Οι φετινές, αμερικανικές, προεδρικές εκλογές αποτέλεσαν μια από τις πιο ιδιαίτερες των τελευταίων ετών. Μέσα σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης και με τις Η.Π.Α να μαστίζονται από την πανδημία, ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ αναμετρήθηκαν για το προεδρικό αξίωμα. Ενώ, συνήθως, η πολιτική των υποψηφίων αποτελεί το πεδίο αντιπαράθεσης, αυτή τη φορά στο επίκεντρο βρέθηκε η ίδια η εκλογική διαδικασία. Πιο αναλυτικά, ο Πρόεδρος Τραμπ μήνες πριν τις εκλογές, άρχισε να υποστηρίζει ότι η επιστολική ψήφος είναι μια προσπάθεια νοθείας εναντίον του και τόνισε ότι δεν θα αποδεχόταν μια εκλογική του ήττα. Πιστός στον λόγο του, την νύχτα των εκλογών με την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων, αυτοανακηρύχθηκε νικητής και υποσχέθηκε ότι θα προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στις επόμενες μέρες, με τα αποτελέσματα σε αρκετές πολιτείες να ανατρέπονται υπέρ του Μπάιντεν, ζήτησε να σταματήσει η καταμέτρηση (το περίφημο tweet: STOP THE COUNT), ενώ ακόμα και όταν ο Μπάιντεν ανακηρύχθηκε νικητής, συνέχισε τις κατηγορίες περί νοθείας και αρνήθηκε να αποδεχτεί την ήττα του.
Αν και το γεγονός αυτό είναι πρωτοφανές για μια λειτουργική Δημοκρατία, χρήζει διερεύνησης. Τα ερωτήματα που τίθενται, λοιπόν, είναι τα εξής:
- Ποιες είναι οι δικαστικές δίοδοι που διαθέτει ο Τραμπ και ποια τα δικαιώματά του;
- Μπορεί να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο;
- Είναι υπαρκτή η πιθανότητα τα Δικαστήρια να αλλάξουν την έκβαση των εκλογών;
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, είναι σημαντικό να ερευνηθεί σε ποίο επίπεδο ρυθμίζεται η εκλογική διαδικασία. Σύμφωνα με το σύνταγμα των Η.Π.Α οι προεδρικές εκλογές και οι κανόνες ψηφοφορίας ρυθμίζονται σε επίπεδο πολιτείας. Επομένως όλες οι προσφυγές και όλες οι κατηγορίες περί νοθείας και αποκλίσεων από την συνήθη εκλογική διαδικασία εξετάζονται πρωταρχικά από τα Πολιτειακά δικαστήρια. Τα κύρια αιτήματα που θα κληθούν να εξετάσουν στις επόμενες μέρες, μπορούν να χωριστούν σε 3 κατηγορίες.

Αρχικά, πρώτη θέση έχουν τα αιτήματα επανακαταμέτρησης. Ήδη στην πολιτεία της Γεωργίας οι υπεύθυνοι έχουν ανακοινώσει ότι λόγω της μικρής διαφοράς θα υπάρξει επανακαταμέτρηση των ψήφων, ενώ η εκστρατεία Τραμπ έχει τονίσει ότι ανάλογα αιτήματα θα καταθέσει για την Πενσυλβάνια και το Γουισκόνσιν. Βέβαια, με τις διαφορές σε αυτές τις Πολιτείες να κυμαίνονται άνω των 20 χιλιάδων ψήφων, δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια αλλαγή, κάτι που επιβεβαιώνει και το παράδειγμα του Γουισκόνσιν το 2016, όπου η επανακαταμέτρηση έδωσε μόνο 136 ψήφους επιπλέον στον Τραμπ.
Δεύτερη κατηγορία αιτημάτων αποτελούν οι προσφυγές περί της τήρησης των απαραίτητων διαδικασιών κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψήφων. Κύριο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι καταγγελίες Τραμπ σχετικά με την παρεμπόδιση των παρατηρητών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος από την διαδικασία της καταμέτρησης. Αντίστοιχες προσφυγές έχουν ήδη κατατεθεί και σε κάποιες περιπτώσεις το δικαστήριο τόνισε ότι οι παρατηρητές έχουν το δικαίωμα να βρίσκονται 2 μέτρα μακριά από τις κάλπες. Εντούτοις, οι κατηγορίες αυτές είναι περιορισμένες σε ελάχιστα εκλογικά τμήματα και εκτός του ότι σε αρκετές περιπτώσεις κατέπεσαν, δεν είναι επαρκείς, για να αποδείξουν ένα συστηματικό σχέδιο νοθείας κατά του Τραμπ.
