που απορρέει από την εξουθένωση που αισθάνονται εξαιτίας κατεξοχήν της φθοράς που υφίσταται η εθνική τους ταυτότητα από την έντονη παρουσία και δραστηριότητα των μειονοτήτων.

Ο νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, Εμανουέλ Μακρόν, παρόλο που δεν έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του για νέα υποψηφιότητα, δεν τίθεται καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ο ευρωπαϊστής πολιτικός φαίνεται μάλιστα να συνιστά το φαβορί στην τελευταία δημοσκόπηση των Ipsos/Sopra Steria, αγγίζοντας το 25%. Ποσοστό για το οποίο, κατά το χρονικό υπόλοιπο του προεκλογικού αγώνα, διαθέτει το περιθώριο να υψώσει περαιτέρω, καθ’ ότι μια αποτελεσματική ανταπόκριση σε υποθέσεις όπως η χαλιναγώγηση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα προωθήσει αναμφίβολα το προφίλ του. Βέβαια, η επανεκλογή του δεν φαίνεται να αποτελεί ανεμπόδιστη, δεδομένων των πολλαπλών κρίσεων που γνώρισε η τρέχουσα θητεία του. Οι βίαιες κινητοποιήσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» και οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, σε συνδυασμό με το προκλητικά ελιτιστικό ήθος της διακυβέρνησής του, είναι πιθανό να του κοστίσουν πολύτιμο έδαφος.

Είκονα απο πρόσφατη διαδήλωση των “κίτρινων γιλέκων” στο Παρίσι. Πηγή εικόνας: Πρώτο Θέμα

Με απόλυτη βεβαιότητα στις κρισιμότερες προκλήσεις της προεκλογικής εκστρατείας του Μακρόν συγκαταλέγεται η ανάδειξη της ΕΕ σε ωφέλιμο καταλύτη των εθνικών ανησυχιών. Με την Γαλλία να αναλαμβάνει από  τη 1η Ιανουαρίου την εξαμηνιαία προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε, ο Μακρόν έχει παραχωρήσει φιλόδοξες εγγυήσεις για τη ψηφιοποίηση της οικονομίας, την αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου για τη ζώνη Σένγκεν και την καταπολέμηση της ανεργίας. Ακόμη, φρόντισε να αναγγείλει την εκπόνηση ενός ερευνητικού προγράμματος με αντικείμενο την ιστορική ανασκόπηση της Ευρώπης, θέτοντας στο στόχαστρό του τον ακροδεξιό υποψήφιο Ερίκ Ζεμούρ για τα σχόλια του περί ανάμειξης της Γαλλίας σε εγκλήματα πολέμου των Ναζί. Ωστόσο, προκειμένου να επέλθει η εξακολούθηση της συμμόρφωσης με τις ευρωπαϊκές αξίες, ο Μακρόν οφείλει να προσεγγίσει σχετικώς με σύνεση τον γαλλικό λαό, ο οποίος λογίζεται, μαζί με τον ελληνικό, ως ο πιο ευρωσκεπικιστής εντός της ΕΕ.

Παράλληλα, την επανεκλογή του Μακρόν καλύπτει με αβεβαιότητα η Ρεπουμπλικανή Βαλερί Πεκρές. Περιγράφοντας το πολιτικό της στίγμα ως « κατά ένα τρίτο Θάτσερ και κατά δύο τρίτα Μέρκελ», κατατάσσεται στα συντηρητικά πολιτικά πρόσωπα με πιθανότητες να ελκύσει κεντροδεξιούς ψηφοφόρους. Μεταξύ άλλων, εστιάζει στην αισθητή άμβλυνση των μεταναστευτικών ροών και στην τυπική συνεργασία με τους υπόλοιπους ευρωπαίους αξιωματούχους. Τούτη τη στιγμή φαντάζει η πιο απειλητική αντίπαλος του Μακρόν, βάσει του 17% που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις.