Τρίτη και κυριότερη κατηγορία αιτημάτων είναι οι διάφορες προσφυγές σχετικά με την νομιμότητα/εγκυρότητα των επιστολικών ψήφων. Ειδικότερα, στο επίκεντρο βρίσκονται οι επιστολικές ψήφοι που στάλθηκαν στα εκλογικά κέντρα μετά την ημέρα των εκλογών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πενσυλβάνια, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας αποφάσισε ότι ψήφοι που στάλθηκαν μέχρι και 3 ημέρες μετά, θα μετρηθούν κανονικά, εφόσον είχαν ημερομηνία αποστολής την μέρα των εκλογών. Ήδη η εκστρατεία Τραμπ έχει προχωρήσει σε προσφυγές τόσο στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας όσο και των Η.Π.Α, ώστε να ανατραπούν αυτή και παρόμοιες αποφάσεις και να μην συμπεριληφθούν αυτές οι ψήφοι στο τελικό αποτέλεσμα. Βέβαια, η Υπουργός Εσωτερικών της Πολιτείας δήλωσε ότι η καταμέτρηση των ψήφων αυτών γίνεται ξεχωριστά και ο αριθμός τους είναι μικρός, ώστε να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.

Όπως αναφέρθηκε, αν και σε πρώτο βαθμό τα ζητήματα που άπτονται της εκλογικής διαδικασίας επιλύονται σε Πολιτειακό επίπεδο, υποθέσεις μπορεί να δικάσει και το Ανώτατο Δικαστήριο. Μάλιστα, στην υπόθεση με τις επιστολικές ψήφους στην Πενσυλβάνια, το Δικαστήριο δήλωσε ότι, αν και δεν είχε χρόνο, για να εξετάσει το ζήτημα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να επανέλθει στο εγγύς μέλλον και γι’ αυτό ζήτησε να διαχωριστούν οι ψήφοι. Με την πιθανότητα, λοιπόν, οι προσφυγές να πολλαπλασιαστούν στις επόμενες ημέρες, είναι πιθανό το Ανώτατο Δικαστήριο να δεχτεί να αποφασίσει επι μερικών και να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις υπέρ του Τραμπ, καθώς με τον διορισμό της Amy Coney Barrett υπάρχει πλέον μια ξεκάθαρη συντηρητική πλειοψηφία.
Ωστόσο, χωρίς αδιάσειστες αποδείξεις για οποιασδήποτε μορφής συστηματική νοθεία εναντίον του Τραμπ σε εθνικό επίπεδο, φαντάζει δύσκολο να μπορέσει να σταθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο μια τέτοια υπόθεση. Εξάλλου, το ρεκόρ ψήφων που συγκέντρωσε ο Μπάιντεν και η διαφορά σχεδόν 5 εκατομμυρίων ψήφων μεταξύ των δύο υποψηφίων αφήνουν ελάχιστα περιθώρια αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος. Επομένως, ακόμα και ένα συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο θα δυσκολευτεί σημαντικά να διακινδυνεύσει την αξιοπιστία του και να δικαιώσει επί της αρχής τον Τραμπ, ανατρέποντας το αποτέλεσμα των εκλογών.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Αμερικανική Δημοκρατία διάγει μια πρωτοφανή κρίση, με τα αποτελέσματα των 2 τελευταίων εκλογών να έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση είτε για λόγους ανάμειξης μιας ξένης χώρας (Ρωσία, 2016) είτε για λόγους νοθείας από τον έναν ανταγωνιστή.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, για την νέα κυβέρνηση Μπάιντεν να θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την άμβλυνση του διχασμού και την μείωση της πόλωσης μεταξύ των 2 πλευρών. Μόνο έτσι οι Η.Π.Α θα επιστρέψουν σε μια ομαλότερη δημοκρατική λειτουργία και οι δημοκρατικοί θεσμοί και διαδικασίες της χώρας θα επανακτήσουν την αξιοπιστία τους και την εμπιστοσύνη του λαού.