Η Βαλερί Πεκρές. Πηγή εικόνας: Athens Voice

Ακολουθούν οι ακροδεξιοί υποψήφιοι, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η αρχηγός του «Εθνικού Συναγερμού» Μαρί Λε Πεν, θέτοντας για τρίτη φορά υποψηφιότητα. Στις δημοσκοπήσεις κυμαίνεται περίπου στο 14% και ελπίζει η στροφή που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια σε μια πιο μετριοπαθή κομματική ατζέντα (για παράδειγμα έχει πάψει πλέον να δηλώνει υποστηρίκτρια του Frexit) να διευρύνει τα εκλογικά της οφέλη.

Πάντως, το πιο ορατό σημάδι του δεξιού κύματος είναι ο Ερίκ Ζεμούρ. Γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως τηλεοπτικό πρόσωπο, δηλώνει υπερασπιστής της ρατσιστικής θεωρίας Great Replacement και, παράλληλα, υποστηρίζει την πολύπλευρη υπεροχή του εθνικού δικαίου έναντι του ευρωπαϊκού. Ο Ευρωπαίος Τραμπ, όπως αποκαλείται, τυγχάνει αξιοπρόσεκτης αποδοχής, καθώς έχει συλλέξει γύρω στο 14% των προτιμήσεων στις δημοσκοπήσεις.

Η Μαρί Λε Πεν και ο Ερίκ Ζεμούρ

Στον αριστερό πόλο, το πεδίο παρουσιάζεται αρκετά θολό. Πέρα από τη πρόσφατη γενικότερη τάση των Γάλλων προς τις δεξιές ιδεολογίες, οι αριστερές παρατάξεις φαίνονται αδρανείς μπροστά σε πολυσήμαντα ζητούμενα, όπως η εθνική ασφάλεια, το μεταναστευτικό και η κλιματική αλλαγή. Πλην του ατελούς προεκλογικού έργου, η αριστερά πάσχει από σοβαρή διάσπαση, με αποτέλεσμα οι ψήφοι υπέρ της να μοιράζονται ανά παράταξη, ελαττώνοντας έτσι τις πιθανότητες για διάκρισή της στις επικείμενες εκλογές.

Συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι για το προεδρικό αξίωμα προερχόμενοι από τον αριστερό άξονα ανέρχονται στους 7 και οφείλει, συνάμα, να διευκρινιστεί πως κανένας εξ αυτών δε συγκεντρώνει διψήφιο ποσοστό στις δημοσκοπήσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι ελπίδες των αριστερών ψηφοφόρων ενδέχεται να αναζωπυρωθούν χάρη στο κίνημα ονόματι «Primary of the People», που επιχειρεί να διοργανώσει τον Ιανουάριο ψηφοφορία για την ανεύρεση ενός υποψηφίου, που θα εκπροσωπήσει την αριστερά ως ενότητα στις προεδρικές εκλογές.

Υπενθυμίζεται πως οι γαλλικές προεδρικές εκλογές διεξάγονται σε δύο γύρους. Στον πρώτο (10 Απριλίου) δύο είναι τα ενδεχόμενα: είτε θα ανακηρυχτεί ο επόμενος Πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας βάσει απλής πλειοψηφίας, είτε – και το πιο πιθανό να συμβεί – οι δύο υποψήφιοι που συνέλεξαν το υψηλότερο ποσοστό θα αναμετρηθούν μεταξύ τους στον δεύτερο επαναληπτικό γύρο στις 24 Απριλίου.

Το ενδιαφέρον για τις φετινές εκλογές εντείνει το ρεκόρ αναποφάσιστων που διαπιστώθηκε σε πρόσφατη έρευνα, η οποία έδειξε συγκεκριμένα ότι το 27% των ερωτηθέντων δήλωσαν αμφίβολοι ως προς την κατεύθυνση της ψήφου τους (σε αντίθεση με το χαμηλότερο 16% της προεκλογικής περιόδου του 2016), ενώ το 30% αυτών αποκάλυψαν ότι έχουν πρόσφατα αλλάξει προτίμηση. Είναι επομένως σαφές ότι επικρατεί ένα κλίμα ρευστότητας, δυνάμενο να επιφυλάξει απροσδόκητες εκπλήξεις έως και τις τελευταίες εβδομάδες πριν τις κάλπες.